Η συνταγματικότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά του COVID-19. Συνιστά νόμιμος λόγος απόλυσης, ο μη εμβολιασμός εργαζομένου?

Η πανδημία COVID 19, η οποία επηρέασε όλο τον πλανήτη τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, αποτέλεσε έναυσμα συζητήσεων μεταξύ ειδικών και μη, περί της συνταγματικότητας ή μη, των μέτρων που ελήφθησαν προς αντιμετώπισή της και αν αυτά ήταν αντίθετα στις παραδεδεγμένες συνταγματικές ελευθερίες.

Μάθαμε όλοι, με βιωματικό τρόπο, ότι τα δικαιώματά μας προστατεύονται, αλλά και υποχωρούν, μάθαμε ότι είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους και σταθμίζονται με άλλα συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα και συμφέροντα, μάθαμε ότι μπορούν να περιοριστούν για λόγους δημόσιου συμφέροντος ή για την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων και μάθαμε, τέλος, ότι το βασικό εργαλείο για να αξιολογηθούν οι περιορισμοί αυτοί είναι η αρχή της αναλογικότητας. Κρίσιμη είναι επίσης για τη συζήτηση αυτή, η τριτενέργεια των δικαιωμάτων, δηλαδή η εφαρμογή τους και σε συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 25 παρ. 1. Το γενικό πλαίσιο της κύριας συνταγματικής συζήτησης αφορά τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και παρά τις ραγδαίες εξελίξεις, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις .

Μπορεί να θεσπιστεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός ως προϋπόθεση για την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων;

Σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ισχύουσα νομοθεσία, ο εμβολιασμός, ως ιατρική πράξη με πιθανές παρενέργειες, προϋποθέτει την ενημερωμένη συναίνεση του ατόμου. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι αποκλείεται η επιβολή δυσμενών συνεπειών για εκείνους που αρνούνται να εμβολιαστούν σε ειδικές περιπτώσεις. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη απόφαση 2387/2020 του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα οι δυσμενείς συνέπειες που επιβλήθηκαν σε παιδιά που δεν είχαν εμβολιαστεί ως προς την εγγραφή τους σε παιδικούς σταθμούς. Ήδη έχουν επίσης εκδοθεί οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες γίνονται δεκτές οι δυσμενείς συνέπειες που επιβλήθηκαν σε εργαζόμενους, οι οποίοι αρνήθηκαν να εμβολιαστούν.

Με ποια νομική βάση μπορούν να επιβληθούν τέτοιες δυσμενείς συνέπειες; Η απάντηση είναι ότι η συναίνεση στον εμβολιασμό δεν επιδρά μόνο στο υποκείμενο της απόφασης. Άρα, το κράτος μπορεί να επιβάλει τον εμβολιασμό για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όπως για εκείνους που εργάζονται σε υπηρεσίες υγείας ή σε χώρους όπου έρχονται σε άμεση επαφή με ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι. Όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν είναι προφανές ότι θα θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή ευάλωτων ανθρώπων, άρα για αυτούς μπορεί να θεωρηθεί εύλογη κύρωση, αν μη τι άλλο, η προσωρινή απομάκρυνση από την εργασία. Ήδη δημοσιοποιήθηκε η πρώτη απόλυση εργαζομένου –ενός φυσικοθεραπευτή που εργαζόταν σε οίκο ευγηρίας της Ηλείας, απολύθηκε επειδή δεν δέχτηκε να εμβολιαστεί κατά της CoViD-19. Η υπόθεση εκκρεμεί στα εργατικά δικαστήρια.

Όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν και όσοι θέλουν να διαφυλάξουν ως ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο αν εμβολιάστηκαν, μπορούν να το επιλέξουν. Στο πλαίσιο, όμως, της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, η άρνηση εμβολιασμού είναι συνταγματικά ανεκτό να επιφέρει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες υπό συνθήκες πανδημίας. Οι εργαζόμενοι στον υγειονομικό τομέα αποτελούν κατεξοχήν μία κατηγορία προσώπων που είναι κρίσιμο να εμβολιαστεί. Η πολιτεία οφείλει να ορίσει σε ποιους κλάδους και επαγγέλματα είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός των εργαζομένων, ξεκινώντας από τους εργαζόμενους σε δημόσια νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα.

Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι, ισχύει κατ’αρχήν η αρχή της συναίνεσης στην ιατρική πράξη, που απορρέει από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τον αυτοκαθορισμό του προσώπου. Η δυνατότητα, όμως, να καμφθεί αυτή η αρχή σε συνθήκες πανδημίας είναι νοητή για την προστασία της δημόσιας υγείας και των δικαιωμάτων των άλλων. Η ιδιαιτερότητα των εμβολιασμών έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να λειτουργήσουν κυρίως όταν δημιουργείται ένα τείχος ανοσίας, άρα προϋποθέτουν συλλογική δράση και αλληλεγγύη.

Επίσης, δεν είναι μόνο η υγεία στην αντίπερα όχθη αλλά και η οικονομία. Μόνο με ένα τέτοιο τείχος ανοσίας μπορεί να γίνει η επανεκκίνηση της οικονομίας αλλά και να ασκηθεί πάλι μία πλειάδα δικαιωμάτων. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν αφορά τον καταναγκασμό στην ιατρική πράξη, αλλά τις δυσμενείς συνέπειες από την άρνησή της.

Ίδια και η άποψη του Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου κου Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος ανέφερε ότι «H υποχρέωση εμβολιασμού είναι νόμιμη. Το κράτος έχει τη συνταγματική υποχρέωση να μεριμνά για την υγεία των πολιτών. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει ήδη αποφανθεί ότι η υποχρέωση εμβολιασμού για γνωστές, συνήθεις ασθένειες – κυρίως παιδικές – συνάδει με το Σύνταγμα». «Οποιαδήποτε παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα μπορεί να εκληφθεί ως παρέμβαση στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση η παρέμβαση αυτή δεν είναι αρκετά σοβαρή ώστε να θεμελιώσει αντιρρήσεις απέναντι σε μια υποχρέωση εμβολιασμού.»

Μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης η άρνηση του εμβολιασμού; Αποτελεί διευθυντικό δικαίωμα ή θα πρόκειται για καταχρηστική απόλυση;

Aπό τις διατάξεις του νόμου 4675/2020 προβλέπεται ότι το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών διευρύνεται και επικαιροποιείται μετά από Υπουργική Απόφαση, η οποία και προσδιορίζει τα ενδεδειγμένα επιστημονικά εμβόλια ανά νόσημα, ηλικία και φύλο. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι ο εμβολιασμός δεν είναι καταρχάς υποχρεωτικός, αλλά αποτελεί υποχρέωση του Κράτους στα πλαίσια της πρόληψης, προστασίας και βελτίωσης της υγείας του πληθυσμού.

Ο ίδιος ο νόμος ωστόσο αναφέρει ότι κατ’ εξαίρεση, σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού.

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υποχρεωτικότητα αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και για συγκεκριμένη και μόνο ομάδα του πληθυσμού.

Στην εργατική νομοθεσία υπάρχει η διάταξη 662 ΑΚ, κατά την οποία ο εργοδότης οφείλει να ρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου. 

Επίσης, κατά το νόμο 1568/1985, ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει κάθε μέτρο, που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι, που παρευρίσκονται στον τόπο ή εγκατάσταση εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα. 

Ανάλογες διατάξεις υπάρχουν στο ΠΔ 17/1996, καθώς επίσης και στον πρόσφατο νόμο 3850/2010. Στο άρθρο 49 του νόμου 3850/10 με τίτλο «υποχρεώσεις εργαζομένων», θεσπίζεται υποχρέωση των εργαζομένων να εφαρμόζουν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας και να φροντίζουν ανάλογα με τις δυνατότητές τους, για την ασφάλεια και την υγεία τους, καθώς και για την ασφάλεια και την υγεία των άλλων ατόμων, που επηρεάζονται από τις πράξεις ή παραλείψεις τους, κατά την εργασία, σύμφωνα με την εκπαίδευσή τους και τις κατάλληλες οδηγίες του εργοδότη τους.

Εξάλλου, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος να τοποθετήσει τον εργαζόμενο σε άλλη θέση εργασίας, να του αλλάξει καθήκοντα, να του χορηγήσει άδεια ώστε να ωριμάσει η σκέψη του για την αποδοχή του εμβολιασμού, χωρίς αυτό να λειτουργεί εκδικητικά, αλλά με τη συναίνεση του εργαζόμενου, ώστε αυτός να σκεφτεί και να σταθμίσει τη «βίαιη» επέμβαση στην προσωπικότητά του, που πάντοτε αποτελεί ένα οποιοδήποτε εμβόλιο.

Στην δε περίπτωση κατά την οποία προκύψει δυσλειτουργία στην επιχείρηση του εργοδότη, τότε, με την επίκληση του άρθρου 374 ΑΚ, ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του μισθού για όσο χρονικό διάστημα ο εργαζόμενος παρέχει πλημμελώς την εργασία του. Κατά το άρθρο 374 ΑΚ, για όσο χρονικό διάστημα ο αντισυμβαλλόμενος, δηλαδή ο εργαζόμενος, δεν παρέχει ή δεν εκπληρώνει την παροχή του, δηλαδή την εργασία του με προσήκοντα τρόπο, τότε ο εργοδότης δύναται να αρνηθεί την αντιπαροχή, δηλαδή να του καταβάλλει το μισθό. Πρόκειται για την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος.

Ο εργοδότης έχει την ευθύνη οργάνωσης και λειτουργίας της εγκατάστασης της επιχείρησής του. Στην περίπτωση άρνησης του εργαζομένου να εμβολιαστεί, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει με στοιχεία την ευθεία και κατά απόλυτο τρόπο πρόκληση βλάβης στα συμφέροντά του.

Ειδικότερα, για να επιβάλλει τον εμβολιασμό θα πρέπει να αποδείξει ότι:

  1. τα μέτρα που υιοθέτησε μέχρι σήμερα (μάσκες κτλ) δεν είναι ικανοποιητικά να αντιμετωπίσουν τη μετάδοση της νόσου, ακόμα και σε ειδικές περιπτώσεις επιχειρήσεων
  2. ότι δεν μπορεί να παρασχεθεί η εργασία του εργαζόμενου με άλλο τρόπο (πχ τηλεργασία)
  3. ότι το εμβόλιο θα μπορούσε ικανοποιητικά να εγγυηθεί την προστασία της υγείας των λοιπών συναδέλφων του στο χώρο εργασίας, ή των όσων επισκέπτονται τον χώρο εργασίας και όχι μόνο του εμβολιαζόμενου.

Εφόσον λοιπόν όλα αυτά συντρέχουν και ο εργαζόμενος συνεχίζει να αρνείται τον εμβολιασμό και ειδικά σε εργασίες επικινδυνότητας λόγω ασθενών – ευπαθών ομάδων, ο εργοδότης, κατά απόλυτη διεύρυνση του διευθυντικού δικαιώματος, θα μπορούσε να αλλάξει μονομερώς προσωρινά τα καθήκοντα του εργαζόμενου, έτσι ώστε να μην έρχεται σε επαφή με το κοινό.

Εξίσου, ως «Συνταγματικώς ορθό» χαρακτήρισε το μέτρο της αναστολής εργασίας σε εργαζόμενους σε γηροκομεία και δομές υγείας που δεν θα εμβολιαστούν, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρώην υπουργός, Αντώνης Μανιτάκης, υποστηρίζοντας επίσης ότι είναι συνταγματικός και ο αποκλεισμός των μη εμβολισμένων από εσωτερικούς χώρους, από τη στιγμή που «το μέτρο είναι το ηπιότερο δυνατό, και τεκμηριώνεται επιστημονικά».

Η αναστολή όμως δεν μπορεί να ισοδυναμεί με απόλυση και σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να καταλήξει η εργοδοτική επιλογή στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, αφού ανάλογη υποχρέωση δεν προκύπτει ούτε από τον νόμο, ούτε από τη σύμβαση εργασίας είτε ευθέως, είτε παρεπόμενα. Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η απόλυση, λόγω άρνησης εμβολιασμού, συνιστά απαγορευμένη διάκριση και ως τέτοια είναι άκυρη.

Η συνεχής άρνηση συμμόρφωσης του μισθωτού μπορεί να ερμηνευθεί και ως άρνηση παροχής προσηκόντως της εργασίας του και ενδεχομένως ως οικειοθελής αποχώρηση αυτού. Η απόλυση συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων που αρνούνται να εμβολιαστούν πρέπει να αποτελεί την ultima ratio, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Ο νομοθέτης οφείλει να θεσπίσει αναλυτικά τόσο σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να εμβολιάζεται ο εργαζόμενος όσο και τις ειδικότερες δυσμενείς συνέπειες. Τέτοιες συνέπειες μπορεί να είναι η υποχρεωτική άδεια με περιορισμένες αποδοχές, η θέση σε διαθεσιμότητα ή η αναστολή της σύμβασης του εργαζόμενου. Μια άλλη μορφή κύρωσης θα ήταν η μετακίνηση σε άλλη θέση, όμως εδώ εγκυμονεί ο κίνδυνος της καταχρηστικής άσκησης αυτής της δυνατότητας από την πλευρά του εργαζόμενου.

Συνεπώς η όποια απόφαση εφαρμογής υποχρεωτικού εμβολιασμού πρέπει να προσδιορίζει τον πληθυσμό-στόχο και να εξειδικεύει το είδος και τα μέτρα περιορισμού δικαιωμάτων, που συνεπάγεται η άρνηση του.

Διαβάστε επίσης: Ελευθερία έκφρασης εργαζομένων και υποχρέωση πίστης προς την εργοδότρια εταιρεία. Παράβαση εργασιακών καθηκόντων εκ της διατύπωσης ομοφοβικών, δημόσιων θέσεων. Κλονισμός εμπιστοσύνης και νομιμότητα καταγγελίας σύμβασης. Η ηθική παρενόχληση, γνωστή διεθνώς ως «Mobbing»

Καταγγελία σύμβασης εργασίας λόγω εγκυμοσύνης. Η γνώση της εγκυμοσύνης κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αφού αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της εγκυμοσύνης. Προστασία στην εργαζόμενη έγκυο. Ακυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας.

Εμβολιασμός ανηλίκου τέκνου σε περίπτωση διαζυγίου γονέων. Ποιος έχει την υποχρέωση εμβολιασμού του τέκνου?

Σεξουαλική παρενόχληση. Ορισμός και αποζημίωση για ηθική βλάβη εξαιτίας σεξουαλικής παρενόχλησης σε βάρος εργαζομένης.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.