Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Ορισμοί, ποινική αντιμετώπιση και διαφορές. Κλοπή, ληστεία, υπεξαίρεση, απιστία και άλλες μορφές αδικημάτων.

Στο 23ο κεφάλαιο του νέου Ποινικού Κώδικα, ενοποιήθηκαν τα δύο προηγούμενα κεφάλαια του προισχύσαντος δικαίου που αφορούσαν τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων αντίστοιχα. Εκ παραλλήλου, επιδιώχθηκε η απλούστευση και ο εξορθολογισμός των διατάξεων, πολλές των οποίων έχουν υποστεί διαδοχικές (και όχι πάντοτε επιτυχείς) τροποποιήσεις, ιδίως κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ειδικότερα:

Οι αλλαγές κατά την Αιτιολογική έκθεση

– Οι κακουργηματικές μορφές των βασικών εγκλημάτων στηρίζονται σε ενιαίο ποσοτικό κριτήριο (αξία του αντικειμένου ή ζημία άνω των 120.000€). Το εν λόγω κριτήριο παρέχει ασφάλεια δικαίου η οποία αντισταθμίζει τα επισημανθέντα κατά καιρούς μειονεκτήματά του.

– Οσάκις τα κατά τα ανωτέρω κακουργήµατα στρέφονται αμέσως κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, προβλέπεται βαρύτερη ποινή (κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών). Τούτο, σε συνδυασμό με την επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής (είκοσι έτη αντί δεκαπέντε), εξασφαλίζει την μείζονα προστασία της πράγματι δημόσιας περιουσίας και καθιστά περιττό τον απαρχαιωμένο και άκρως προβληματικό Ν. 1608/50, ο οποίος καταργείται.

– Διευρύνεται ή κατ’ έγκληση δίωξη ορισμένων εκ των εγκλημάτων του κεφαλαίου εν όψει του ατομικού χαρακτήρα των πληττομένων εννόμων αγαθών. Εκ παραλλήλου, προβλέπεται ότι σε ορισμένα εκ των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκληµάτων η εναντία δήλωση του παθόντος συνιστά λόγο οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης. Με τη ρύθμιση αυτή εξυπηρετούνται πρακτικές ανάγκες (π.χ. επ΄ αυτοφώρω καταλαμβανόμενες κλοπές ή φθορές) αλλά λαμβάνεται υπόψη και ο ατοµικός χαρακτήρας των προσβαλλόμενων αγαθών. Για την κακουργηματική απιστία του άρθρου 390 παρ. 1 εδ. β΄ διατηρήθηκε τελικώς η αυτεπάγγελτη δίωξη κατόπιν των σοβαρών επιφυλάξεων που διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση επί του Σχεδίου σε σχέση με το ενδεχόμενο καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως για την πράξη αυτή, ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργάνων της διοίκησης των ιδίων.

– Διευρύνεται η εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή κατόπιν της πλήρους ικανοποίησης του παθόντος, ώστε να διευκολυνθεί ή κατ’ αυτόν τον τρόπο πολλαπλώς ωφέλιμη διευθέτηση των υποθέσεων με περιουσιακό αντικείμενο. Κατά τη συζήτηση στην επιτροπή διατυπώθηκε η άποψη, η οποία δεν επικράτησε, ότι η διεύρυνση της «έμπρακτης µετάνοιας», ώστε να είναι εφικτή η εξάλειψη του αξιοποίνου ακόµη και μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και μέχρι την ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, εξανεμίζει την αποτρεπτική ισχύ των σχετικών ποινικών διατάξεων, κυρίως μάλιστα όταν η ποινική δίωξη μπορεί να παύσει με δήλωση του παθόντος. Το μήνυμα που εκπέμπει ο νομοθέτης είναι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ότι ο καθένας μπορεί ελευθέριος να προσβάλει την ιδιοκτησία ή την περιουσία των άλλων, γιατί ακόμη και αν συλληφθεί, έχει πάντα τη δυνατότητα να επιστρέψει την αξία των αντικειμένων και τους τόκους υπερημερίας και να εξαλειφθεί έτσι ο αξιόποινος χαρακτήρας των πράξεών του, χωρίς να ενδιαφέρει η γνώμη του παθόντος.

– Συμπληρώνεται η διάταξη του άρθρου 386Α για την απάτη με υπολογιστή και προστίθεται ως άρθρο 387 νέα διάταξη για την απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις, ώστε να καλυφθούν οι αντίστοιχες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς.

– Οι διατάξεις των άρθρων 375 και 390 για την υπεξαίρεση και την απιστία αντιστοίχως, καταλαμβάνουν και τις περιπτώσεις που οι εν λόγω πράξεις στρέφονται κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (µε την πρόβλεψη ιδιαιτέρως διακεκριμένων μορφών), ώστε να καθίσταται περιττή η διατήρηση των μη γνησίων υπηρεσιακών εγκλημάτων της υπεξαίρεσης και της απιστίας στην υπηρεσία, η οριοθέτηση των οποίων έναντι των κοινών έχει προκαλέσει πλείστα προβλήματα στην νομολογία και την θεωρία.

– Εντάσσεται στο παρόν κεφάλαιο η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα. Η ένταξή της στα υπηρεσιακά εγκλήµατα στον ισχύοντα ΠΚ, μολονότι ιστορικώς εξηγήσιμη, είναι πάντως συστηματικώς αντικανονική, δεδομένου ότι η οικεία εγκληματική συμπεριφορά εκτυλίσσεται αποκλειστικούς στον ιδιωτικό τομέα και δεν έχει σχέση µε την δημόσια υπηρεσία. Και είναι μεν αληθές ότι η ένταξή της στο παρόν κεφάλαιο δεν είναι συστηματικώς ορθόδοξη, αφού η βλάβη της περιουσίας δεν αποτελεί στοιχείο της, συγχωρείται εν τούτοις προς αποφυγή δημιουργίας ξεχωριστού κεφαλαίου και εν όψει της ήδη υφιστάµενης διατάξεως του άρθρου 396 ΠΚ για την παρακώλυση συναγωνισμού, η οποία, ομοίως, δεν απαιτεί την πρόκληση περιουσιακής βλάβης. Η διάταξη αποδίδει αυτήν του άρθρου 7 της Σύμβασης Ποινικού Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για ποινικοποίηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της Σύμβασης, η ποινικοποίηση της σε αυτό περιγραφόμενης συμπεριφοράς επιδιώκει να εξυπηρετήσει τρεις σκοπούς: α) την προστασία της πίστης και της εμπιστοσύνης στις ιδιωτικές συναλλαγές, β) το σεβασμό του υγιούς ανταγωνισμού και γ) τη διατήρηση της ποινικής προστασίας σε τομείς δραστηριοτήτων οι οποίοι μέχρι πρότινος αποτελούσαν αντικείμενο κρατικών παροχών, αλλά μέσω ιδιωτικοποιήσεων μεταφέρονται σταδιακά στη διαχείριση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Σε σχέση με την έννοια των όρων που χρησιμοποιούνται σημειώνεται ότι: α) Ο «όρος επιχειρηματική δραστηριότητα» εκφέρεται με ευρεία έννοια, ώστε να περιλάβει κάθε δραστηριότητα που διεξάγεται με σκοπό το κέρδος, ιδίως την εμπορία αγαθών και την παροχή υπηρεσιών. β) Η διατύπωση «εργάζεται ή παρέχει υπηρεσίες» σκοπείται επίσης να περιλάβει κάθε πιθανή σχέση συνεργασίας, στην οποία υφίσταται το στοιχείο του καθήκοντος, με την έννοια της υποχρέωσης πίστεως ή της σχέσεως εμπιστοσύνης, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνον μισθωτούς αλλά και συνεταίρους και συνεργάτες με σύμβαση παροχής υπηρεσιών, όπως λ.χ. δικηγόρους δ) Καταργούνται, λόγω της μικρής πρακτικής σημασίας τους ή της πρόβλεψης της οικείας συμπεριφοράς σε παράλληλα νομοθετήματα τα άρθρα 398 έως 403 του ισχύοντος ΠΚ.

Τα πιο συνήθη εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών

Άρθρο 372 Κλοπή

1. Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή η πράξη τελέστηκε με διάρρηξη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ηλεκτρική και κάθε άλλης μορφής ενέργεια.

Η αξία του πράγματος είναι αδιάφορη, αφού η κλοπή δεν είναι έγκλημα πλουτισµού. Πλήττει την υλική δυνατότητα του κυρίου να ασκεί κάθε δυνατή νόµιμη εξουσία στο πράγµα. Απαιτείται κάθε είδους δόλος τόσο ως προς την αφαίρεση, όσο και ως προς την ιδιοποίηση. Δηλαδή πρέπει να αποδεικνύεται η πρόθεση της κατάλυσης της κατοχής επί ξένου κινητού πράγματος και θεµελίωση νέας κατοχής από δράστη. Ο δράστης πρέπει να περιαγάγει το πράγµα στη φυσική εξουσία του και δεν αρκεί απλώς να το αγγίξει. Δεν απαιτείται όμως αποµάκρυνση από σφαίρα κυριαρχίας ούτε εξαφάνιση λείας, ενώ σύμφωνα με τη Νομολογία για την ολοκλήρωση αφαίρεσης αρκεί να λάβει ο δράστης το ξένο πράγµα στη δική του φυσική κατοχή και εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο.

Άρθρο 374 Διακεκριμένη κλοπή

1. Η κλοπή τιµωρείται µε κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηµατική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισµένο για θρησκευτική λατρεία, πράγµα αφιερωµένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σηµασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγµα επιστηµονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σηµασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειµένη σε κοινή θέα ή σε δηµόσιο οίκηµα ή σε άλλο δηµόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειµένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί µε σκοπό την τέλεση κλοπών. 2. Αν η κλοπή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.

Άρθρο 374Α Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου

Όποιος χρησιμοποιεί ξένο μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή κατόχου του, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.

Άρθρο 375 Υπεξαίρεση

1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 3. Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη. 4. Με το ξένο πράγμα εξομοιώνεται και: α) το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να το πουλήσει, καθώς και β) το κινητό πράγμα που απέκτησε ο υπαίτιος με χρήματα ή με άλλο πράγμα που του είχαν εμπιστευθεί για να αγοράσει ή να ανταλλάξει αντίστοιχα το πράγμα που απέκτησε.

Η διαφορά μεταξύ κλοπής και υπεξαίρεσης υπάρχει στο γεγονός πως στην υπεξαίρεση αυτός που ιδιοποιείται το ξένο κινητό, δεν το αφαιρεί από τη κατοχή κάποιου αλλά είτε βρίσκεται ήδη στη κατοχή του πράγματος τη στιγμή της ιδιοποίησης (όταν για παράδειγμα υπάρχει σχέση μίσθωσης ή χρησιδανείου κλπ) είτε ιδιοποιείται πράγμα που είναι ελεύθερο κατοχής (όπως συμβαίνει με ένα πράγμα απολωλός). Επιπρόσθετα, άλλη μια διαφορά είναι πως στην υπεξαίρεση δεν απαιτείται σκοπός ιδιοποίησης, αλλά πραγματική ιδιοποίηση.

Άρθρο 378 Φθορά ξένης ιδιοκτησίας

1. Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. 2. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος αν το αντικείμενο της πράξης που προβλέπεται στο εδάφιο α’ της προηγούμενης παραγράφου είναι πράγμα που χρησιμεύει για κοινό όφελος ή καλλιτεχνικό ή ιστορικό μνημείο ή αν η φθορά έγινε με φωτιά ή με εκρηκτικές ύλες.

Άρθρο 380 Ληστεία

1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. 2. Αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. 3. Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που καταλήφθηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο.

Η διαφορά μεταξύ κλοπής και ληστείας υπάρχει στο γεγονός πως στην ληστεία αυτός που ιδιοποιείται το ξένο κινητό, το αφαιρεί από τη κατοχή κάποιου με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή με εξαναγκασμό. Για τον λόγο αυτό μια πράξη μπορεί να ξεκινήσει ως κλοπή και να μετατραπεί σε ληστεία όταν ασκηθεί οιασδήποτε μορφής βία, αληθινή ή νομιζόμενη (λ.χ. κλέφτης επιχειρεί να κλέψει μια άδεια οικία και στην συνέχεια εμφανίζονται οι νόμιμοι ένοικοι οι οποίοι δέχονται επίθεση από τον κλέφτη). Έτσι λοιπόν η διάταξη προστατεύει κυρίως το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, αλλά και την προσωπική ελευθερία δευτερευόντως, καθώς αφενός τιμωρεί την αφαίρεση/παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, αφετέρου την παράνομη βία.

Το άρθρο 380 περιλαμβάνει πέντε διαφορετικά είδη ληστείας. Η πρώτη παράγραφος ρυθμίζει τη ληστεία με τη στενή έννοια («σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής») και τη ληστρική εκβίαση («ή τον εξαναγκάζει…»). Η δεύτερη παράγραφος διακρίνει μεταξύ της ληστείας που έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο ή τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος, και της ληστείας που εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου. Τέλος, στην τρίτη παράγραφο τυποποιείται το αδίκημα της ληστρικής κλοπής. Κύρια διαφορά μεταξύ ληστρικής εκβίασης και ληστρικής κλοπής, είναι το πότε χρονικά εκδηλώθηκε στην πράξη της ιδιοποίησης, η παράνομη βία. Έτσι λοιπόν στην εκβίαση, η παράνομη βία προηγείται της ιδιοποίησης (εδώ δεν υπάρχει αφαίρεση αλλά παράδοση), ενώ στην ληστρική κλοπή η παράνομη βία έπεται της ανάληψης της κατοχής.

Άρθρο 386 Απάτη

1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 2. Αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.

Άρθρο 390 Απιστία

1. Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 2. Αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά των ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.

Η διαφορά μεταξύ απιστίας και υπεξαίρεσης υπάρχει στο γεγονός πως επί απιστίας απαιτείται επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, χωρίς εκδήλωση βουλήσεως ιδιοποιήσεως από τον δράστη, στοιχείο, το οποίο συνιστά ουσιώδες θεμέλιο της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της υπεξαιρέσεως, είτε υπό την μορφή πλημμελήματος είτε υπό την μορφήν κακουργήματος (Α.Π. 187/2006 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ σελ. 882). (ΑΠ 593/2019, ΑΠ 261/2022).»

Άρθρο 396 Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα

1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή, τιμωρείται όποιος εργάζεται ή παρέχει υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση στον ιδιωτικό τομέα και, κατά την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα για τον ίδιο ή για άλλον ή δέχεται υπόσχεση τέτοιου ωφελήματος ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή του κατά παράβαση των καθηκόντων του, όπως αυτά διαγράφονται από το νόμο, ή προκύπτουν από τη φύση της θέσης ή της υπηρεσίας του. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, κατά την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, υπόσχεται, προσφέρει ή παρέχει, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα σε πρόσωπο που εργάζεται ή παρέχει υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα στον ιδιωτικό τομέα, για τον ίδιο ή για τρίτον, για ενέργεια ή για παράλειψη κατά παράβαση των ως άνω καθηκόντων του. 3. Η διάταξη του άρθρου 263 Α εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 397 Καταδολίευση δανειστών

1. Ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του εκποιώντας ή αποκρύπτοντας στοιχεία της περιουσίας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 2. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του που έχει σε βάρος του βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αν ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσής του, α) βλάπτει, καταστρέφει, καθιστά χωρίς αξία, αποκρύπτει ή απαλλοτριώνει χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο ή β) κατασκευάζει ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες. 3. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρούνται οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων αν η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στον δανειστή είναι ιδιαίτερα μεγάλη. 4. Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που επιχειρεί τις πράξεις υπέρ του οφειλέτη.

Διαβάστε επίσης: Ναρκωτικά. Νομοθετικό πλαίσιο, πράξεις και επαπειλούμενες ποινές.

Εγκληματική οργάνωση και οπαδική βία.

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης: Τι προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 105Β του Ποινικού Κώδικα.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.