Ευθύνη κατόχου κατοικιδίου ζώου για τη ζημία που έγινε από αυτό σε τρίτο. Τραυματισμός από σκύλο. Προυποθέσεις ευθύνης του ιδιοκτήτη ζώου.

Επί κατοικιδίου ζώου, καθορίζεται σε νόθος αντικειμενική. Ο κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Ο ιδιοκτήτης ευθύνεται εάν δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την προσέγγιση του σκύλου στον τρίτο, αγνοώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά επιθετικότητας και αγριότητας της ράτσας. [6/2022 ΕΦ ΑΙΓΑΙΟΥ]

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 924 ΑΚ «ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε από αυτό σε τρίτον (παρ. 1). Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου (παρ. 2)».

Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του κατόχου του ζώου για τη ζημία που έγινε από αυτό σε τρίτο, δηλαδή από μόνο το γεγονός της κατοχής του ζώου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπαιτιότητά του. Και τούτο διότι ο κάτοχος που έχει τα ωφελήματα από το ζώο πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο κάθε ζημίας που προξενείται από αυτό. Αντίθετα, προκειμένου για κατοικίδιο ζώο, θεσπίζεται με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου η νόθος αντικειμενική ευθύνη του κατόχου ζώου, στηριζόμενη σε εικαζόμενο πταίσμα αυτού για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου.

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη είτε από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα.

Έτσι, στην περίπτωση του άρθρου 924 παρ. 2 ΑΚ, ο κάτοχος του ζώου που προκάλεσε τη ζημία σε τρίτο, για να απαλλαγεί της ευθύνης του προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει: α) ότι δεν παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ότι ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία θα προκαλούνταν και αν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου.

Ακόμη, ως κατοικίδια ζώα νοούνται εκείνα που ζουν, αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προορισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας ή τη διατροφή του κατόχου τους. Εξάλλου, ως κάτοχος του ζώου με την έννοια του άρθρου 924 ΑΚ και στις δύο παραγράφους θεωρείται εκείνος που έχει φυσική εξουσία πάνω στο ζώο και που έχει αναλάβει να του παρέχει τροφή, να το στεγάζει και να το φροντίζει για χρόνο όχι πρόσκαιρο και ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί και να αποκομίζει τις οποιεσδήποτε ωφέλειές του (ΑΠ 935/2020, ΑΠ 1263/2015, ΑΠ 1979/2014, ΑΠ 1445/2007 δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), ευθύνεται δε για τη ζημία την οποία μπορεί να προξενήσει σε τρίτον εάν διαφύγει εκ της κατοχής και της επίβλεψής του.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υποχρέου. Και τούτο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος.

Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και ο σύζυγος ή η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα στενά συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάμβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό στους παραπάνω οικείους του, οι οποίοι, με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 833/2005 δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Απόσπασμα απόφασης

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν (…) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις ….-…-2015 και περί ώρα 13.00΄ ο …, ο οποίος γεννήθηκε στις 5-12-2006, ήτοι ηλικίας κατά το χρόνο εκείνο 8 ετών και 9,5 μηνών, του οποίου λόγω της ανηλικότητάς του τη γονική μέριμνα ασκούν από κοινού οι ενάγοντες γονείς του, βρισκόταν έξωθεν της αυλόπορτας της οικίας του, επί της οδού .. αριθμός .., στον οικισμό .. . Ειδικότερα, βρισκόταν σε οικόπεδο ιδιοκτησίας των γονέων του που μεσολαβεί μεταξύ της δημοτικής οδού και του περιφραγμένου μέρους της οικίας με τοιχίο, σε χώρο που χρησιμοποιείται για τη στάθμευση οχήματος και ανέμενε την επίσης ανήλικη φίλη του, .. για να παίξουν. Κατά τον ίδιο χρόνο ο εναγόμενος κινείτο πεζός στο οδόστρωμα της οδού … μαζί με την ανήλικη κόρη του και με το σκύλο του ράτσας «..», γένους αρσενικού, μεγάλου μεγέθους, ηλικίας έξι (6) ετών περίπου, τον οποίο χρησιμοποιούσε για τη φύλαξη της οικίας του και τον οποίο κρατούσε χρησιμοποιώντας λουρί ευλόγου μήκους.

Όταν ο εναγόμενος βρισκόταν στο ύψος της οικίας του ανηλίκου, ο τελευταίος, μόλις είδε το σκύλο, κινήθηκε προς το μέρος του, προκειμένου να έλθει σε επαφή μαζί του. Όταν όμως ο σκύλος αντιλήφθηκε την κίνηση του ανηλίκου, ο οποίος βρισκόταν σε σημείο χωρίς οπτική επαφή με τον εναγόμενο, εξαγριώθηκε και κινήθηκε αιφνίδια και απειλητικά σε βάρος του ανηλίκου. Αποτέλεσμα ήταν να επιτεθεί στον ανήλικο να τον ρίξει στο έδαφος, να του προκαλέσει δήγματα στο πρόσωπο και στην περιοχή του δεξιού ωτός και να τον σύρει με το στόμα του, (έχοντας αρπάξει αυτόν από το δεξιό ους), από τον αύλειο χώρο της οικίας του, πάνω στο οδόστρωμα της οδού .., έως το απέναντι άκρο αυτής. Η κατάθεση της συζύγου του εναγομένου .. ότι ήταν παρούσα στο ατύχημα καθώς και ο αδελφός της .. και ότι μάλιστα είδε τον ανήλικο, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον εναγόμενο, να «πιάνει» το σκύλο από την ουρά και αυτός να γυρίζει και να τον δαγκώνει, δεν κρίνεται πειστική, αμφισβητείται δε σφόδρα η παρουσία τόσο της ιδίας όσο και του αδελφού της κατά τη στιγμή του ατυχήματος, καθόσον ο ίδιος ο εναγόμενος, στην από 29-9-2015 κατάθεσή του στο Αστυνομικό Τμήμα.., ανέφερε ότι ο σκύλος εξαγριώθηκε από άγνωστο λόγο και επιτέθηκε στον .., ενώ ουδόλως αναφέρει την παρουσία της συζύγου του και του αδελφού της στο ατύχημα . Τα ζώα της συγκεκριμένης ράτσας «..» δεν αποτελούν συνήθη ζώα συντροφιάς, για να αποκτήσουν δε συντροφικότητα με τον ιδιοκτήτη τους και να δημιουργηθεί ανάμεσά τους μία υγιής και δυνατή σχέση, ώστε να μην εμφανίζουν συμπεριφορά «αντιδραστικού εφήβου», απαιτείται ειδική και επίμονη εκπαίδευση, η οποία καθίσταται ακόμη περαιτέρω αναγκαία εν σχέσει με σκύλο άλλης ράτσας.

Αναφορικά με την κοινωνικότητά τους είναι ζώα κατά κανόνα επιφυλακτικά με τους ξένους, πολύ δυνατά και επικίνδυνα για τους τρίτους, ιδίως τα αρσενικά, που μπορούν να γίνουν επιθετικά άμεσα και χωρίς ευδιάκριτη ειδοποίηση. Μάλιστα σε άρθρα για το χαρακτήρα του ως άνω σκύλου ράτσας «..» αναγράφεται: « το ένστικτο του κυνηγού είναι ιδιαίτερα έντονο και πρέπει να το περιορίσουμε όσο το δυνατόν ώστε να αποφύγουμε δυσάρεστες καταστάσεις επιβάλλεται να κυκλοφορεί στη βόλτα πάντα με λουρί» η επιθετική τους τάση και η λάθος διαπαιδαγώγησή τους έχει οδηγήσει πολλές χώρες να το εντάξουν στη λίστα των επικίνδυνων σκύλων» (βλ. την από 19- 12-2017 εκτύπωση από την ηλεκτρονική σελίδα «..» καθώς και άρθρα για το χαρακτήρα του παραπάνω σκύλου που προσκομίζει ο ενάγων). Όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά ο εναγόμενος, ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου ζώου, όφειλε να γνωρίζει.

Από τα ως άνω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πλήρως ότι αποκλειστικά υπεύθυνος του τραυματισμού του ανηλίκου ενάγοντος από το σκύλο είναι ο ιδιοκτήτης αυτού εναγόμενος, διότι ο τελευταίος, παρά τη σωματική διάπλαση και τη φυλή του σκύλου του, κατά την οδήγηση αυτού, δεν επέδειξε την επιμέλεια, σύνεση και προσοχή, που οφείλει να καταβάλει κάθε μέσος συνετός άνθρωπος βρισκόμενος υπό τις αυτές συνθήκες (άρθρο 330 εδ.β ΑΚ). Ειδικότερα δε, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τον ανήλικο, όταν αυτός επιχείρησε να προσεγγίσει το σκύλο, ώστε να τον αποτρέψει να τον πλησιάσει, ή να περιορίσει το κυμαινόμενο μήκος της αλυσίδας, από την οποία τον κρατούσε, ώστε να μην έλθει ο σκύλος σε επαφή με τον ανήλικο, διότι ο σκύλος προπορευόταν του εναγομένου και, όπως προαναφέρθηκε, όταν επιτέθηκε στον ανήλικο, δεν υπήρχε οπτική επαφή μεταξύ ανηλίκου και εναγομένου. Ακόμη, δεν τοποθέτησε φίμωτρο στο σκύλο του αγνοώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά επιθετικότητας και αγριότητας της συγκεκριμένης ράτσας, τα οποία δύνανται να ενεργοποιηθούν από διάφορους παράγοντες όταν τούτο είναι εκτεθειμένο σε ελεύθερο πεδίο, πέραν του περιβάλλοντος που διαβιεί, αλλά αρκέστηκε στην καλή συμπεριφορά του, που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, αλλά και με την οικογένειά του, που σαφώς δεν μπορεί να είναι η ίδια σε περιβάλλον με άγνωστους ανθρώπους. Ας σημειωθεί ότι ο εναγόμενος, στον περίπατο κατά τον οποίο έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν, συνόδευε και την ανήλικη κόρη του ηλικίας μόλις 2 ετών, η προσοχή του δε προς αυτήν, μείωνε τα αντανακλαστικά του αναφορικά με τη συμπεριφορά του σκύλου του.

Εξάλλου, ο εναγόμενος δεν απέδειξε ότι ο σκύλος του είχε δεχθεί κατάλληλη εκπαίδευση τόσο από τον ίδιο όσο και από επαγγελματίες εκπαιδευτές σκύλων. Συνεπώς, ο προβληθείς από τον εναγόμενο αντίθετος ισχυρισμός ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την προσήκουσα και επιμελή φύλαξη και εποπτεία του σκύλου του (άρθρο 924 παρ. 2 ΑΚ), κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την υπ΄ αριθμ. 191/2017 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε βάρος του ανηλίκου (αντίθετη Εισαγγελική πρόταση περί ενοχής του εναγομένου). Η απόφαση αυτή δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη, ότι ο εναγόμενος δεν τέλεσε σε βάρος του ανηλίκου αδικοπραξία, διότι η απόφαση αυτή είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του παρόντος πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, από την ανωτέρω δε ποινική κρίση, που λαμβάνεται υπόψη ως τεκμήριο, το παρόν Δικαστήριο αφίσταται για τους ανωτέρω λόγους. Όμοια που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι αποκλειστικά υπαίτιος στον τραυματισμό του ενάγοντος ανηλίκου, όπως εκπροσωπείται, είναι ο εναγόμενος, απορρίπτοντας την ως άνω προβληθείσα από αυτόν ένσταση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό που προσκομίσθηκε ενώπιόν του και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα – εναγόμενο με τον πρώτο λόγο της έφεσής του κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα.

Διαβάστε επίσης: Πρόκληση τροχαίου ατυχήματος και θανάσιμου τραυματισμού. Αστική Ευθύνη Δήμου λόγω μη περισυλλογής αδέσποτου ζώου. [ΔΠρΑθ 8208/2020, 1ο Τμήμα]

Τραυματισμός ζώου συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Η ευθύνη του οδηγού και ευθύνη ιδιοκτήτη του ζώου.

Πότε η πράξη του κατηγορουμένου δεν είναι τελικά άδικη? Οι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα του εγκλήματος.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.