Αθώωση για ψευδή καταμήνυση, για ψευδορκία μάρτυρος και για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος κατά συρροή. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης.

Από τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του Π.Κ., κατά την οποίαν, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι` αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για την πράξη ή την παράβαση αυτή, τιμωρείται με τη διαλαμβανομένη, στην συγκεκριμένη διάταξη, στερητική της ελευθερίας ποινή, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της ειδικής υποστάσεως του τυποποιούμενου, με την συγκεκριμένη διάταξη, εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται όπως η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με την ενέργειά του αυτή στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ` αυτήν, ανεξάρτητα αν στην συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυομένου- εγκαλουμένου (Α.Π. 28/2017, Α.Π. 445/2016).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 224 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Νόμου 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας για την εξέτασή του αρχής, β) τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στην γνώση του μάρτυρα, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (Α.Π. 657/2017, Α.Π. 300/2017). Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις), θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό όχι μόνον, όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και ως προς εκείνα, που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων και, ως εκ τούτου, γνώριζε.

Προϋπόθεση για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος αποτελεί και το ότι τα κατατεθέντα περιστατικά θα πρέπει να αναφέρονται σε γεγονότα, ήτοι συμβάντα ή καταστάσεις, συγκεκριμένα και ειδικώς προσδιορισμένα κατά χρόνο και τόπο, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν, τα οποία έχουν σχέση με την υπόθεση και αναφέρονται, προκειμένου μεν για αστική διαφορά, στα αποδεικτέα θέματα, προκειμένου δε για ποινική δίκη, στα στοιχεία του εγκλήματος, που αποτελεί το αντικείμενο αυτής, ή σε άλλα περιστατικά συνδεόμενα αναποσπάστως με τα γεγονότα αυτά, στερείται σημασίας, όμως, το αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη για την έκβαση της δίκης και ανεξάρτητα αν επηρέασαν το αποτέλεσμα στην συγκεκριμένη υπόθεση.

Το ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του παραπάνω εγκλήματος απαιτείται η συνδρομή της προϋποθέσεως αυτής (της καταθέσεως, δηλαδή, γεγονότος σχέση έχοντος προς τη δικαζόμενη υπόθεση και δυναμένου να χρησιμεύσει προς απόδειξη στα πλαίσια αυτής), συνάγεται και από το ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 224 του Π.Κ. κατατάσσεται στο ενδέκατο κεφάλαιο του εν λόγω Κώδικα, που αναφέρεται στα εγκλήματα σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης, η οποία, αναγκασμένη να προσφεύγει, μεταξύ άλλων, και στο εμμάρτυρο αποδεικτικό μέσο, κινδυνεύει, όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αλήθεια, να παραπλανηθεί, με συνέπεια τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ορθή απονομή της, ενώ, όταν τα κατατεθέντα γεγονότα είναι εντελώς άσχετα με τη δικαζόμενη υπόθεση, για την οποία δόθηκε η περιέχουσα εκείνα ένορκη κατάθεση και αλυσιτελή προς απόδειξη στα πλαίσια της υποθέσεως αυτής, δεν θεμελιώνεται αντικειμενικά το εν λόγω έγκλημα.

Από την ίδια ως άνω διάταξη προκύπτει, επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίνεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, θεωρείται δε ως αρμόδια αρχή εκείνη, ενώπιον της οποίας είναι δυνατό, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στην συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς (Α.Π. 708/2018, Α.Π. 450/2016, Α.Π. 387/2016).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α`του Π.Κ. “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας, απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν: α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε άλλον της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με την επιβολή λόγω υπηρεσιακής ή άλλης εξαρτήσεως ή την επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με τον φυσικό αυτουργό κ.λ.π. και β) η διάπραξη από τον άλλον (αυτουργό) της πράξεως αυτής, υποκειμενικώς δε δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με την γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός εάν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.

Από τον συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 46, 47 και 48 του Π.Κ. και ιδίως από τη διάταξη του άρθρου 48 του εν λόγω Κώδικα, με την οποίαν καθιερώνεται το ανεξάρτητο του αξιοποίνου του ηθικού αυτουργού και των λοιπών συνεργών από το αξιόποινο του εκτελέσαντος την πράξη, προκύπτει, ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξεως, για την οποίαν δεν συντρέχει κάποιος λόγος, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται, αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει εκ δόλου ή, αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος, που να αποκλείει τον καταλογισμό.

Από αυτά παρέπεται, ότι το αξιόποινο, ως προς τον ηθικό αυτουργό για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο του αυτουργού, αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, ενώ, μη υφισταμένου αντικειμενικώς του εν λόγω εγκλήματος, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας (Α.Π. 708/2018, Α.Π. 300/2017).

Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 εδ. α` και β` του Π.Κ. κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις που τιμωρούνται, κατά νόμο, με πρόσκαιρες της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από την βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ιδίου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές (Α.Π. 99/2018, Α.Π. 176/2017).

Διαβάστε επίσης: Νέοι Ποινικοί Κώδικες. Οι αλλαγές του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Ποινικό δίκαιο ανηλίκων: Οι ποινές και τα δικαιώματα των ανηλίκων στα πλαίσια του Νέου Ποινικού Κώδικα και του Ν. 4689/2020

Πυροβολισμός από αστυνομικό. Πότε είναι νόμιμη ενέργεια? Ποιοι οι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης?

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.