Αδικοπραξία. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Στην έννοια της «οικογένειας» του θύματος περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα, που δεν έχουν τελέσει γάμο, ούτε έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αλλά συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτήσει τέκνα [ΑΠ 1159/2022].

(…)Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται όταν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού.

Στην έννοια δε του κατ` άρθρο 559 αριθμός 1 Κ.Πολ.Δ., κανόνα ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβάνονται και οι διατάξεις των επικυρωμένων από την Ελλάδα Διεθνών Συμβάσεων και των γενικά παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 128/2020, ΑΠ 2033/2017). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη, ή απορρίφτηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν.

Στην περίπτωση που το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος του αναιρετηρίου, θα πρέπει να αναφέρεται: α) με σαφήνεια ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, β) να εκτίθεται επίσης με πληρότητα η ιστορική βάση της αγωγής που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων για την στήριξη του συγκεκριμένου αιτήματος παροχής έννομης προστασίας, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, για το αν η απόρριψη του αιτήματος ως μη νομίμου συνιστά ή όχι παράβαση του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου και γ) το επαγωγικό σφάλμα της προσβαλλομένης απόφασης (ΑΠ 555/2004).

Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφήρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 6/2019, Ολ. ΑΠ 7/2006, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 1034/2020, ΑΠ 19/2017, ΑΠ 130/2016).

Στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με το λόγο αναίρεσης πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάση αυτής έννομη συνέπεια και γ) οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ. ΑΠ 2/2013, Ολ. ΑΠ 20/2005, Ολ. ΑΠ 27/1998, ΑΠ 164/2021, ΑΠ 1106/2020). Δεν αρκεί, για το ορισμένο του λόγου αυτού, η ανάλυση της έννοιας που ο αναιρεσείων αποδίδει στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, διότι μόνο με βάση τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 551/2020, ΑΠ 96/2020).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 85/2020, ΑΠ 38/2020).

Συνεπώς, κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, επομένως, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 78/2020, ΑΠ 59/2020). Περαιτέρω, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, “αιτιολογία” της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 667/2016, ΑΠ 1266/2011).

Εξάλλου, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (αριθμός 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής, β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη, δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή πρέπει να προσδιορίζονται στο αναιρετήριο ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση, ώστε να είναι επαρκής η αιτιολογία της, ενώ, στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η αντίφαση και από ποία αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει, χωρίς να αρκούν γενικές εκφράσεις για “ανεπάρκεια” και “αντίφαση” (Ολ.ΑΠ 20/2005, ΑΠ 510/2021, ΑΠ 1106/2020, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, για το ορισμένο των αναιρετικών λόγων από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη απόφαση κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (Ολ. ΑΠ 28/1998, ΑΠ 1106/2020, ΑΠ 965/2020, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007). Συνακόλουθα η ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ.), οσάκις το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση κατ’ ουσία, πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτής, δηλαδή από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας επί των ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης (ΑΠ 1420/2013) και κατά τούτο συνιστούν, κατά τα ήδη προεκτεθέντα, στοιχεία του ορισμένου του προβαλλομένου στο αναιρετήριο σχετικού λόγου αναίρεσης. Η κατά τα άνω αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (Ολ. ΑΠ 27/1998, Ολ. ΑΠ 32/1996, ΑΠ 1106/2020), ούτε και με τις πριν τη συζήτηση της αναίρεσης κατατεθείσες προτάσεις του αναιρεσείοντος (ΑΠ 1106/2020). Με τους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 53/2020, ΑΠ 634/2019, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 849/2007).

Περαιτέρω, το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ορίζει ότι: “Παν πρόσωπο δικαιούται εις το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του”. Η σύμβαση της Ε.Σ.Δ.Α. εγγυάται την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε άτομο, που υπάγεται στην δικαιοδοσία των καρτών – μελών. Από την ερμηνεία της έννοιας της “οικογενειακής ζωής” και της οικογένειας, όπως αυτή διατυπώνεται στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., αντλούνται τα καθοριστικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των ανωτέρω κρίσιμων, για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, εννοιών, όπως τα κριτήρια αυτά διαμορφώθηκαν από σειρά αποφάσεων, που εκδόθηκαν σε προσφυγές πολιτών της ΕΕ για παραβάσεις του εν λόγω άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο θεσπίζει το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Σύμφωνα με το Ε.Δ.Δ.Α. το καθοριστικό κριτήριο για το αν υφίσταται οικογένεια και “οικογενειακή ζωή” αποτελεί η πραγματική ύπαρξη στενών προσωπικών δεσμών. Ειδικότερα, το Ε.Δ.Δ.Α. έχει δεχθεί επανειλημμένα ότι το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν διακρίνει μεταξύ “νόμιμης” και “φυσικής” οικογένειας και ότι η έννοια της προστατευόμενης, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οικογενειακής ζωής, δεν περιορίζεται στις οικογένειες που βασίζονται στο γάμο, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες, de facto σχέσεις συμβίωσης και φροντίδας, οι οποίες δημιουργούν επίσης, κατά την κρίση του, οικογενειακούς δεσμούς. Την ύπαρξη οικογένειας ή οικογενειακών σχέσεων εξετάζει το Δικαστήριο κατά περίπτωση, ως πραγματικό ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη σειρά παραγόντων, όπως η συμβίωση και η αμοιβαία υποστήριξη, συναισθηματική ή/και υλική, των μερών, η διάρκεια και η σταθερότητα της σχέσης και η με οποιονδήποτε τρόπο έκφραση της δέσμευσης των μερών, όπως με την απόκτηση, από κοινού ή με άλλον τρόπο, παιδιών και την ανάληψη της κοινής ευθύνης της ανατροφής τους, καθώς επίσης οι σχέσεις μακράς και συνεπούς φροντίδας. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο (Ε.Δ.Δ.Α.) ερευνά τους de facto οικογενειακούς δεσμούς, όπως το αν τα άτομα συμβιώνουν, αν τους δένει βαθιά σταθερή αγάπη και αφοσίωση, στην περίπτωση που ελλείπει νόμιμη αναγνώριση των δεσμών αυτών, ή σε άλλη περίπτωση το μεγάλο χρόνο συμβίωσης και σχέσης, ή σε περιπτώσεις ζευγαριών που δεν έχουν παντρευτεί νόμιμα, αν έχουν αποκτήσει παιδιά μαζί, γεγονός που αποδεικνύει την αμοιβαία αφοσίωσή τους, και την πρόθεσή τους να δημιουργήσουν εν τοις πράγμασι οικογένεια. Η ύπαρξη, λοιπόν, ή μη, της οικογένειας εξαρτάται από την ύπαρξη, ή μη, μεταξύ ατόμων που συμβιώνουν, πραγματικών στενών προσωπικών δεσμών, με αισθήματα αγάπης, σταθερής και έμπρακτης έκφρασης αφοσίωσης, στοργής, ενδιαφέροντος, φροντίδας, δηλαδή όλων εκείνων των εκδηλώσεων συναισθημάτων και πράξεων, που αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της οικογένειας, αλλά και το σκοπό αυτής. Συνεπώς, σύμφωνα με το Ε.Δ.Δ.Α, η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις που δύο άτομα συμβιώνουν, χωρίς να έχουν τελέσει νόμιμο γάμο, ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αν η συμβίωσή τους αυτή είναι το αποτέλεσμα αγάπης, και αφοσίωσης και σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση. Έτσι το Ε.Δ.Δ.Α, μέσα στα πλαίσια αυτά και υπό τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και την εξώγαμη συμβίωση. Σε κάθε περίπτωση, το Ε.Δ.Δ.Α έχει αποφανθεί ότι γάμοι, ή περιπτώσεις συμβίωσης, ακόμα και αν δεν αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη του Κράτους-Μέλους συνιστούν οικογένεια, εάν πληρούν τα προαναφερόμενα κριτήρια της ύπαρξης πραγματικών οικογενειακών δεσμών, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν παραπάνω (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α: …. κατά Βελγίου της 13-6-1979, ……. κατά Ελβετίας της 14- 12-1979, ……. κατά Βελγίου της 14-5-1986, ….κ.ά. κατά Ιρλανδίας της 18-12-1986, …. κατά Σουηδίας της 24-3-1988, .. κατά Ολλανδίας της 27-10-1994, ……….κατά Γαλλίας της 24-4-1996, ….., …. κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 22-4-1997, ……………. κατά Ισπανίας της 26-01-1999, ……. κατά Γερμανίας της 11-10-2001, ….. κατά ……. της 8-1-2008, …….και …. κατά Αυστρίας 22-11-2010, ……… κατά Γερμανίας της 15-09-2011).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 Α.Κ “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, επί θανατώσεως το βαθμό συγγένειας, την ηλικία του θύματος), με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής.

Στη διάταξη αυτή, δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της διάταξης, που απορρέει από το σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, οι οποίοι δοκιμάστηκαν ψυχικά από την απώλειά του και στην ανακούφιση του ψυχικού πόνου των οποίων στοχεύει η διάταξη, αδιαφόρως αν συζούσαν μεταξύ τους ή διέμεναν χωριστά (Ολ. ΑΠ 21/2000, ΑΠ 870/2020, ΑΠ 370/2018, ΑΠ 442/2017, ΑΠ 382/2013). Υπό την έννοια αυτή στην οικογένεια του θύματος, γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνονται οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί (αμφιθαλείς και ετεροθαλείς), οι θετοί γονείς και τέκνα, ο/η σύζυγος, οι ανιόντες (παππούς – γιαγιά), οι κατιόντες και οι απώτεροι κατιόντες (εγγόνια, δισέγγονα), οι αγχιστείς συγγενείς πρώτου βαθμού, όπως είναι ο πεθερός, η πεθερά, ο γαμβρός από κόρη, η νύφη από υιό, καθώς και τα τέκνα του ενός συζύγου, που γεννήθηκαν από άλλο γάμο, τα οποία σε περίπτωση θανάτωσης του συζύγου του δευτερόγαμου γονέα τους (δηλαδή του πατριού ή της μητριάς), δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης (Ολ. ΑΠ 21/2000, ΑΠ 51/2018, ΑΠ 442/2017, ΑΠ 407/2015, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 795/2004, ΑΠ 924/2004). Στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνεται και ο μνηστήρας ή η μνηστή αυτού, ήτοι εκείνος/η που συνδέεται με το θύμα με σύμβαση για μελλοντικό γάμο, δηλαδή μνηστεία, η οποία καταρτίζεται με αμοιβαία υπόσχεση των μελλονύμφων για την τέλεση γάμου (ΑΠ 43/2012, ΑΠ 995/2009, ΑΠ 1141/2007). Η επιδίκαση δε χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, το οποίο εκτιμάται από το Δικαστήριο της ουσίας, της ύπαρξης μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν αυτός ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, από την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης (Ολ. ΑΠ 21/2000).

Αναφορικά με την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 Α.Κ. στην περίπτωση προσώπου που συζεί σε ελεύθερη ένωση με το θανόντα, κατά την κρατούσα (και δη πριν το ν. 4356/2015) άποψη στη νομολογία, ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός της Α.Κ. 932 επέτρεπαν ανάλογη εφαρμογή αυτής ως προς τα ανωτέρω πρόσωπα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πιο πάνω άποψη γίνονταν δεκτά τα ακόλουθα: “Στην οικογένεια του θύματος, δεν περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα εκείνα τα οποία συζούσαν με αυτό σε κατάσταση ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς καμία πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου. Άρα δυνατότητα χορήγησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του δεν προβλέπεται από το νόμο. Ούτε όμως με ανάλογη εφαρμογή εδώ της ως άνω διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 Α.Κ., μπορεί να επιδικαστεί τέτοια χρηματική ικανοποίηση για την εξισορρόπηση των δημιουργούμενων από την απώλεια του θύματος δυσμενών καταστάσεων και συνεπειών. Αντίθετη άποψη θα ήταν contra legem, αλλά και ανατρεπτική του και συνταγματικά κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου. Επιπλέον γιατί δεν υπάρχει κάποιο κενό δικαίου, σε σχέση με τη ρύθμιση της παράστασης αυτής και προσώπων που τελούν σε ελεύθερη ένωση. Για πρώτη φορά, μετά την αναμόρφωση των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου με το Ν. 1329/1983, η “ελεύθερη ένωση”, δηλαδή η εξώγαμη συμβίωση ενός άνδρα και μιας γυναίκας, αναφέρεται ως όρος στο άρθρο 1444 παρ. 2 εδ. α’ Α.Κ. και μάλιστα σαν λόγος παύσης του δικαιώματος διατροφής του διαζευγμένου συζύγου, δηλαδή σαν ένα είδος οιονεί ποινής κατά δικαιούχου διατροφής διαζευγμένου συζύγου, ο οποίος συζεί με κάποιον άλλον σε ελεύθερη ένωση. Παρά ταύτα στη συνέχεια ο Αστικός Κώδικας δεν ρυθμίζει ευθέως τα αποτελέσματά της. Έτσι, η “ελεύθερη ένωση” εντάσσεται στις “de facto οικογενειακές σχέσεις”, δηλαδή στις παράτυπες ή αντικανονικές από νομική άποψη καταστάσεις που βρίσκονται στο περιθώριο της νομικής ζωής.

Περαιτέρω, όπως συνάγεται και από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 1444 εδ. β, 1456, 1457, 1471, 1479, 1350 επ και 1386 επ. Α.Κ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, πρόκειται για συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος, αν και γνώριζε τον όρο “ελεύθερη ένωση” πριν από το 1983, δεν θέλησε να ρυθμίσει τα θέματα και νομικά ζητήματα που απορρέουν από αυτή την ίδια την ελεύθερη ένωση. Ο Έλληνας νομοθέτης ενσυνείδητα απέφυγε μέχρι σήμερα να ρυθμίσει τα θέματα αυτά, εισάγοντας και στην Ελλάδα το θεσμό “των ληξιαρχικώς καταχωρισμένων σχέσεων”, που ισχύει σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα περιορίστηκε απλά σε ρύθμιση θεμάτων που συνδέονται έμμεσα με αυτή, εν όψει της ρύθμισης της τεχνικής γονιμοποίησης και των συνεπειών της στο χώρο της συγγένειας, με βασικό γνώμονα την προστασία του παιδιού που γεννιέται σε μία τέτοια ελεύθερη ένωση. Ο θεσμός του γάμου ρυθμίζεται και προστατεύεται από τις πιο πάνω διατάξεις και γενικά την Ελληνική έννομη τάξη και δεν γνωρίζεται αντίστοιχη και μάλιστα ανάλογη προστασία της εξώγαμης συμβίωσης. Η τελευταία, έστω και αν ήταν η ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με το θεσμό του γάμου. Οι δύο θεσμοί, δηλαδή αυτός της “ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης” συμβίωσης μεταξύ ετεροφυλοφίλων και ομοφυλοφίλων και εκείνος του γάμου, διαφέρουν όχι μόνο κατ` όνομα, αλλά και στην ουσία τους, καθώς δημιουργήθηκαν για να καλύψουν διαφορετικής φύσεως κοινωνικές ανάγκες. Η ελεύθερη συμβίωση χωρίς τέκνα δεν αναγνωρίζεται από το δίκαιό μας, αφού αυτό δεν αναγνωρίζει έννομα αποτελέσματα στη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισής της, έτσι δεν μπορεί κατά συνέπεια να υπαχθεί στην έννοια της οικογένειας, ούτε προστατεύεται, γιατί στην πραγματικότητα όσοι την επιλέγουν δεν επιθυμούν την υπαγωγή τους σε νομικές ρυθμίσεις και άρα δεσμεύσεις, επομένως θα ήταν αντιφατικό να τύχουν μόνο προστασίας. Με όλα αυτά, δεν υφίσταται η απαραίτητη για την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 Α.Κ. ομοιότητα της τυχόν αρρύθμιστης περίπτωσης προς τη ρυθμιζόμενη” (ΑΠ 775/2011, ΑΠ 1141/2007, ΑΠ 1735/2006, ΑΠ 434/2005). H ανωτέρω κρατούσα άποψη, αφορά, σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα σ’ αυτή, την ελεύθερη συμβίωση χωρίς τέκνα, τούτο δε σηματοδοτεί ότι η ελεύθερη συμβίωση από την οποία έχουν αποκτηθεί τέκνα, πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά ως προς την υπαγωγή της στην έννοια της οικογένειας και στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 του Α.Κ και του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α.

Επί του θέματος αυτού πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 5 του Συντάγματος ορίζει ότι “1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. Πολύτεκνες οικογένειες … έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος. … 5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους”. Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος, με τις οποίες ο γάμος και η οικογένεια έχουν αναχθεί σε συνταγματικώς προστατευόμενους θεσμούς, έχουν προεχόντως κατευθυντήριο χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι απευθύνουν στον νομοθέτη έντονη υπόδειξη προς λήψη θετικών μέτρων για την προστασία του γάμου και της οικογένειας, καθώς και της μητρότητας, της παιδικής ηλικίας και των πολυτέκνων. Η προστασία αυτή δεν έχει συγκεκριμένο πάντοτε περιεχόμενο, αλλά οι ειδικότερες μορφές και η έκτασή της καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη και, κατ’ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, μέσα στα όρια που διαγράφουν οι λοιπές συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Δεν είναι, πάντως, συνταγματικά ανεκτή η λήψη οποιουδήποτε νομοθετικού μέτρου εναντίον των εν λόγω θεσμών, υπό την έννοια είτε της κατάργησης του θεσμού του γάμου, είτε της εισαγωγής ρυθμίσεων, που καθιστούν δυσμενέστερη τη θέση των εγγάμων ή/και των γονέων λόγω των συγκεκριμένων αυτών ιδιοτήτων. Ο νομοθέτης δεν κωλύεται, όμως, από την ως άνω συνταγματική διάταξη, να τροποποιεί τις ρυθμίσεις περί των τρόπων σύστασης της οικογένειας, ή να αναγνωρίζει, στα πλαίσια των επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένων αρχών της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ισότητας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, άλλες, εναλλακτικές προς το γάμο, μορφές συμβίωσης και τη με αυτές ίδρυση οικογενειακών δεσμών, καθόσον η συνταγματική προστασία της οικογένειας δεν αφορά αποκλειστικά στη δια του γάμου ιδρυόμενη, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση ο θεσμός της οικογένειας, όπως γίνεται δεκτό, “από τη φύση του υφίσταται κατ’ ανάγκην τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου” (ΑΠ 442/2017, ΑΠ 775/2011, ΑΠ 528/2011, ΑΠ 1541/2009, ΑΠ 1735/2006), υποκείμενος σε εξέλιξη και αναπροσδιορισμούς.

Πράγματι, το οικογενειακό δίκαιο έχει υποστεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες τροποποιήσεις και αναμορφώσεις, που αντανακλούν τις μεταβολές των κοινωνικών αντιλήψεων, όπως η θέσπιση, με το ν. 1250/1982, του πολιτικού γάμου, η μεταρρύθμιση του ν. 1329/1983 (θέσπιση ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συζύγων, κατάργηση της προίκας, αντικατάσταση της πατρικής εξουσίας από τη γονική μέριμνα, ενίσχυση της θέσης των παιδιών που γεννώνται εκτός γάμου, θέσπιση του συναινετικού διαζυγίου κ.λπ.), η πρόβλεψη και ρύθμιση, με το ν. 3089/2002, της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς και η θέσπιση και ρύθμιση, αρχικώς με τον ν. 3719/2008, του συμφώνου συμβίωσης ετεροφύλων και στη συνέχεια με το ν. 4356/2015, του συμφώνου συμβίωσης ανεξαρτήτως φύλου των μερών. Ειδικότερα, με το ν. 3719/2008 “Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις” (Α’ 241) εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός του συμφώνου συμβίωσης ως εναλλακτική, σε σχέση με το γάμο, μορφή μόνιμης συμβίωσης ετεροφύλων προσώπων, θέτοντας ένα νομικό πλαίσιο και ρυθμίζοντας συστηματικά αυτή τη μορφή συμβίωσης, οριοθετώντας με τρόπο σαφή τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των συμβιούντων προσώπων. Κατά τα εκτιθέμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση για τη θέσπιση του νόμου αυτού, ελήφθη υπόψη αφενός ότι “η συμβίωση προσώπων διαφορετικού φύλου χωρίς γάμο εμφανίζεται στις σημερινές κοινωνίες με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ότι συνέβαινε στο παρελθόν … Παλαιότερα, τόσο η κοινωνική συνείδηση, όσο και ο νόμος αποδοκίμαζαν την εξώγαμη συμβίωση. Αντίθετα, στις σημερινές κοινωνίες της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση αναγνωρίζεται ως διαφορετική, πιο χαλαρή, μορφή κοινής ζωής…” και αφετέρου ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Δ.Α.), εφαρμόζοντας το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο προστατεύει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, υπάγει στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης και την εξώγαμη συμβίωση, ενώ η βαθμιαία μεταστροφή και εξέλιξη των κοινωνικών ηθών και των αντίστοιχων αντιλήψεων, οδήγησε τις περισσότερες ευρωπαϊκές νομοθεσίες στη θέσπιση σχετικών νόμων (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3719/2008). Οι ρυθμίσεις του ως άνω νόμου έχουν ως αφετηρία την αρχή ότι στην ελεύθερη συμβίωση επικρατεί η ελευθερία της βούλησης των προσώπων και όχι ο θεσμικός χαρακτήρας, όπως συμβαίνει στο γάμο. Ταυτόχρονα, όμως, ο νόμος αυτός κατοχυρώνει την προστασία των τέκνων που γεννώνται από το ζεύγος των συντρόφων (πατρότητα, επώνυμο, γονική μέριμνα) και το κληρονομικό δικαίωμα του επιζώντος συντρόφου.

Από την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση της ελεύθερης συμβίωσης προκύπτει με σαφήνεια ότι αποτελεί ένα καθεστώς διαφορετικό από το γάμο, δηλαδή πρόκειται για μια εναλλακτική, όπως προαναφέρθηκε, μορφή μόνιμης συμβίωσης, από την οποία δεν θίγεται, ούτε κλονίζεται στο ελάχιστο η αξία του γάμου ως θεσμού, ο οποίος εξακολουθεί να ενδιαφέρει το ίδιο σοβαρά την πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο. Επακολούθησε ο ν. 4356/2015 “Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις” (Α’ 181), ο οποίος θεσπίστηκε μετά την καταδίκη της Χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., στην υπόθεση ….. κ.ά. κατά Ελλάδας της 7-11-2013), με τον οποίο ο νομοθέτης επεδίωξε, κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική αιτιολογική έκθεση, τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για το σύμφωνο συμβίωσης προς δύο βασικές κατευθύνσεις: αφενός την επέκταση της ισχύος του συμφώνου και στα ομόφυλα ζευγάρια, αφετέρου την ενίσχυση των συνεπειών του, με την αναγνώριση οικογενειακών δεσμών μεταξύ των μερών, διατηρουμένων, όμως, των τριών βασικών χαρακτηριστικών, που επεσήμαινε η αιτιολογική έκθεση του ν. 3719/2008 ως προς το αρχικό σύμφωνο συμβίωσης: (α) του αμιγώς συμβατικού τύπου κατάρτισης του συμφώνου, (β) της δυνατότητας των μερών να ρυθμίσουν με μεγαλύτερη ελευθερία, σε σχέση με τον γάμο, τις περιουσιακές τους σχέσεις και (γ) του ελευθέρως και μονομερώς διαλυτού του συμφώνου, χωρίς παρέμβαση δικαστικής ή άλλης αρχής. Με τις σημαντικές ρυθμίσεις του τελευταίου αυτού νόμου, οι οποίες κατατείνουν στην εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με την προεκτιθέμενη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., αναγνωρίζονται στα μέρη του συμφώνου συμβίωσης όλα τα δικαιώματα των συζύγων, που απορρέουν από διατάξεις εντασσόμενες σε διαφόρους κλάδους του δικαίου (ασφαλιστικό, συνταξιοδοτικό, φορολογικό, εργατικό, δημοσιοϋπαλληλικό κ.ά.), προκειμένου να καταστεί δυνατή η ρύθμιση ζητημάτων, τα οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση, “αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα όχι μόνο τα ομόφυλα, αλλά και τα ετερόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κατά τις διατάξεις του ν. 3719/2008”, τα οποία “…στερούνταν βασικών δικαιωμάτων σχετικών με την οικογενειακή ζωή…” (ΣτΕ 2003/2018). Κατόπιν της με τον τελευταίο αυτό ν. 4356/2015 ενίσχυσης της σημασίας και των συνεπειών του συμφώνου συμβίωσης, δεν υφίσταται πλέον καμία αμφιβολία ότι τα πρόσωπα τα οποία έχουν προβεί στη σύναψή του, εντάσσονται στην κατά το άρθρο 932 εδ. γ’ Α.Κ. έννοια της “οικογένειας”.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις, κατά τις οποίες στα πλαίσια της ανεκτικότητας και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές, η εξώγαμη συμβίωση, αναγνωρίζεται πλέον ως διαφορετική, πιο χαλαρή μορφή κοινής ζωής, αλλά και τις προεκτιθέμενες σημαντικές τροποποιήσεις και αναμορφώσεις που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια το οικογενειακό δίκαιο, το οποίο έχει ενστερνιστεί και ρυθμίσει νομοθετικά τις ανωτέρω κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου, όσον αφορά το θεσμό της οικογένειας, είναι καταφανές ότι ο εθνικός νομοθέτης, ακολουθώντας το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών δικαιϊκών συστημάτων, απομακρύνεται πλέον από τη στενή παραδοσιακή παραδοχή της διαμόρφωσης “οικογένειας”, μόνο δια μέσου του, κατά τις διατάξεις του αστικού κώδικα, θρησκευτικού ή πολιτικού, γάμου και της έγγαμης συμβίωσης. Άλλωστε, ο νομοθέτης, εμμέσως αναγνωρίζει τη δημιουργία οικογενειακών δεσμών μεταξύ των προσώπων που συμβιώνουν στο πλαίσιο ελεύθερης ένωσης, εντάσσοντας αρχικά στο πλαίσιο προστασίας του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας τη “μόνιμη σύντροφο” και στη συνέχεια με το άρθρο 3 § 1 του ν. 4531/2018, δυνάμει του οποίου προστέθηκε εδ. γ’ στην § 2 του άρθρου 1 του ν. 3500/2006, παρέχοντας πλέον ρητώς προστασία στους μόνιμους συντρόφους, στους τέως μόνιμους συντρόφους και στα μέρη συμφώνου συμβίωσης μετά από τη λύση του.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω και αναφορικά με τα πρόσωπα εκείνα, που δεν έχουν τελέσει γάμο, ούτε έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αλλά συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτήσει τέκνα, (ζήτημα που αφορά στην κρινόμενη υπόθεση), πρέπει να γίνει δεκτό, [λαμβάνοντας υπόψη τον προαναφερόμενο ορισμό της έννοιας της “οικογένειας”, όπως αυτός σαφώς, κατά τα άνω, καθορίζεται στις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., που ερμηνεύουν τη διάταξη του άρθρου 8 της υπερνομοθετικής ισχύος σύμβασης της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τον οποίο η έννοια της προστατευόμενης οικογενειακής ζωής δεν περιορίζεται στις οικογένειες, που βασίζονται μόνο στο γάμο ή σε σύμφωνο συμβίωσης, αλλά επεκτείνεται και στις de facto σχέσεις συμβίωσης, οι οποίες δημιουργούν επίσης οικογενειακούς δεσμούς και συνεπώς η έννοια της οικογένειας περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις που δύο άτομα συμβιώνουν χωρίς να έχουν τελέσει νόμιμο γάμο, ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον συντρέχει το καθοριστικό κριτήριο της πραγματικής ύπαρξης στενών προσωπικών δεσμών μεταξύ τους και η συμβίωσή τους αυτή είναι το αποτέλεσμα αγάπης και αφοσίωσης και σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση, οπότε μέσα στα πλαίσια αυτά υπάγεται στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και η εξώγαμη συμβίωση, σε συνδυασμό και με όλα τα προεκτιθέμενα, και ιδίως τη φανερή τάση του εθνικού νομοθέτη να μην αποδέχεται πλέον ως αποκλειστική μορφή της έννοιας της “οικογένειας” την ιδρυόμενη μόνο δια μέσου του, κατά τις διατάξεις του αστικού κώδικα, θρησκευτικού ή πολιτικού, γάμου ], ότι και τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στην έννοια της “οικογένειας” και στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 932 εδ. 3 του Α.Κ και του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α..

Επομένως, σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος, εκείνος ή εκείνη που συμβιώνει σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτηθεί τέκνα, μετά του, εξαιτίας του ατυχήματος αυτού, θανόντος, νομιμοποιείται ενεργητικά και δικαιούται νομικά, σύμφωνα με τις αμέσως ανωτέρω νομικές διατάξεις, να ασκήσει αγωγή καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρο 932 εδ. 3 του Α.Κ. Επισημαίνεται ότι και στην περίπτωση αυτή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης στα ως άνω δικαιούμενα πρόσωπα (ήτοι των συμβιούντων σε ελεύθερη ένωση, με απόκτηση τέκνων) τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, το οποίο εκτιμάται από το Δικαστήριο της ουσίας, ότι πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πραγματικά κριτήρια της ύπαρξης των εν τοις πράγμασι οικογενειακών δεσμών, όπως ιδίως αυτά της διάρκειας και της σταθερότητας της συμβίωσης, της αγάπης, της αφοσίωσης, της φροντίδας, της αμοιβαίας υποστήριξης, της ανάληψης από κοινού της ευθύνης της ανατροφής των τέκνων, της σοβαρής και σταθερής πρόθεσης για συντροφικότητα και συμπόρευση, δηλαδή όλων εκείνων των εκδηλώσεων συναισθημάτων και πράξεων, που αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της οικογένειας, αλλά και το σκοπό αυτής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό των προσώπων αυτών από την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης.

Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο το ανωτέρω αγωγικό αίτημα του πρώτου αναιρεσείοντος, με την αιτιολογία ότι δεν περιλαμβάνεται στην “οικογένεια” του θύματος το πρόσωπο εκείνο που συζούσε με αυτό σε κατάσταση ελεύθερης συμβίωσης χωρίς πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 932 εδ. 3 του Α.Κ και 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και ως εκ τούτου ο πρώτος αυτός αναιρετικός λόγος είναι, όπως προαναφέρθηκε, βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 932 του Α.Κ. το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, πλην της περιουσιακής κατάστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 502/2020, ΑΠ 170/2020, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 405/2015), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 170/2020, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1361/2013).

Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (ΑΠ 502/2020, ΑΠ 170/2020, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 604/2018). Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παράγραφος 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. αναλόγως από τους αριθμούς 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παράγραφος 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ. ΑΠ 9/2015).

Στην ερευνώμενη περίπτωση, με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας και καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων, ουσιαστικού δικαίου, των άρθρων 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 932 του Α.Κ., επιδίκασε στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των αναιρεσειόντων ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (δεύτερος αναιρετικός λόγος) και στον πρώτο αναιρεσείοντα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (τρίτος αναιρετικός λόγος), χρηματικά ποσά, τα οποία, όπως ισχυρίζονται, είναι καταφανώς μικρότερα σε σχέση με αυτά που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις. Οι δεύτερος και τρίτος αυτοί αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι αόριστοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, δεν διαλαμβάνονται, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη της παρούσας, έστω και συνοπτικά, οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία το Εφετείο δέχθηκε ως αποδεδειγμένα και στα οποία θεμελίωσε την κρίση του ως προς τις αγωγικές αξιώσεις των αναιρεσειόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και ηθικής βλάβης, αντίστοιχα, υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη από τους αναιρεσείοντες παράβαση των άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου και με βάση τα οποία η προσβαλλομένη απόφαση κατέληξε, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, σε δυσμενές γι’ αυτούς συμπέρασμα, όσον αφορά το εύλογο του ποσού της επιδικασθείσας σ’ αυτούς χρηματικής ικανοποίησης. (…)

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 3064/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, κατά το αναφερόμενο ειδικότερα στο σκεπτικό της παρούσας κεφάλαιο. – Παραπέμπει την υπόθεση πηγή ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

Διαβάστε επίσης: Πρόκληση τροχαίου ατυχήματος και θανάσιμου τραυματισμού. Αστική Ευθύνη Δήμου λόγω μη περισυλλογής αδέσποτου ζώου. [ΔΠρΑθ 8208/2020]

Καταδίκη “υπευθύνου” δρόμου για τροχαίο ατύχημα, λόγω λιμναζόντων υδάτων στο οδόστρωμα.

Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και πρόκληση τροχαίου. Αστική ευθύνη οδηγού, κάλυψη από ασφαλιστική εταιρεία, ποινική ευθύνη και διοικητικό πρόστιμο.

Τροχαία ατυχήματα και ζητήματα ευθύνης. Αποζημίωση, συνυπαιτιότητα και απαλλαγή ευθύνης.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.