Καταγγελία σύμβασης εργασίας λόγω εγκυμοσύνης. Η γνώση της εγκυμοσύνης κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν είναι απαραίτητη, αφού αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της εγκυμοσύνης. Προστασία στην εργαζόμενη έγκυο. Ακυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας [ΕΦ ΛΑΡ 267/2022 (ΜΟΝ)]

Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 1483/1984, όπως ισχύει μετά από την αντικατάστασή του με το άρθρο 36 παρ. 1 ν. 3996/2011 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή: «Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη».

Εξάλλου κατά το άρθρο 10 π.δ. 176/1997: «Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984- 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων».

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών (που εφαρμόζονται και σε περίπτωση απασχόλησης της εγκύου εργαζομένης με βάση απλή σχέση εργασίας ή έμμισθης εντολής λόγω ακυρότητας των αντίστοιχων συμβάσεων που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής και του εργοδότη της), η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, όπως αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων (Α.Π. 1628/2010, δημ. Νόμος).

Επιπλέον, η ανωτέρω προστασία στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα παρέχεται και κατά το χρόνο της δωδεκάμηνης δοκιμαστικής περιόδου (άρθρο 74 παρ. 2Α ν. 3863/2010, όπως το εδάφιο Α της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 17 παρ. 5α του ν. 3899/2010, Φ.Ε.Κ. Α’ 212/17.12.2010, βλ. Εφ.Λαρ. 128/2019 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. Ισοκράτης, Εφ.ΑΘ. 4164/2006 ΔΕΕ 2001, 1106). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα παραγνώριζε το σκοπό του ως άνω νόμου, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της μητρότητας εν γένει και στην ενθάρρυνση των μισθωτών γυναικών να αποκτούν τέκνα, πράγμα που επιτυγχάνεται με την εξασφάλιση της αποκαταστάσεως και της προσαρμογής του οργανισμού τους στην πριν από την εγκυμοσύνη τους φυσιολογική κατάσταση, ώστε πριν από την πάροδο του προς τούτο απαιτούμενου χρόνου και τουλάχιστον πριν από την πάροδο δεκαοχτώ μηνών μετά τον τοκετό να μην είναι επιτρεπτή κατά το νόμο (το άρθρο 15 παρ. 1 ν. 1483/1984) η καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων.

Απόσπασμα απόφασης

Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα διατηρεί κατάστημα με είδη δώρων στην πόλη …, επί της οδού … Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη άτυπα μεταξύ τους, στις 1.6.2018, προσέλαβε την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη για να εργαστεί ως πωλήτρια στο κατάστημά της, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και ειδικότερα επί έξι ημέρες την εβδομάδα, ήτοι κάθε Δευτέρα και Τετάρτη από ώρα 9:00 έως 14:30 και κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή από ώρα 9:00 έως 14:00 τα πρωινά καθώς και τα απογεύματα από ώρα 17:30 έως 21:00, επιπρόσθετα δε και τα Σάββατα, από ώρα 9:00 έως 14:30, με συμφωνηθέντα μισθό το νόμιμο κάθε φορά, ήτοι το ποσό των 510,95 ευρώ μικτά (430 ευρώ καθαρά).

Σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως η ενάγουσα εργάστηκε στο πιο πάνω κατάστημα ειδών δώρου ανελλιπώς από της προσλήψεώς της μέχρι και την 18.8.2018, οπότε η εναγομένη εργοδότριά της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της για το λόγο ότι την προτεραία η ενάγουσα της είχε ανακοινώσει ότι τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, διανύουσα την τέταρτη εβδομάδα κύησης. Αντιδρώντας άμεσα η ενάγουσα, προσέφυγε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, γνωστοποιώντας το γεγονός της εγκυμοσύνης της και καταγγέλλοντας την εναγομένη για άκυρη και παράνομη απόλυση, υποβάλλοντας, παράλληλα, την από 22.8.2018 αίτηση επίλυσης εργατικής διαφοράς, για την οποία ορίστηκε ημερομηνία συζήτησης η 29.8.2016.

Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία η εναγομένη, προς επίλυση της διαφοράς, συμφώνησε να προσέλθει τη Δευτέρα 3.9.2018 η ενάγουσα στο κατάστημα για ανάληψη εργασίας, αφού προηγουμένως προσκομίσει και τα απαιτούμενα έγγραφα, για να καταρτιστεί εγγράφως η σύμβαση εργασίας και να γίνουν οι απαραίτητες κοινοποιήσεις, η δε ενάγουσα συμφώνησε προς τούτο και συντάχθηκε το με αριθμό πρωτ. …/2018 δελτίο εργατικής διαφοράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Μαγνησίας. Παρά ωστόσο τις ρητές διαβεβαιώσεις της εναγομένης εργοδότριας, όταν προσήλθε προς εργασία στις 3.9.2018 στο κατάστημα της εναγομένης, η τελευταία αρνήθηκε να της επιτρέψει να εργαστεί. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τη σαφή και πειστική κατάθεση της μάρτυρος …, μητέρας της ενάγουσας, η οποία όχι μόνο δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αντίθετα ενισχύεται η αξιοπιστία της από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και…, εργαζόμενες στο κατάστημα με το διακριτικό τίτλο «…», στο Βόλο, στο οποίο εργαζόταν και η ενάγουσα έως 31.5.2018, που απεχώρησε οικειοθελώς προκειμένου να συνάψει την επίδικη σύμβαση εργασίας, η οποία της ήταν περισσότερο αρεστή και συμφέρουσα από άποψη συνθηκών και αντικειμένου εργασίας.

Η εναγομένη αρνείται τη σύναψη σύμβασης εργασίας και μάλιστα πλήρους απασχόλησης, αποδεχόμενη ότι η ενάγουσα επισκεπτόταν, κατά το επίδικο διάστημα των μηνών Ιουνίου μέχρι Αυγούστου 2018, το κατάστημά της στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων προς σύναψη της εργασιακής σχέσης, η οποία ουδέποτε συνήφθη από λόγους προσωπικής επιλογής της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός της αυτός όμως ουδέν έρεισμα βρίσκει στο υπάρχον αποδεικτικό υλικό. Οι ένορκες βεβαιώσεις των εξετασθέντων με επιμέλεια της εναγομένης μαρτύρων …, … και… δεν παρέχουν πίστη προς τούτο, καθόσον αφενός μεν επιβεβαιώνεται με βάση τις καταθέσεις τους η καθημερινή σχεδόν παρουσία της ενάγουσας στο κατάστημα της εναγομένης κατά το επίδικο ως άνω χρονικό διάστημα, εντός του θέρους 2018, αφετέρου δε καθόλου δεν συνάδει με τους κανόνες της λογικής εργαζόμενη όπως η ενάγουσα να αποχωρεί οικειοθελώς από την εργασία της προκειμένου να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας, διάρκειας μάλιστα των διαπραγματεύσεων 2,5 μηνών, με αβέβαιο παρά ταύτα αποτέλεσμα για εκείνη. Αλλά και ο περαιτέρω ισχυρισμός της περί σύναψης σε κάθε περίπτωση σύμβασης μερικής απασχόλησης, τετράωρης καθημερινά, σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν βασίζεται. Το γεγονός δε ότι μεταγενέστερα η εναγομένη προσέλαβε υπαλλήλους, όπως την …, υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, ουδόλως αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον πρόκειται για σύναψη σύμβασης με τρίτο πρόσωπο εργαζόμενη, υπαγορευόμενη από διαφορετικές ανάγκες και εξυπηρετώντας ατομικούς σκοπούς των κάθε φορά συμβαλλομένων μερών, που το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει.

Η απόλυση της ενάγουσας αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 και 2 ν. 1483/1984 και 10 παρ. 2 του π.δ. 176/1997, που απαγορεύει την απόλυση εγκύου τουλάχιστον μέχρι τον τοκετό και δεκαοχτώ μήνες μετά από αυτόν, η δε γνώση της εγκυμοσύνης κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν είναι απαραίτητη όχι μόνο από τον εργοδότη αλλά ούτε και από την ίδια την καταγγέλλουσα, αφού αρκεί μόνο το αντικειμενικό γεγονός της εγκυμοσύνης. Εξάλλου, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η προστασία του νόμου για την έγκυο εργαζόμενη γυναίκα υφίσταται και κατά το χρόνο της δοκιμαστικής περιόδου. Επομένως, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγόμενη στην υπό κρίση έφεσή της, ότι δηλαδή, αφενός, δεν γνώριζε την εγκυμοσύνη της ενάγουσας και αφετέρου, μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αυτής χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση, διότι αυτή βρισκόταν σε στάδιο δοκιμασίας, είναι απορριπτεα ως νόμω αβάσιμα.

Η εναγομένη εργοδότρια, αν και διαπίστωσε ότι η ενάγουσα διεκδικούσε την εκ του νόμου προβλεπόμενη προστασία, εντελώς προσχηματικά αποδέχθηκε να την απασχολεί πραγματικά από 3.9.2018, όταν ωστόσο η ενάγουσα προσήλθε προς εργασία απέκρουσε εντελώς αδικαιολόγητα αυτή, συμπεριφορά η οποία υπαγορεύτηκε και επιβλήθηκε από το στενό επαγγελματικό της συμφέρον. Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την εργασία της στις 18.8.2018, καθώς και ο έτερος ισχυρισμός της (ένσταση) περί άρσεως της υπερημερίας της καθότι προσκάλεσε την ενάγουσα και μάλιστα εγγράφως, με βάση το συνταχθέν ως άνω δελτίο εργατικής διαφοράς, να προσέλθει προς εργασία στις 3.9.2018, πράγμα που η τελευταία αρνήθηκε, ουσία αβάσιμος παρίσταται, καθόσον με βάση όσα αποδείχθηκαν ανωτέρω η εν λόγω πρόσκληση δεν ήταν πραγματική και ειλικρινής, αλλά εντελώς προσχηματική. Το γεγονός ότι η εναγομένη απέστειλε, προς το Σ.ΕΠ.Ε. …, το από 6.9.2018 έγγραφό της, με βάση το οποίο η ενάγουσα υπέδειξε αδιαφορία για τη συνέχιση της εργασίας της και δεν προσκόμισε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης εργασίας, δεν δύναται να ανατρέψει την κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον αποτελεί ενέργεια μονομερή της εναγομένης, της οποίας δεν είχε λάβει γνώση η ενάγουσα, ώστε να αντικρούσει αυτή δεόντως, πλέον του ότι —και κυρίως—, ως αποδείχθηκε, κατά περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Μετά ταύτα και εφόσον η κατά τα ως άνω υπό της εναγομένης εργοδότριας καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε σε χρόνο που η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης είναι άκυρη και δεν επέφερε το σκοπούμενο δι’ αυτής αποτέλεσμα κατ’ άρθρα 174 και 180 Α.Κ.

Επακόλουθο λοιπόν είναι ότι η σύμβαση εργασίας παραμένει ενεργός και η εναγομένη εργοδότρια, που αρνείται να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας μισθωτού, να έχει περιέλθει σε υπερημερία και να υποχρεούται σε καταβολή των μισθών υπερημερίας, δηλαδή των μισθών που θα κατέβαλλε στην ενάγουσα αν συνέχιζε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Οι εν λόγω μισθοί, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 18.8.2018 έως 18.10.2018, για το ύψος έκαστου των οποίων δεν διατυπώθηκε αμφισβήτηση, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 7.091,99 ευρώ (11/25 του συμφωνημένου και καταβαλλόμενου μισθού των 510,95 ευρώ για τον μήνα Αύγουστο 2018 = 122,63 ευρώ που επιδίκασε η εκκαλουμένη + 510,95 ευρώ ο συμφωνημένος και καταβαλλόμενος μισθός με βάση την από 28.3.2018 ε.γ.σ.σ.ε. – Π.Κ. 6/29.3.2018 χ 13 μήνες από Σεπτέμβριο 2018 έως Σεπτέμβριο 2019 = 6.642,35 ευρώ + 16/25 του συμφωνημένου και καταβαλλόμενου μισθού των 510,95 ευρώ για τον μήνα Οκτώβριο 2019 = 327,01 ευρώ). Επίσης υποχρεούται να αποδέχεται πραγματικά και προσηκόντως τις υπηρεσίες της ενάγουσας, στην θέση που κατείχε κατά τον χρόνο της άκυρης απόλυσης και με τον αντίστοιχο μισθό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχτηκε τα ως άνω αιτήματα ως νόμιμα και βάσιμα κατ’ ουσίαν, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της καταγγελίας, επιδικάζοντας μισθούς υπερημερίας του πιο πάνω χρονικού διαστήματος και υποχρεώνοντας την εναγομένη να αποδέχεται πραγματικά και προσηκόντως τις υπηρεσίες της ενάγουσας, στην θέση που κατείχε κατά τον χρόνο της άκυρης απόλυσης και με τον αντίστοιχο μισθό, με την απειλή μάλιστα χρηματικής ποινής 100 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός μηνός για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεώς της με την ανωτέρω υποχρέωσή της (946 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενων ως εκ τούτων ως αβάσιμων των σχετικών λόγων της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Διαβάστε επίσης: Ελευθερία έκφρασης εργαζομένων και υποχρέωση πίστης προς την εργοδότρια εταιρεία. Παράβαση εργασιακών καθηκόντων εκ της διατύπωσης ομοφοβικών, δημόσιων θέσεων. Κλονισμός εμπιστοσύνης και νομιμότητα καταγγελίας σύμβασης. Η ηθική παρενόχληση, γνωστή διεθνώς ως «Mobbing»

Σεξουαλική παρενόχληση. Ορισμός και αποζημίωση για ηθική βλάβη εξαιτίας σεξουαλικής παρενόχλησης σε βάρος εργαζομένης

Η Επίσχεση εργασίας. Οι προυποθέσεις επιβολής της και τα δικαιώματα του εργαζομένου επί καθυστερούμενων μισθών

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.