Παράβαση καθήκοντος υπαλλήλου και απείθεια. Ορισμός, προυποθέσεις και νομική αντιμετώπιση.

Η Παράβαση καθήκοντος

Κατά το άρθρο 259 του Π.Κ. (παράβαση καθήκοντος), “υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη”.

Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την προστασία του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της υπηρεσίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α` και 263α του ίδιου Κώδικα, απαιτούνται α) παράβαση όχι απλού υπαλληλικού καθήκοντος, αλλά καθήκοντος της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται στον υπάλληλο από το νόμο ή από διοικητική πράξη ή απορρέει από τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους, β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη γνώση και τη θέληση της παραβάσεως του υπηρεσιακού του καθήκοντος και γ) σκοπός του δράστη, ως πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, συνιστάμενος στην επιδίωξη του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η επιδιωχθείσα ωφέλεια ή βλάβη, η οποία μπορεί να είναι είτε υλική είτε ηθική.

Για να συντρέχει δε ο σκοπός αυτός πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, προϋποθέτει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο).

Δηλαδή, μεταξύ της αξιόποινης πράξης της παραβάσεως καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή προκλήσεως της βλάβης.

Εάν δε κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου υπάρχει πεδίο διακριτικής ευχέρειας αυτού, η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοικήσεως, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοικήσεως, της ισότητας και της εξυπηρετήσεως του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που, αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς τον σκοπό, στον οποίο απέβλεψε ο νόμος, όταν, δηλαδή, είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου.

Τα ακραία όρια της διακριτικής εξουσίας του υπαλλήλου δεν προκαθορίζονται γενικώς, αλλά κρίνονται σε κάθε περίπτωση από το Δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης πράξης ή παράλειψης του υπαλλήλου (ΑΠ 5/2021, 330/2019).

Τέλος, σύγκρουση καθηκόντων υπάρχει όταν, εξαιτίας των πραγµατικών συνθηκών, είναι ανέφικτη η ταυτόχρονη εκπλήρωση του καθήκοντος και η προστασία του έννοµου αγαθού ή τα περισσότερα καθήκοντα του ίδιου προσώπου δεν μπορούν να συνεκπληρωθούν. Εννοιολογική προυπόθεση της συγκρούσεως είναι η κατά χρόνο σύμπτωση τους, δηλ. το δύο καθήκοντα πρέπει να εκπληρωθούν ταυτοχρόνως, αλλά υπό τις συγκεκριµένες εξαιρετικές πραγματικές συνθήκες η εκπλήρωση του ενός έχει ως αναγκαία συνέπεια την προσβολή του άλλου.

Τα συγκρουόμενα καθήκοντα, κατ’ αρχήν, πρέπει να είναι νομικά, αφού ο νομοθέτης στο γενικό μέρος του ΠΚ δεν προέβλεψε ρητή διάταξη (ανάλογη προς αυτές των άρθρων 20 περ. β’ και 32 παρ. 1), με την οποία να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως ή ο καταλογισμός αυτής στο δράστη, σε περίπτωση συγγνωστής αδυναμίας συμμορφώσεως προς το νόμο. Δεν αποκλείει, ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτό (βλ. άρθρα 231 παρ. 2 και 232 παρ. 2 ΠΚ) και, τουλάχιστον, δεν το αποδοκιµάζει. Εποµένως, αν ο δράστης, κατά την παράβαση νόµιµου καθήκοντός του, λειτουργεί συνεπεία αβάσταχτης ψυχικής πιέσεως (µη φευκτό υπαιτιότητας), είναι δυνατόν, κατά τις περιστάσεις, η πράξη να μην καταλογισθεί σ’ αυτόν.

Η Απείθεια

Εξάλλου διαφορετική είναι η περίπτωση της διάταξη του άρθρου 169 του Π Κ (απείθεια) όπου ορίζεται ότι, με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13, παρ. α’, χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια, προκύπτει, ότι απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος της απείθειας είναι: α) να υπάρχει νόμιμη υποχρέωση στο δράστη να παράσχει υπηρεσία ή συνδρομή ή να επιτρέψει την είσοδο σε κάποιο μέρος, για να επιχειρηθεί νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια, β) νόμιμη πρόσκληση υπαλλήλου, τέτοιος δε θεωρείται μόνο εκείνος του άρθρου 13 παρ. α1 του ΠΚ, γ) άρνηση του προσκληθέντος χωρίς αντίσταση, η οποία (άρνηση) μπορεί να είναι είτε παθητική, είτε ενεργός, π.χ. με χειρονομίες και δ) δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος) που πρέπει να περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας του προσώπου που απευθύνει την πρόσκληση και προς το οποίο απευθύνεται η άρνηση, καθώς και τη θέληση μη συμμόρφωσης.

Αναφορικά με την πρόσκληση αυτή πρέπει να προηγείται της άρνησης του υπόχρεου, να είναι νόμιμη και να προέρχεται από υπάλληλο του άρθρου 13α ΠΚ ο οποίος είναι αρμόδιος να την απευθύνει. Εάν δεν προηγηθεί η πρόσκληση, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απείθειας, έστω και αν συντρέχουν όλα τα στοιχεία του αρ. 169 ΠΚ.

Νόμιμη είναι η πρόσκληση, όταν στηρίζεται σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου και διατυπώνεται από τον καθ’ ύλη αρμόδιο υπάλληλο, με το σχετικό προβλεπόμενο τύπο. Ο υπάλληλος που προσκαλεί, θα πρέπει να έχει υλική και τοπική  αρμοδιότητα να απευθύνει την πρόσκληση. Διαφορετικά, δεν πρόκειται καν για υπαλληλική κρατική ενέργεια και δεν εξατομικεύεται το έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας, το οποίο προστατεύεται με τη διάταξη του αρ. 169 ΠΚ.

Είναι όμως ενδεχόμενο, άλλος υπάλληλος να προσκαλεί (αρμόδιος για την πρόσκληση Εισαγγελέας πλημμελειοδικών, όταν καλεί μάρτυρα στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου – αρ. 231 ΚΠΔ) και σε άλλο όργανο (Υπαστυνόμος Α’) να οφείλεται κατά νόμο η υπηρεσία ή συνδρομή, όταν αυτός επιδίδει την κλήση του μάρτυρα.

Ως υπηρεσία νοείται η θετική ενέργεια του καλούμενου να παράσχει αυτήν. Αντιθέτως, η συνδρομή έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την επιχείρηση από το κρατικό όργανο ορισμένης πράξης προς την οποία καλείται να συνδράμει ο πολίτης. Έτσι, λ.χ. συνδρομή είναι η κατάθεση του μάρτυρα Μ σε ποινική δίκη (συνδρομή προς το δικαστήριο για την απονομή δικαιοσύνης), ενώ η συμμετοχή του πολίτη Π σε μικτό ορκωτό δικαστήριο με την ιδιότητα του ενόρκου, συνιστά υπηρεσία.

Ως συνδρομή θεωρείται επίσης και η παραλαβή του νόμιμα επιδιδόμενου εγγράφου και η υπογραφή του επιδοτηρίου (αρ. 163 § 2 ΚΠΔ). Επίσης ως συνδρομή θεωρείται η παράδοση εγγράφων σύμφωνα με το αρ. 261 ΚΠΔ.  

Επιπλέον η άρνηση της υπηρεσίας ή συνδρομής, πρέπει να γίνει χωρίς αντίσταση, δηλαδή χωρίς βία ή απειλή βίας ή βιαιοπραγίας. Επομένως, η διάταξη του αρ. 169 ΠΚ είναι επικουρική έναντι του αρ. 167 ΠΚ (Βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων). Το αρ. 169 ΠΚ εφαρμόζεται μόνο όταν η συμπεριφορά του δράστη δεν μπορεί να υπαχθεί στο αρ. 167 ΠΚ, οπότε μεταξύ της απείθειας και της βίας κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων υπάρχει σχέση αλληλοαποκλεισμού και ουδέποτε συρρέουν κατ’ ιδέαν.

Η απείθεια είναι έγκλημα δόλου. Δεν υπάρχει στον ποινικό μας κώδικα έγκλημα απείθειας από αμέλεια. Το κείμενο του αρ. 169 ΠΚ δεν περιέχει την ένδειξη με πρόθεση ή με δόλο, αλλά σύμφωνα με την επιταγή του αρ. 26 § 1 ΠΚ, αφού η απείθεια αποτελεί πλημμέλημα, ο δόλος υπονοείται (αρ. 169 ΠΚ σε συν. με αρ. 18 εδ. β, ΠΚ). Ο δόλος μπορεί να είναι οποιουδήποτε βαθμού. Ειδικότερα, ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση να αρνηθεί ο δράστης την πρόσκληση του αρ. 13 στοιχ. α, ΠΚ αναφερομένου υπαλλήλου για την παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής που οφείλεται σύμφωνα με νόμο ή την είσοδο του υπαλλήλου  σε κάποιο χώρο, πάλι μετά από νόμιμη πρόσκληση τούτου, για την επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας.

Περιλαμβάνει λοιπόν ο δόλος τη γνώση όλων των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης και τη θέληση της άρνησης, ενόψει της γνώσης αυτής. Ενδεχόμενη γνώση κάποιου στοιχείου είναι αρκετή για να θεμελιώσει αντίστοιχο δόλο (ενδεχόμενο δόλο).

Η άγνοια, έστω και από αμέλεια οποιουδήποτε από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (ότι υπάρχει πρόσκληση υπαλλήλου, ή ότι υπάρχει υποχρέωση από το νόμο για παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής), θεμελιώνει πραγματική πλάνη (αρ. 30 ΠΚ), η οποία αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια. Εφόσον στην προκειμένη περίπτωση αποκλείεται ο δόλος, έγκλημα σύμφωνα με το αρ. 14 § 1 ΠΚ δεν υπάρχει.

Με αφετηρία την παραπάνω ανάλυση – τοποθέτηση, γίνεται φανερό ότι, η άγνοια των στοιχείων της νομιμότητας, η εσφαλμένη δηλαδή παράσταση στο μυαλό του δράστη, της νομιμότητας της πρόσκλησης ή της υπαλληλικής ενέργειας για την τέλεση της οποίας ζητήθηκε η είσοδος σε κάποιο χώρο, συνιστά νομική πλάνη (αρ. 31 ΠΚ) που αποκλείει όχι το δόλο, αλλά την ενοχή του δράστη, τον τελικό καταλογισμό της πράξης σε ενοχή του, εφόσον κριθεί συγγνωστή. Το στοιχείο της νομιμότητας ως ειδικό στοιχείο αδίκου με θετική διατύπωση, καλύπτεται από τη συνείδηση του αδίκου του δράστη και όχι από το δόλο του.

Αυτονόητο είναι ότι οι γενικοί λόγοι άρσης του αδίκου αλλά και οι γενικοί λόγοι αποκλεισμού του καταλογισμού, όπως η ανικανότητα για καταλογισμό, η κατάσταση ανάγκης (αρ. 32 ΠΚ) και ιδίως η σύγκρουση καθηκόντων ως αδυναμία επιλογής σε συγκεκριμένη περίπτωση, εφαρμόζονται και στο έγκλημα της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).

Διαβάστε επίσης: Ποινικό δίκαιο ανηλίκων: Οι ποινές και τα δικαιώματα των ανηλίκων στα πλαίσια του Νέου Ποινικού Κώδικα και του Ν. 4689/2020

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Ορισμοί, ποινική αντιμετώπιση και διαφορές. Κλοπή, ληστεία, υπεξαίρεση, απιστία και άλλες μορφές αδικημάτων.

Αθώωση για ψευδή καταμήνυση, για ψευδορκία μάρτυρος και για ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρος κατά συρροή. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης.

Ναρκωτικά. Νομοθετικό πλαίσιο, πράξεις και επαπειλούμενες ποινές.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.