Εκούσια αποχώρηση εταίρου από προσωπική εταιρεία. Διαδικασία, δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Στους κόλπους μιας εταιρείας του εμπορικού δικαίου ο κοινός, εμπορικός σκοπός επιδιώκεται με τη συμβολή περισσοτέρων, κατά κανόνα, προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά συμβάλλονται δικαιοπρακτικά και συγκροτούν μια ένωση, η οποία επιδιώκει την άσκηση εμπορίας και στην οποία απονέμεται από το δίκαιο νομική προσωπικότητα, εφόσον τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος (άρθρο 61 ΑΚ). Παραδοσιακά, οι εταιρείες εκείνες, οι οποίες είχαν διαμορφωθεί ως κλειστές ή ατομιστικές ενώσεις προσώπων, ήταν ιδιαίτερα ευπαθείς στις μεταβολές της προσωπικής καταστάσεως των εταίρων ή σε μονομερή δήλωση βουλήσεώς τους, ώστε ο θάνατος, η δικαστική συμπαράσταση, η πτώχευση ή η καταγγελία εκ μέρους ενός των εταίρων επέφερε, εκτός αντίθετης καταστατικής πρόβλεψης, τη λύση τους. Έτσι γινόταν δεκτό πως, εκτός αντίθετης καταστατικής πρόβλεψης, μια προσωπική εταιρεία αναπόδραστα λύνεται «όταν συμβεί κάτι σ’ ένα εταίρο ή όταν δεν τη θέλει πια ένας εταίρος» και μάλιστα ακόμη και αν οι υπόλοιποι εταίροι επιθυμούν την παραμονή της εταιρείας σε παραγωγικό στάδιο.

Με τις διατάξεις του ν. 4072/2012 , ο Έλληνας νομοθέτης θέλησε ν’ απομακρυνθεί από αυτόν τον αυστηρώς προσωποπαγή χαρακτήρα του εταιρικού δεσμού. Στο πλαίσιο της παραπάνω αρχής επιδιώκεται η παρεμπόδιση «της διάλυσης ακόμα και υγιών επιχειρήσεων εφόσον δεν υπάρχει αποχρών οικονομικός λόγος» , φαινόμενο αρκετά συνηθισμένο υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου. Έτσι, μεταξύ άλλων, η εκ μέρους ενός των εταίρων καταγγελία της προσωπικής εταιρείας έχει πάψει να ισχύει ως λόγος λύσης της, παρά μόνο εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της και, φυσικά, με τους όρους που προβλέπονται επίσης σ’ αυτό. Στη θέση, λοιπόν, της ανωτέρω καταγγελίας υπεισέρχεται σε μεγάλο βαθμό – χωρίς πάντως να την καταργεί, αφού μπορεί να επιτραπεί καταστατικά – το δικαίωμα εξόδου του εταίρου από την εταιρεία .

Το δικαίωμα εξόδου του εταίρου από την εταιρεία

Σε συνέχεια των παραπάνω διαπιστώσεων, παρατηρούμε πως το δικαίωμα εξόδου του εταίρου στις προσωπικές εταιρείες (άρθρο 261 ν. 4072/201213) παρίσταται ως καταγγελία της εταιρικής του συμμετοχής, της έννομης, δηλαδή, σχέσης, που τον συνδέει με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, σε αντιπαραβολή προς τη δυνατότητα καταγγελίας της εταιρικής σύμβασης, που αποτελούσε τον κανόνα στο προϊσχύσαν δίκαιο.

Πραγματικά, με το χαρακτηρισμό της ως «δικαιώματος» η έξοδος του εταίρου στην προκειμένη περίπτωση αποκαλύπτει τον εκούσιο χαρακτήρα της, ώστε να αφίσταται εννοιολογικά προς όλες εκείνες τις περιπτώσεις που η απώλεια της εταιρικής ιδιότητας επέρχεται χωρίς τη βούληση του εταίρου, όπως στις περιπτώσεις της εξόδου εταίρου που προκαλείται από ατομικό πιστωτή (άρθρο 262 ν. 4072/2012) , του αποκλεισμού του εταίρου (άρθρο 263 ν. 4072/2012) ή που αποτελεί συνέπεια γεγονότων όπως ο θάνατος, η πτώχευση, η δικαστική συμπαράσταση του εταίρου ή και άλλων συμβάντων, που ειδικά προβλέπονται στο καταστατικό (άρθρο 260 ν. 4072/2012) .

Η νομοθετική ρύθμιση της διαδικασίας εξόδου του εταίρου ορίζεται στο άρθρο 261 § 1 του ν. 4072/2012: Ειδικότερα «Ο εταίρος μπορεί με δήλωσή του προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους να εξέλθει από την εταιρεία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση». Ο εξερχόμενος εταίρος μπορεί να έχει την ιδιότητα του ομορρύθμου ή ετερορρύθμου εταίρου. Μπορεί ακόμη να έχει την ιδιότητα του διαχειριστή της εταιρείας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άσκηση του δικαιώματος εξόδου προϋποθέτει την ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας στο πρόσωπο του ασκούντος αυτό. Έτσι, οι κληρονόμοι του θανόντος εταίρου, ο πτωχεύσας ή ο υπό δικαστική συμπαράσταση εταίρος δεν έχουν, κατά κανόνα, δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία, παρά απευθείας αξίωση για καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρικής συμμετοχής (άρθρο 264 § 2 εδ. α΄), αφού πλέον ο θάνατος, η πτώχευση και η δικαστική συμπαράσταση επιφέρουν την αυτοδίκαιη έξοδο του εταίρου, εκτός αντίθετης καταστατικής πρόβλεψης (άρθρο 260 § 1).

Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις εξόδου προκαλούμενης από ατομικό δανειστή (άρθρο 262) και αποκλεισμού εταίρου (άρθρο 263) ο καθού η αίτηση ή ο υπό αποκλεισμό εταίρος δύνανται ν’ ασκήσουν το δικαίωμά τους της εκουσίας εξόδου από την εταιρεία μέχρι να τους επιδοθεί η, οριστική τουλάχιστον, απόφαση του δικαστηρίου, χωρίς διάταξη περί αναστολής της ισχύος και της εκτελέσεώς της (άρθρο 763 ΚΠολΔ), καθώς μέχρι την επίδοση αυτή διατηρούν την εταιρική τους ιδιότητα . Εφόσον, όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, ο εταίρος ενεργεί κακόβουλα και με πρόθεση βλάβης των αιτούντων, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ) . Αμφίβολο είναι το κατά πόσο ο εταίρος έχει δικαίωμα εξόδου σε υπό εκκαθάριση εταιρεία. Κατά μία άποψη, η έξοδος πρέπει να είναι δυνατή, αφού και στο στάδιο αυτό η εταιρεία υπάρχει, τόσο ως νομικό πρόσωπο, όσο και ως εταιρικός οργανισμός . Όμως, στα πλαίσια της διχογνωμίας για το κατά πόσο είναι δυνατός ο αποκλεισμός εταίρου κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, κρατεί η άποψη που αρνείται τη δυνατότητα αποκλεισμού, με επιχείρημα ότι ο αποκλεισμός λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταγγελίας και λύσης της εταιρείας, η οποία δεν είναι πλέον δυνατή. Με δεδομένη τη νομοθετική βούληση υποκατάστασης του δικαιώματος καταγγελίας της εταιρείας από το δικαίωμα εξόδου, η ίδια άποψη μπορεί να υποστηριχθεί και στο ζήτημα που εξετάζουμε. Τέλος, ο εναπομείνας μοναδικός εταίρος σε μια εταιρεία, μετά την εκούσια έξοδο των υπολοίπων, δεν δύναται να καταγγείλει κι αυτός με τη σειρά του την εταιρική του συμμετοχή, ασκώντας το δικαίωμα εξόδου, καθώς εταιρεία χωρίς εταιρική συμμετοχή δεν νοείται. Μπορεί ωστόσο, αφού δεν επιθυμεί να συνεχισθεί η εταιρεία και δεν πρόκειται να συναινέσει στην είσοδο νέου εταίρου, να δηλώσει στο Γ.Ε.ΜΗ. τη λύση της και τη θέση της υπό εκκαθάριση, ακόμη και πριν την παρέλευση του τετραμήνου του άρθρου .

Η δήλωση εξόδου

Το δικαίωμα εξόδου εταίρου ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση του εξερχομένου προς την εταιρεία και τους υπολοίπους εταίρους. Ανάκληση της δήλωσης δεν είναι δυνατή, παρά μόνο εφόσον η ανακλητική δήλωση περιέλθει στο σύνολο των αποδεκτών της πριν ή ταυτόχρονα με τη δήλωση εξόδου, κατ’ άρθρο 168 ΑΚ. Σε σχέση με τον τύπο που πρέπει να περιβληθεί η ανωτέρω δήλωση, ο νόμος δεν ορίζει τίποτα σχετικό. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου για να θεωρηθεί έγκυρη η δήλωση εξόδου, αλλά αυτή μπορεί να είναι προφορική ή και σιωπηρή ακόμη, συναγόμενη από τη συνολική συμπεριφορά του εξερχομένου και από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στην περίπτωση, ωστόσο, που η δήλωση του εταίρου δεν έχει διατυπωθεί εγγράφως, δημιουργούνται προβλήματα απόδειξης, τόσο κατά την καταχώριση της μεταβολής στο Γ.Ε.ΜΗ., όσο και κατά την υποβολή δήλωσης μεταβολής εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Εξάλλου, ενδεχόμενη άσκηση αναγνωριστικής αγωγής με αίτημα την αναγνώριση της εξόδου του εταίρου από την εταιρεία θ’ απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς αφορά νομική αξιολόγηση πραγματικής κατάστασης, που δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής (άρθρο 70 ΚΠολΔ, βλ. ΜΠρΚαρδ 22/2014, Αρμ. 2014, σ. 2081, ΜΠρΘεσ 25229/2013, ΕπισκΕΔ 2013, σ. 753).

Στην πράξη, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποδεικτική ευκολία, η δήλωση εξόδου προτιμάται να διατυπώνεται εγγράφως και να επιδίδεται προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους με δικαστικό επιμελητή, ο οποίος συντάσσει τη σχετική έκθεση. Ο εξερχόμενος εταίρος μπορεί στη συνέχεια, προσκομίζοντας τη δήλωση και τις εκθέσεις επίδοσης στην αρμόδια Υπηρεσία Μιας Στάσης, να ζητήσει ο ίδιος την καταχώριση της εξόδου του στο Γ.Ε.ΜΗ., προκειμένου να μπορεί αυτή ν’ αντιταχθεί έναντι των καλόπιστων τρίτων. Μάλιστα μπορεί να υποβάλει ο ίδιος δήλωση μεταβολής εργασιών της εταιρείας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αν περέλθουν τριάντα ημέρες από την έξοδό του, χωρίς η εταιρεία να μεριμνήσει προς τούτο, (βλ. ΠΟΛ 1199/20.8.2013 & ΠΟΛ 1030/24.1.2014). Η δήλωση καταγγελίας της εταιρικής συμμετοχής μπορεί εξάλλου να περιλαμβάνεται απευθείας στο δικόγραφο, με το οποίο π.χ. αξιώνεται η καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρικής συμμετοχής (264 § 2 εδ. α’), ζητείται ο διορισμός λογιστή – οικονομολόγου πραγματογνώμονα προκειμένου ν’ αποδειχθεί η αξία αυτή κ.α. Η καταγγελία της εταιρικής συμμετοχής πρέπει να είναι σαφής και είναι καταρχήν, από τη φύση της, ανεπίδεκτη αιρέσεως. Η προσθήκη μιας τέτοιας αιρέσεως μπορεί να γίνει δεκτή μόνο εφ’ όσον δεν αναιρείται η σαφήνεια της δήλωσης ή, κατ’ άλλη διατύπωση, δεν δημιουργείται απ’ αυτήν μη ανεκτή αβεβαιότητα για τους λοιπούς εταίρους. Για τον λόγο αυτό η καταγγελία θα είναι κατά κανόνα επιδεκτική αίρεσης δικαίου . Έτσι για παράδειγμα, θα είναι έγκυρη η προσθήκη αιρέσεως η πλήρωση της οποίας θα εξαρτάται από τη συμφωνία και των λοιπών εταίρων . Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η προσθήκη όρου ή προθεσμίας στην καταγγελία, οπότε και η διαπλαστική ενέργεια της δηλώσεως εξόδου δεν θα επέρχεται άμεσα, όπως ισχύει κατά κανόνα, αλλά από της πληρώσεως του όρου ή την παρέλευση της προθεσμίας, αντίστοιχα .

Σε περίπτωση ασάφειας, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην ερμηνεία της δήλωσης βούλησης του εταίρου, για την οποία χρήζουν εφαρμογής τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Έτσι, με ερμηνευτική αφετηρία το άρθρο 173 ΑΚ θ΄αναζητηθεί το πραγματικό νόημα της δήλωσης εξόδου και, σε περίπτωση που ο δηλών και ο αποδέκτης δεν εννόησαν με όμοιο τρόπο τη δήλωση, θα γίνει προσφυγή στην αντικειμενική ερμηνεία του άρθρου 200 ΑΚ. Αν, παρά την προσφυγή στο άρθρο 200 ΑΚ, διαπιστωθεί πως το νόημα που μπορούσαν και όφειλαν να προσδώσουν στη δήλωση εξόδου ο δηλών και ο αποδέκτης της δεν συμπίπτει, τότε η δήλωση θα θεωρηθεί ασαφής και συνεπώς άκυρη.

Στο περιεχόμενο της δήλωσης εξόδου δεν απαιτείται ν΄αναφέρεται σπουδαίος λόγος που να την υπαγορεύει. Αυτό γιατί η έξοδος του εταίρου επέρχεται με μόνη την περιέλευση της δήλωσης στους αποδέκτες της, ανεξάρτητα από την επίκληση ή την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο καταστατικό. Ωστόσο, σκόπιμη είναι η επίκληση σπουδαίου λόγου σε περίπτωση εκουσίας εξόδου από εταιρεία ορισμένου χρόνου, για τους λόγους που θ’ αναφερθούν κατωτέρω.

Αποδέκτες της δήλωσης είναι, όπως ορίζει το άρθρο 261 § 1, η εταιρεία και οι λοιποί εταίροι. Από την περιέλευσή της στους αποδέκτες αυτούς, η δήλωση παράγει τα έννομα αποτελέσματά της και επιφέρει την έξοδο του εταίρου απ’ την εταιρεία.

Οι έννομες συνέπειες

Κύρια συνέπεια της εξόδου του εταίρου από την προσωπική εταιρεία δεν είναι άλλη απ’ την απόσβεση της εταιρικής του συμμετοχής και την απώλεια της εταιρικής του ιδιότητας, η οποία, με τη σειρά της, επιφέρει και την απώλεια του πλέγματος των δικαιωμάτων, περιουσιακής και διοικητικής φύσης, που τη συνθέτουν, αλλά και την απαλλαγή απ’ τις αντίστοιχες υποχρεώσεις.

Έτσι, καταρχάς, ο εξερχόμενος εταίρος απολλύει τα εταιρικά του δικαιώματα διοικητικής φύσης, ώστε δεν μπορεί πλέον να συμπράξει στη λήψη αποφάσεων απ’ το ανώτατο εταιρικό όργανο (δικαίωμα ψήφου) , ούτε να προβεί σε έλεγχο της πορείας των εταιρικών υποθέσεων ή να ζητήσει πληροφορίες και παροχή λογοδοσίας . Ειδικά όμως για τα δικαιώματα ελέγχου και παροχής πληροφοριών, υποστηρίζεται πως είναι δυνατό να γίνει δεκτή η μετενέργειά τους, ακόμη και μετά τη λύση του εταιρικού δεσμού, στο μέτρο που κάτι τέτοιο κρίνεται θεμιτό, προκειμένου ο εξερχόμενος εταίρος να εξακριβώσει το ύψος της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, την οποία στη συνέχεια θα ζητήσει να του καταβάλει η εταιρεία (άρθρο 264 § 2, εδ. α’). Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτή η μετενέργεια, αυτή θα στηρίζεται πλέον όχι στην (απωλεσθείσα) εταιρική ιδιότητα, αλλά στην καλή πίστη (άρθρο 288 ΑΚ) .

Σε σχέση με το, επίσης διοικητικής φύσης, δικαίωμα του ομορρύθμου, καταρχήν, εταίρου για συμμετοχή στη διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας , είναι σαφές ότι και αυτό χάνεται, με την περιέλευση της δήλωσης εξόδου στους αποδέκτες της. Όμως, μέχρι τη δημοσίευση της εξόδου στο Γ.Ε.ΜΗ., οι πράξεις του εξελθόντος διαχειριστή εταίρου θα δεσμεύουν την εταιρεία έναντι των καλόπιστων τρίτων και θα δημιουργήσουν σε βάρος του ευθύνη για την τυχόν ζημία που επήλθε στην εταιρεία (άρθρο 714 ΑΚ). Παράλληλα, ο ίδιος ο επιχειρήσας την πράξη εξελθών εταίρος θα ευθύνεται ως ομόρρυθμος εταίρος , με βάση την αρχή του φαινομένου δικαίου, παρά το γεγονός ότι έχει παύσει να έχει την εταιρική ιδιότητα για τις μεταξύ των εταίρων σχέσεις. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, οι τρίτοι μπορούν να επικαλούνται την αδημοσίευτη έξοδο του εταίρου που τους ωφελεί, αφού η δημοσιότητα προβλέπεται για την ασφάλεια των συναλλαγών και όχι για την ασφάλεια του δικαίου .

Όπως είναι εύλογο, η έξοδος του εταίρου επιφέρει, καταρχήν, την απώλεια και των περιουσιακής φύσης εταιρικών του δικαιωμάτων. Έτσι, δεν διατηρεί δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, ούτε δικαίωμα απολήψεων. Επιπλέον, με την έξοδό του, δεν διενεργείται ολική εκκαθάριση της εταιρείας, ώστε να δικαιούται να λάβει το προϊόν της εκκαθάρισης . Απ’ την άλλη όμως, έχει κατά της εταιρείας αξίωση για αυτούσια απόδοση των αντικειμένων που είχε εισφέρει σ’ αυτήν κατά χρήση, καθώς και αξίωση για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του (άρθρο 264 παρ. 1 & 2).

Τέλος, είναι αυτονόητο πως η άσκηση των εταιρικών αξιώσεων, υπό τη μορφή της actio pro socio , αποκλείεται μετά την έξοδο του εταίρου, ακόμη και πριν τη δημοσίευσή της, καθώς είναι στενά συνυφασμένη και προϋποθέτει την ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας στο πρόσωπο του εταίρου αυτού.

Με τη δημοσίευση της εξόδου του στο Γ.Ε.ΜΗ., ο εταίρος παύει να ευθύνεται για τα εταιρικά χρέη που γεννώνται μετά την παραπάνω δημοσίευση. Εξακολουθεί, ωστόσο, να ευθύνεται έναντι των τρίτων, εταιρικών δανειστών, για τα χρέη που κατέστησαν απαιτητά προ της δημοσίευσης της εξόδου του. Επιπλέον, ευθύνεται και για τις εταιρικές συμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες κατέστησαν απαιτητές μετά τη δημοσίευση της εξόδου του εφόσον οι οικείες συμβάσεις καταρτίσθηκαν σε χρόνο που ο εταίρος διατηρούσε την εταιρική του ιδιότητα. Το ίδιο ισχύει και για υποχρεώσεις εκ του νόμου (π.χ. από αδικοπραξία), εφόσον τα γενεσιουργά της ευθύνης πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα ενόσω ο εξελθών ήταν ακόμη εταίρος . Στο ερώτημα αν είναι δυνατή η σύναψη συμφωνίας με τους παραμένοντες στην εταιρεία εταίρους για περιορισμό ή και αποκλεισμό της ευθύνης του εξερχομένου εταίρου, η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική, με βάση και την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, με την επισήμανση, όμως, πως ούτε μια τέτοια συμφωνία θ’ αναπτύξει ενέργεια έναντι των τρίτων (άρθρο 258 § 1), οι οποίοι θα εξακολουθούν να μπορούν να στραφούν κατά του εξελθόντος εταίρου. Ο τελευταίος, σε περίπτωση που ικανοποιήσει τους εταιρικούς δανειστές, μπορεί ν’ αξιώσει απ’ την εταιρεία και τους παραμένοντες σ’ αυτήν, να αποδώσουν τα καταβληθέντα, στο σύνολό τους. Σε κάθε περίπτωση, οι αξιώσεις κατά του εξελθόντος εταίρου για τα εταιρικά χρέη παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την καταχώριση της εξόδου στο Γ.Ε.ΜΗ., εκτός αν η αξίωση κατά της εταιρείας υπόκειται σε βραχύτερη παραγραφή (άρθρο 269 §§ 1 & 3).

Οι αξιώσεις του εξερχομένου εταίρου

Παράλληλα, όμως, γεννώνται και μερικές αξιώσεις υπέρ του εξερχομένου εταίρου, με κυριότερη αυτή της είσπραξης της αξίας της εταιρικής συμμετοχής, στο τέλος της εταιρικής χρήσης. Οι ιδιαίτερες αξιώσεις που γεννώνται υπέρ του εξερχομένου εταίρου και κατά της εταιρείας, συνεπεία της εξόδου απ’ αυτήν, ορίζονται στο ν. 4072/2012 και είναι αφενός η αξίωση αυτούσιας αποδόσεως της εταιρικής εισφοράς (άρθρο 264 § 1) και αφετέρου η αξίωση για καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρικής συμμετοχής (άρθρα 261 § 3 και 264 § 2). Για αξίωση αυτούσιας αποδόσεως της εταιρικής εισφοράς μπορεί να γίνει λόγος μόνο επί αντικειμένων εισφερθέντων κατά χρήση, όπως απερίφραστα ορίζει το άρθρο 264 § 1. Κατά συνέπεια, αντίστοιχη αξίωση αποκλείεται επί εισφορών αντικειμένων κατά κυριότητα ή επί εισφορών εργασίας, οι οποίες, ωστόσο, θα συνεκτιμηθούν, προκειμένου να υπολογιστεί η αξία της εταιρικής μερίδας. Η αξίωση απόδοσης δεν έχει εμπράγματο, αλλά ενοχικό χαρακτήρα και οφειλέτης είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας . Η εταιρεία οφείλει να αποδώσει το κατά χρήση εισφερθέν αντικείμενο αυτούσιο και μάλιστα άμεσα (κατ’ άρθρο 323 ΑΚ), εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό. Ακόμη, όμως, και χωρίς αντίστοιχη καταστατική πρόβλεψη, είναι δυνατόν ο εξελθών εταίρος να υποχρεωθεί, κατ’ άρθρο 288 ΑΚ, ν’ ανεχθεί την, για εύλογο χρονικό διάστημα, καθυστέρηση απόδοσης των εισφερθέντων αντικειμένων, εφόσον αυτά είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση των τρεχουσών αναγκών της εταιρείας , ενώ δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί το ενδεχόμενο ν’ αντιτάξει η εταιρεία δικαίωμα επισχέσεως κατά του εταίρου, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 325 ΑΚ . Η διακράτηση, όμως, του αντικειμένου για μεγάλο χρονικό διάστημα ή η αυθαίρετη εξακολούθηση χρήσης αυτού, είναι δυνατό να θεμελιώσουν αξίωση του εξελθόντος εταίρου κατά της εταιρείας για καταβολή αποζημιώσεως . Ειδικά επί εισφοράς κατά χρήση δικαιώματος πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας, γεννώνται υπέρ του εξελθόντος εταίρου – δικαιούχου / δημιουργού όλες οι αξιώσεις οι απορρέουσες από τα ανωτέρω δικαιώματα, όπως και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης145 .

Ο όρος «αυτούσια» του άρθρου 264 § 1 αναφέρεται όχι μόνο στην ταυτότητα του αντικειμένου που πρέπει ν’ αποδοθεί, αλλά και στη φυσική και νομική του κατάσταση, η οποία πρέπει να συμπίπτει με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το αντικείμενο κατά το χρόνο που εισφέρθηκε (αναλογική εφαρμογή του άρθρου 599 § 1 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 249 § 2 ν. 4072/2012 και 744 ΑΚ), αλλοιωμένη μόνο κατά τη φθορά που δικαιολογείται, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, από τη χρήση που ήταν αναγκαία για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού . Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, πως ο εταίρος που εισφέρει κατά χρήση το αντικείμενο στην εταιρεία φέρει και τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσής του, ώστε η εταιρεία δεν ευθύνεται, αν η καταστροφή, απώλεια ή ζημιά οφείλεται σε γεγονός για το οποίο η ίδια δεν έχει ευθύνη (άρθρο 336 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 330 ΑΚ.

Η απόδοση στον εξερχόμενο εταίρο, που εκουσίως αποχώρησε από την εταιρεία, της αξίας της εταιρικής του μερίδας, ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 264 § 2 και 261 § 3 ν. 4072/2012, όπου και γίνεται λόγος για καταβολή της πλήρους αξίας της εταιρικής συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο. Δικαιολογητικός λόγος της ανωτέρω νομοθετικής ρύθμισης είναι, από τη μία, να κατοχυρωθεί το ίδιο το δικαίωμα της εξόδου, το οποίο διαφορετικά θα περιέπιπτε σε αχρησία, αφού κανείς εταίρος δε θα τολμούσε να εξέλθει της εταιρείας, για να μη χάσει την αξία της μερίδας του, από την άλλη, να αποτραπεί η διάλυση της εταιρικής επιχείρησης, η οποία θα ήταν αναπόφευκτη, αν ο εξερχόμενος εταίρος είχε αξίωση αυτούσιας διανομής της εταιρικής περιουσίας και όχι μόνο χρηματική απαίτηση κατά της εταιρείας, ίση προς την αξία της εταιρικής συμμετοχής του, όπως ορίζουν τα άρθρα 264 § 2 και 261 § 3 . Ο νόμος δεν ορίζει κάτι σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της αξίας, καταλείποντας ευρύτατα περιθώρια σε καταστατικές ρυθμίσεις και σε συμφωνίες μεταξύ των εταίρων, ενώ, σε περίπτωση διαφωνίας, η καταβλητέα αξία προσδιορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 264§ 2 εδ. β’). Το μόνο στοιχείο που παρέχει ο νόμος σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους της αξίωσης του εξερχομένου εταίρου είναι ότι καταβλητέα είναι η πλήρης αξία της εταιρικής συμμετοχής. Με τον επιθετικό αυτό προσδιορισμό ο νομοθέτης επιθυμεί προφανώς να υποδηλώσει ότι το ύψος της χρηματικής απαίτησης του αποχωρήσαντος εταίρου κατά της εταιρείας θα πρέπει ν’ αποτελεί ισάξιο οικονομικό υποκατάστατο της καταργούμενης εταιρικής μερίδας, θα πρέπει, δηλαδή, να ισοσταθμίζει πλήρως την αξία της. Προκειμένου να επιτευχθεί το ανωτέρω αποτέλεσμα είναι απαραίτητη η περαίωση ενός ιδιότυπου «εκκαθαριστικού» σταδίου, κατά το οποίο θα καταρτισθεί ισολογισμός, από τον οποίο θα προκύπτει η πλήρης και πραγματική αξία της εταιρικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εμφανών και αφανών αποθεματικών και της άυλης αξίας της . Ενδέχεται, ωστόσο, για την εξεύρεση της τελικής αξίας της συγκεκριμένης εταιρικής συμμετοχής του εξερχομένου εταίρου ν’ απαιτείται να συνεκτιμηθούν και οι ιδιαιτερότητες της συμμετοχής αυτής, όπως π.χ. η καταστατική πρόβλεψη ιδιαιτέρων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, η έκταση της προσωπικής συμβολής του εταίρου στην πορεία των εταιρικών υποθέσεων κλπ. Η λήψη υπόψη και αυτών των παραγόντων μπορεί να οδηγήσει στην επανεκτίμηση – «διόρθωση» της αρχικά υπολογισθείσας χρηματικής αποτίμησης της εταιρικής συμμετοχής («αφηρημένος προσδιορισμός»), ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες που επιδρούν στην αξία της («συγκεκριμένος προσδιορισμός»).

Εκτός από τις παραπάνω αξιώσεις, δηλαδή, αφενός, της αυτούσιας απόδοσης της κατά χρήση εισφοράς και, αφετέρου, της καταβολής της πλήρους αξίας της εταιρικής μερίδας, για τις οποίες υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση (άρθρα 261 §§ 2,3 και 264 §§ 1,2), είναι δυνατόν, υπέρ του εξερχομένου εταίρου και κατά της εταιρείας, να υπάρχουν ήδη γεννηθείσες αξιώσεις, απορρέουσες είτε από την εταιρική σχέση, είτε από σχέση του κοινού δικαίου. Οι αξιώσεις αυτές διατηρούνται, στο μέτρο που δεν έχουν ήδη τακτοποιηθεί στο πλαίσιο του ιδιότυπου «εκκαθαριστικού σταδίου» που έπεται της εξόδου του εταίρου και το οποίο αποσκοπεί κατά κύριο λόγο, όπως είδαμε, στην εξεύρεση της πλήρους αξίας της εταιρικής συμμετοχής . Ειδικότερα, οι ενδεχόμενες απαιτήσεις του εξελθόντος εταίρου που έχουν την αιτία τους στην εταιρική σχέση θα απορρέουν από περιουσιακά του δικαιώματα και συγκεκριμένα θα συνίστανται σε απαιτήσεις του για καταβολή καθυστερούμενων κερδών, για απολήψεις κερδών, για απόδοση δαπανών που έγιναν κατά την άσκηση της διαχειριστικής δραστηριότητάς του ή για καταβολή διαχειριστικής αμοιβής . Κατά μείζονα λόγο, δε θίγονται και οι γεννηθείσες αξιώσεις που απορρέουν από σχέση του κοινού δικαίου, όπως π.χ. η υποχρέωση της εταιρείας να καταβάλλει οφειλόμενα μίσθωματα για μίσθωση πράγματος του εταίρου ή το τίμημα από την πώληση πράγματος, η υποχρέωση απόδοσης δανείου που χορηγήθηκε από τον αποχωρήσαντα εταίρο, κλπ . Τέλος, υπενθυμίζεται πως ο εξελθών εταίρος διαθέτει, έναντι της εταιρείας και των ομορρύθμων εταίρων της, αξίωση για ελευθέρωση από την ευθύνη του για τα εταιρικά χρέη, εφόσον αυτά συνυπολογίσθηκαν για την εξεύρεση της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, έστω και αν η ευθύνη του έναντι των τρίτων παραμένει.

Ο σπουδαίος λόγος ως προϋπόθεση καταβολής της αξίας της εταιρικής συμμετοχής στις εταιρείες ορισμένου χρόνου.

Όπως ορίζουν τα άρθρα 261 § 3 και 264 § 2 του ν. 4072/2012, αξίωση για καταβολή της αξίας της εταιρικής συμμετοχής σε εταιρεία ορισμένου χρόνου υφίσταται μόνο εφόσον η εκούσια έξοδος του εταίρου στηρίζεται σε σπουδαίο λόγο. Αντίστοιχη προϋπόθεση δεν υφίσταται για τις αορίστου χρόνου εταιρείες, όπως προκύπτει απ’ το άρθρο 261 § 2.  Η έννοια του σπουδαίου λόγου δεν αναφέρεται στο νόμο. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό, πως σπουδαίο λόγο μπορεί ν’ αποτελέσει κάθε περιστατικό ή κατάσταση που, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, έχει ως συνέπεια, η παραμονή του εταίρου στην εταιρεία να καθίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαίτερα επαχθής για τον ίδιο . Τα περιστατικά ή οι καταστάσεις αυτές μπορούν ν’ αφορούν τόσο στο πρόσωπο του εξερχομένου εταίρου, όσο και στη συμπεριφορά των λοιπών εταίρων ή στην κατάσταση της εταιρείας.

Για να εξειδικευθεί, σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση, η αόριστη νομική έννοια του σπουδαίου λόγου, είναι δεδομένο πως θα υπάρξει προσφυγή σε αξιολογικές σταθμίσεις, προκειμένου να σχηματισθεί η δικαστική κρίση, η οποία, πάντως, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Συμπερασματικά, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία σπουδαίου λόγου δε διαδραματίζει κανένα ρόλο στην επέλευση της εκουσίας εξόδου του εταίρου από την εταιρεία, είτε αυτή είναι αορίστου, είτε ορισμένου χρόνου. Ομοίως, δεν ασκεί έννομη επιρροή και στην αξίωση του εξελθόντος για καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, εφόσον πρόκειται για εταιρεία αορίστου χρόνου. Σε περίπτωση, όμως, ανυπαρξίας σπουδαίου λόγου για την έξοδο εταίρου από εταιρεία ορισμένου χρόνου, ο εξερχόμενος εταίρος απολλύει το δικαίωμα στην αξία της εταιρικής του συμμετοχής. Δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής είναι, κατά το νομοθέτη, η προστασία των συμφερόντων της εταιρείας, καθώς έτσι δημιουργείται «αντικίνητρο για την άσκηση αβασίμων ή καταχρηστικών δηλώσεων εξόδου».

Σύμφωνα με την ΑΠ 671/2020 “Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης που δημιούργησε ο προβαλλόμενος σπουδαίος λόγος”. Σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων που επικεντρώνουν στην οπτική της εμπορικής επιχείρησης, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, είναι 

  • η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων, 
  • η έλλειψη κερδών, 
  • η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων,
  • η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, 
  • οι διαρκείς διαφωνίες, 
  • η έλλειψη συνεργασίας, 
  • ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κλπ. 

Σημειώνεται ότι είναι διαφορετική η περίπτωση της ακούσιας αποχώρησης εταίρου, δηλαδή ο αποκλεισμός εταίρου από την εταιρεία.

Διαβάστε επίσης: Οι συναλλαγές της Α.Ε. με τα συνδεδεμένα μέρη της. Οι απαγορεύσεις, οι εξαιρέσεις και η διαδικασία αδειοδότησης για συναλλαγές της εταιρείας με συνδεδεμένα μέρη.

Η ευθύνη των διοικούντων των νομικών προσώπων για χρέη προς το Δημόσιο. Νομοθετικό πλαίσιο και προυποθέσεις.

Πτωχές εταιρείες και πλούσιοι μέτοχοι. Ενέργειες αποφυγής πληρωμής εταιρικών υποχρεώσεων. Νομοθετικό καθεστώς και τρόποι αντιμετώπισης των εταιρικών τακτικών που σκοπούν στην μη αποπληρωμή των οφειλών και στην καταδολίευση των δανειστών.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.