Οι συναλλαγές της Α.Ε. με τα συνδεδεμένα μέρη της. Οι απαγορεύσεις, οι εξαιρέσεις και η διαδικασία αδειοδότησης για συναλλαγές της εταιρείας με συνδεδεμένα μέρη.

Η ανώνυμη εταιρία ως κλασικό παράδειγμα κεφαλαιουχικής εταιρίας, ευθύνεται η ίδια ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο, για τα εταιρικά χρέη, με τους μετόχους της να μην υπέχουν προσωπική ευθύνη για αυτά. Αντιστάθμισμα για τον αποκλεισμό της ευθύνης των μετόχων αποτελεί το ίδιο το κεφάλαιο. Σε υλοποίηση της αρχής της διατήρησης και αντιστοιχίας ανάμεσα στο κεφάλαιό της και στην περιουσία της, η διαθέσιμη εταιρική περιουσία θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με το μετοχικό κεφάλαιο. Δεδομένης της ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας της εταιρίας από αυτή των εταίρων/μετόχων, είναι αυτονόητο ότι η εν λόγω εταιρική περιουσία είναι απολύτως διακριτή από αυτή των μελών της για τα οποία αποτελεί -ακριβώς- ξένη περιουσία. Επομένως, σαφής καθίσταται η ανάγκη προστασίας της εταιρικής περιουσίας από πιθανές ενέργειες οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν στην απομείωση της.

Στους κόλπους της Α.Ε. υπάρχουν πρόσωπα τα οποία λόγω της θέσης τους δύνανται να επηρεάζουν το περιεχόμενο των συναλλαγών τις οποίες συνάπτει η ίδια η εταιρία, με τρόπο ώστε να επωφεληθούν τα δικά τους συμφέροντα (self-dealing), μη λαμβανομένων παράλληλα υπόψη και των συμφερόντων της εταιρίας. Ο κίνδυνος βρίσκεται ακριβώς στο ενδεχόμενο οι όροι υπό τους οποίους συνάπτονται οι εν λόγω συμβάσεις να μη διέπονται από την αρχή των πραγματικών συνθηκών της αγοράς (“arm’s length principle”). Τόσο τα πρόσωπα της διοίκησης, τα οποία κατεξοχήν βρίσκονται σε θέση να λαμβάνουν αποφάσεις για την Α.Ε., όσο επίσης και μεγαλομέτοχοι οι οποίοι έχουν τη δύναμη να ασκούν επιρροή στη διοίκηση, μπορεί να μεθοδεύσουν τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας είτε στους ίδιους είτε σε πρόσωπα υπό τον έλεγχο τους. Πρόκειται για συναλλαγές δηλ. για τις οποίες υπάρχει υποψία ότι λαμβάνουν χώρα κατόπιν άσκησης αθέμιτης επιρροής και προς όφελος προσώπων, που ελέγχουν ή διοικούν την εταιρία. Για να αποφευχθούν αυτές οι περιπτώσεις καταχρήσεων εις βάρος της εταιρίας με τελικό αποτέλεσμα τη ζημία των μετόχων και των τρίτων πολλές έννομες τάξεις ανέλαβαν νομοθετική πρωτοβουλία για τη ρύθμιση τέτοιου είδους συναλλαγών. Οι νέες ρυθμίσεις περιέχονται στις διατάξεις των άρθρων 99 ν. 4548/2018 “Διαφάνεια και εποπτεία των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη”, 100 ν. 4548/2018 “Χορήγηση άδειας για την κατάρτιση συναλλαγής με συνδεδεμένο μέρος” και 101 ν. 4548/2018 “Δημοσιότητα των συναλλαγών με συνδεδεμένα μέρη”. Απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση για τη σύναψη σύμβασης της εταιρίας με ένα από τα πρόσωπα αυτά αποτελεί η χορήγηση σχετικής άδειας από το αρμόδιο για αυτό εταιρικό όργανο.

Συνδεδεμένα μέρη σε εταιρείες των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά.

Επί αυτού του είδους εταιριών, στις οποίες δεν ισχύουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα κατ’ αρχήν, την έννοια των συνδεδεμένων μερών εντοπίζουμε στην παρ. 2β του άρθρου 99 ν. 4548/2018. Σύμφωνα με αυτή στην κατηγορία των συνδεδεμένων μερών υπάγονται πρώτον τα μέλη του ΔΣ. Άλλη σημαντική κατηγορία αποτελούν τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο στην ΑΕ, τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά (όπως η έννοια του ελέγχου ορίζεται στο άρθρο 32 ν. 4308/2014 που αναφέρεται σε οντότητες σε σχέση μητρικών προς θυγατρικές). Ακόμη, υπάγονται τα στενά μέλη οικογένειας των παραπάνω φυσικών προσώπων (ήτοι σύζυγοι, συμβιούντες σύντροφοι, εξαρτώμενα μέλη συμπεριλαμβανομένων ανιόντων ή κατιόντων συγγενών και συγγενείς του συζύγου/συμβιούντος συντρόφου κατά το Παράρτημα Α’ ν. 4308/2014) και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους παραπάνω. Τέλος, συμπεριλαμβάνονται και τα πρόσωπα που έχουν χαρακτηρισθεί με καταστατική πρόβλεψη, συνδεδεμένα μέρη και άρα έχει επεκταθεί και σε αυτά η εφαρμογή των σχετικών περιοριστικών διατάξεων των άρθρων 99-100 ν. 4548/2018, ιδίως δε των γενικών διευθυντών και των διευθυντών της εταιρίας.

Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων

Κατά το προϊσχύσαν δίκαιο έφερε βαρύνουσα σημασία ο χαρακτηρισμός του είδους μιας σύμβασης ώστε να κριθεί αν αυτή είναι απολύτως απαγορευμένη, αν επιτρέπεται υπό όρους ή αν είναι απολύτως ελεύθερη. Η κυριότερη ουσιαστική διαφορά των ρυθμίσεων του νέου νόμου σε σύγκριση με εκείνες του άρθρου 23α K.N. 2190/1920 είναι η κατάργηση της διάκρισης των συναλλαγών σε πιστωτικές και μη πιστωτικές. Πλέον, όλες οι συμβάσεις που συνάπτει η εταιρία με τα συνδεδεμένα μέρη, δηλαδή ακόμη και η χορήγηση δανείων ή πιστώσεων αλλά και οι εγγυήσεις ή ασφάλειες που παρέχει η εταιρία σε τρίτο πρόσωπο υπέρ αυτών, υπάγονται σε ενιαίο καθεστώς και απαγορεύονται πλήρως εκτός αν έχει παραχωρηθεί η ειδική άδεια που προβλέπεται από το νόμο.

Κατ’ αρχήν αρμόδιο όργανο για την αδειοδότηση είναι το Διοικητικό Συμβούλιο. Το άρθρο 100 του ν. 4548/2018 ορίζει ότι η άδεια κατάρτισης συναλλαγής της εταιρίας με συνδεδεμένα μέρη ή η παροχή ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτο υπέρ των συνδεδεμένων μερών της δίνεται από το ΔΣ της εταιρίας. Πρόκειται για μια καινοτομία του ν. 4548/2018 καθώς το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς απένειμε την αρμοδιότητα της αδειοδότησης σε άλλο εταιρικό όργανο, αυτό της ΓΣ, σύμφωνα με το αρ. 23α ΚΝ 2190/1920. Μάλιστα, δεν παρεχόταν η δυνατότητα μετάθεσης της εν λόγω αρμοδιότητας στο ΔΣ ούτε με καταστατική πρόβλεψη που να επιτρέπει τη σύναψη ορισμένων συμβάσεων ή να παρέχει σχετική εξουσιοδότηση στο ΔΣ . Αλλά ούτε και επιτρεπόταν απόφαση του ΔΣ να αναπληρώσει απόφαση αδειοδότησης της ΓΣ ακόμη και αν στη λήψη της πρώτης συμμετείχε σύμβουλος που συγχρόνως κατείχε και την πλειοψηφία των μετοχών. Ο νομοθέτης υιοθετεί πλέον διαφορετική προσέγγιση μεταθέτοντας την αρμοδιότητα αυτή στο διαχειριστικό όργανο της εταιρίας με σκοπό να καταστήσει τον έλεγχο των συναλλαγών της εταιρίας “αποτελεσματικότερο, ταχύτερο και απλούστερο”.

Πράγματι, η επιλογή αυτή, η οποία συνάδει με το περιεχόμενο του άρθρου 9γ της Οδηγίας 2007/36/ΕΚ , όπως αυτό εισήχθη δυνάμει της Οδηγίας 2017/828/ΕΕ ενέχει τη σκοπιμότητα της εγκαθίδρυσης ενός βελτιωμένου μηχανισμού ελέγχου των συναλλαγών της εταιρίας με τα συνδεδεμένα μέρη μέσω της ανάθεσης αυτού σε ένα όργανο το οποίο κρίνεται καταλληλότερο για τους κάτωθι λόγους. Η σύγκληση και η λήψη των αποφάσεων γίνεται με μικρότερο κόστος σε σύγκριση με όσα ισχύουν για τη ΓΣ και γενικώς το ΔΣ, ως διαρκές όργανο, αποφασίζει με ταχύτερες και απλούστερες διαδικασίες. Επιπλέον, ως διαχειριστικό όργανο της εταιρίας έχει τη γνώση και την ικανότητα να εκτιμήσει αν η επίμαχη σύμβαση είναι επωφελής ή επιζήμια για τα συμφέροντα της εταιρίας. Ακόμη, μέσω της ανάθεσης του ελέγχου στο ΔΣ διασφαλίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό ο ορθός και ουσιαστικός έλεγχος των συναλλαγών, καθώς τα μέλη του ΔΣ υπέχουν ευθύνη έναντι της εταιρίας για τις αποφάσεις τους, εν αντιθέσει με τους μετόχους οι οποίοι μόνο κατ’ εξαίρεση υπέχουν ευθύνη έναντι της εταιρίας.

Εφόσον αντισυμβαλλόμενος της Α.Ε. σε μια τέτοιου είδους συναλλαγή μπορεί να τυγχάνει να είναι ένα μέλος του ΔΣ , η ψήφος του εν λόγω προσώπου είναι αναμενόμενο να μην λαμβάνεται με αντικειμενικά κριτήρια, αλλά να εκκινεί από το προσωπικό συμφέρον. Για το λόγο αυτό ο νόμος απαγορεύει τη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία. Μπορεί υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, ο περιορισμός συμμετοχής και ψηφοφορίας του κρίσιμου συνδεδεμένου μέρους στη ΓΣ να μην περιλαμβανόταν ρητά στο άρθρο 23α του ν. 2190/1920, ωστόσο σήμερα, είναι απολύτως σαφές ότι τα μέλη του ΔΣ στα οποία αφορά η επικείμενη σύμβαση απαγορεύεται να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία του ΔΣ, όπως ορίζει το άρθρο 97 παρ. 322 ν. 4548/2018 και άρα αποφεύγεται η λήψη απόφασης με μεροληπτικές ψήφους. Το ενδιαφερόμενο μέλος δεν λαμβάνεται υπόψη για το σχηματισμό του αριθμητή και του παρονομαστή του κλάσματος στον υπολογισμό της απαρτίας και της πλειοψηφίας των μελών του ΔΣ. Προκειμένου να διαπιστωθεί η εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων, το μέλος ΔΣ που σχετίζεται με τη σύμβαση (είτε το ίδιο είτε συγγενείς και ελεγχόμενα από αυτό πρόσωπα όπως αυτά έχουν αναλυθεί ήδη) υπέχει γενική και αδιάστικτη υποχρέωση να αποκαλύπτει τα ίδια συμφέροντα του, σύμφωνα με το άρθρο 97 παρ. 1 στοιχ. β΄24 του ν. 4548/2018. Η ανακοίνωση αυτή πρέπει να γίνεται “έγκαιρα και με επάρκεια”, δηλαδή πριν τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης. Μετά την γνωστοποίηση αυτή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέλους, αφήνεται στα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ να αξιολογήσουν, σύμφωνα με το κριτήριο της αντίληψης του μέσου συνετού επιχειρηματία, εάν το ίδιο συμφέρον του διοικούντος οδηγεί σε σύγκρουση και μπορεί να επηρεάσει την ελεύθερη κρίση του ενδιαφερόμενου μέρους. Μάλιστα, στην κρίση αυτή θα ληφθεί υπόψη και ο ουσιώδης ή μη χαρακτήρας της εν θέματι σύγκρουσης, κριτήριο το οποίο πλέον αναγνωρίστηκε ρητά στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου. Συνήθως, η σύγκρουση και ο ουσιώδης χαρακτήρας της είναι εμφανής. Η απόφαση, σε αυτές τις περιπτώσεις θα ληφθεί από τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ, εφόσον ο αριθμός αυτών είναι επαρκής για τον σχηματισμό απαρτίας. Πάντως, ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής από το ΔΣ σε άλλο υποκατάστατο όργανο ή επιτροπή βάσει του άρθρου 87 απαγορεύεται ρητώς σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 2 εδ. α΄ 29 χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι τυχόν επιτροπή δεν μπορεί να συνδράμει στη λήψη της απόφασης από το ΔΣ υποβάλλοντας εισηγήσεις ή άλλες επεξηγηματικές εκθέσεις σε αυτό.

Εξάλλου, ο νόμος, διατήρησε τη δυνατότητα να καταστεί η ΓΣ κατ’ εξαίρεση αρμόδια για τη λήψη απόφασης αδειοδότησης συναλλαγής με συνδεδεμένα μέρη σε δύο περιπτώσεις οι οποίες περιγράφονται στο άρθρο 100 παρ. 2 εδ. β΄. Ο στόχος που εξυπηρετεί η εν λόγω πρόβλεψη είναι η προστασία των μετόχων και κυρίως της μετοχικής μειοψηφίας όταν τα συμφέροντα αυτών δεν είναι εφικτό να προστατευθούν από τη δράση των εταιρικών διοικητών. Η αρμοδιότητα της ΓΣ ενεργοποιείται, πρώτον, όταν το ΔΣ αδυνατεί να λάβει απόφαση επειδή είναι αδύνατο να συνεδριάσει εγκύρως σύμφωνα με το νόμο. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που η αδυναμία ψήφου λόγω σύγκρουσης συμφερόντων βάσει του άρθρου 97 παρ. 3 αφορά τόσα μέλη ώστε τα υπόλοιπα να μη σχηματίζουν απαρτία. Αν, δηλαδή δεν αντιπροσωπεύονται σε αυτό το ήμισυ πλέον ενός των συμβούλων, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 92 παρ. 1 , δεν δύναται να προβεί στη λήψη απόφασης με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ να οφείλουν, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, να συγκαλέσουν ΓΣ με αποκλειστικό σκοπό τη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης. Ωστόσο, υπάρχει και άλλη περίπτωση στην οποία ενεργοποιείται το ανώτατο εταιρικό όργανο, όταν αυτό ζητηθεί από τη μειοψηφία των μετόχων. Η δυνατότητα αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 3 το οποίο επιτρέπει σε μετόχους που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του κεφαλαίου να παραπέμψουν το ζήτημα στη ΓΣ, με δυνατότητα καταστατικής μείωσης του εν λόγω ποσοστού έως και στο ένα εκατοστό (1/100) του μετοχικού κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό διατηρείται η δικαιοδοσία των μετόχων να αποφασίζουν σχετικά με τις συναλλαγές αυτές, αν δεν συμφωνούν με την απόφαση της διοίκησης να παραχωρηθεί η άδεια, υπό την προϋπόθεση ότι θα ζητηθεί από τη μειοψηφία εντός δεκαημέρου από τη δημοσίευση της απόφασης του ΔΣ.

Οι διατάξεις του νέου νόμου (όπως μάλιστα και του προϊσχύσαντος) αναφέρονται σε ειδική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, χωρίς να γίνεται απολύτως καμία μνεία αν η συνέλευση θα πρέπει να είναι τακτική ή έκτακτη και άρα ελλείψει ειδικής πρόβλεψης, γίνεται δεκτό ότι μπορεί να είναι είτε τακτική είτε έκτακτη. Πάντως για να είναι έγκυρη η απόφαση που παρέχει την άδεια θα πρέπει να υπάρξει νόμιμη σύγκληση της ΓΣ, η οποία μπορεί να γίνει με κάθε νόμιμο τρόπο. Εκτός λοιπόν από τη σύγκληση από το ΔΣ κατόπιν αιτήματος των μετόχων του 1/20 βάσει του άρθρου 100 παρ. 3, μπορεί το ίδιο να συμβεί και με αίτημα μετόχων του 1/20 σύμφωνα με το άρθρο 141 παρ. 1, ενώ μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί ως αυτόκλητη καθολική σύμφωνα με το 121 παρ. 5, χωρίς συνεδρίαση βάσει του άρθρου 1 ή μέσω προσυπογραφής πρακτικού χωρίς συνεδρίαση βάσει του άρθρου 1. Ούτε για τον τρόπο διεξαγωγής της ψηφοφορίας υπάρχει ειδική μνεία, οπότε απουσία συγκεκριμένης πρόβλεψης και στο καταστατικό, η ψηφοφορία μπορεί να είναι μυστική ή φανερή, προφορική ή έγγραφη, με ανύψωση χειρός ή δια βοής.Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει το ζήτημα να ψηφιστεί χωριστά από άλλα θέματα, ώστε οι μέτοχοι να εντείνουν περισσότερο την προσοχή τους στο θέμα που ψηφίζουν.

Οι εξαιρέσεις

Διατηρούνται, ακόμη, ορισμένες εξαιρέσεις από τον ανωτέρω κανόνα οι οποίες επιτρέπονται χωρίς την ανάγκη τήρησης της διαδικασίας αδειοδότησης και προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 99 ν. 4548/201. Αρχικά, υπάγονται α) οι τρέχουσες συναλλαγές της εταιρίας με τα συνδεδεμένα πρόσωπα, β) συμβάσεις που αφορούν τις αποδοχές των μελών του ΔΣ και διοικητικών στελεχών ως προς τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις των αρ. 109-114, γ) συμβάσεις που συνήφθησαν από πιστωτικά ιδρύματα βάσει μέτρων που αποσκοπούν στη διαφύλαξη της σταθερότητάς τους, δ) συμβάσεις της εταιρίας με μετόχους της εφόσον διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση όλων των μετόχων καθώς και η προστασία των συμφερόντων της εταιρίας, ε) συμβάσεις της εταιρίας με εκατό τοις εκατό θυγατρική της ή θυγατρική, στην οποία δεν μετέχει κανένα πρόσωπο συνδεδεμένο, στ) συμβάσεις της εταιρίας με άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενη από αυτήν την εταιρία ή ασφάλειες ή εγγυήσεις υπέρ τέτοιας εταιρίας, οι οποίες συνάπτονται ή παρέχονται προς το συμφέρον και προς όφελος της εταιρίας αυτής και ζ) οι συμβάσεις του άρθρου 19 του ν. 4548/2018.

Οι έννομες συνέπειες από την παράβαση της υποχρέωσης αδειοδότησης

Η παραβίαση των απαγορευτικών διατάξεων του νόμου όπως αυτές θεσπίζονται στα άρθρα 99 επ. δεν γίνεται ανεκτή από το δίκαιο. Η σύναψη συμβάσεων με συνδεδεμένα μέρη χωρίς την τήρηση των αναγκαίων προϋποθέσεων του νόμου συνεπάγεται τόσο αστικές όσο και ποινικές κυρώσεις.

Αρχικά, η διάταξη του άρθρου 99 το οποίο θεσπίζει την υποχρέωση αδειοδότησης στο κείμενο του νέου νόμου για τις AE αναφέρει ήδη από το πρώτο εδάφιο την έννομη συνέπεια της παράλειψης τήρησης της διαδικασίας: “…απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε συμβάσεων της εταιρείας με πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και η παροχή ασφαλειών και εγγυήσεων προς τρίτους υπέρ των προσώπων αυτών, χωρίς ειδική άδεια παρεχόμενη με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ή, με τους όρους του άρθρου 100, της γενικής συνέλευσης των μετόχων.”

Αναφορικά με τις αστικού δικαίου έννομες συνέπειες που επισύρει η παραβίαση των οικείων διατάξεων αξίζει να αναφερθούμε και στον προϊσχύσαντα Κ.Ν 2190/1920 καθώς η ακυρότητα της συναλλαγής ως έννομη συνέπεια έχει τις καταβολές της προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Όπως έχει γίνει γνωστό ανωτέρω, ο Κ.Ν. 2190/1920 ακολουθούσε μία διάκριση μεταξύ των διαφόρων συμβάσεων τις οποίες καταλάμβανε η απαγόρευση βάσει του είδους τους. Για τις πιστωτικές συμβάσεις η απαγόρευση συντέλεσης τους ήταν απόλυτη σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 23α και οδηγούσε σε απόλυτη ακυρότητα.

Ως προς τις λοιπές συμβάσεις υπήρχε ξεχωριστή πρόβλεψη η οποία εξαρτούσε την εγκυρότητα τους από προηγούμενη ειδική “έγκριση” της ΓΣ της εταιρίας. Αναφορικά με τις τελευταίες, η σύναψη τους χωρίς την παροχή της αναγκαίας έγκρισης οδηγούσε σε ακυρότητα, ωστόσο δεν ήταν απολύτως σαφής η φύση της ακυρότητας αυτής (Δούβλης Β., Το αντίστροφο των παρ. 1 εδ. α’ και 3 του άρθρου 23α ν. 2190/1920: Μία υποτιμημένη νομολογιακή παράμετρος εφαρμογής της παρ. 2 του υπόψη άρθρου στις εταιρικές συναλλαγές, ΕλλΔνη 2007, σελ.30). Η κρατούσα άποψη τασσόταν υπέρ του απόλυτου χαρακτήρα της ακυρότητας κατ’ ΑΚ 174 και 180 και για αυτές τις συμβάσεις, χαρακτηρίζοντας την εν λόγω διάταξη αναγκαστικού δικαίου με ιδιαίτερα αυστηρά στοιχεία. Υποστηριζόταν, ωστόσο, από μειοψηφία της θεωρίας ότι η παραβίαση του τότε άρθρου 23α παρ. 2 παρήγαγε σχετική ακυρότητα.

Στη συνέχεια το ζήτημα αποσαφηνίστηκε μέσω του άρθρου 33 του τροποποιητικού νόμου 3604/2007 με το νομοθέτη να βελτιώνει την παρ. 2 του άρθρου 23α εισάγοντας με έμφαση το ρήμα “απαγορεύεται” διαφοροποιώντας τη διάταξη σε σχέση με την προηγούμενη διατύπωσή της. Με τον τρόπο αυτό ευθυγραμμίστηκε η διατύπωση της με την αντίστοιχη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου και εναρμονίστηκε η ακυρότητα ως προς το είδος της και για τις δυο κατηγορίες συμβάσεων. Η διχογνωμία μεταξύ απόλυτης και σχετικής ακυρότητας έλαβε τέλος με την προσέγγιση της κρατούσας άποψης να υπερισχύει, οριζόντια για όλες τις συμβάσεις, πλέον. Μαζί με αυτή τη διευκρίνιση , αντικαταστάθηκε επιπλέον και ο όρος “έγκριση” ο οποίος είχε χαρακτηριστεί ως αδόκιμος από άποψη αστικού δικαίου, με τον όρο “άδεια”, όπως ισχύει επίσης και στο παρόν καθεστώς.

Ως προς τις αστικού δικαίου συνέπειες λοιπόν, η απόλυτη ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης λόγω μη τήρησης της διαδικασίας αδειοδότησης προκύπτει πλέον αναμφίβολα από τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ν. 4548/2018. Ακυρότητα είναι η έννομη συνέπεια κατά την οποία μία δικαιοπραξία δεν παράγει έννομες συνέπειες λόγω της συνδρομής λόγου αποδοκιμασίας που προβλέπεται στο νόμο άμεσα ή έμμεσα. Η ακυρότητα των απαγορευμένων αυτών συμβάσεων επέρχεται ανεξάρτητα από τη γνώση ή την πρόθεση παράβασης τους, ενώ η καλή πίστη του τρίτου συναλλασσόμενου δεν προστατεύεται. Ο χαρακτηρισμός της ακυρότητας της συναλλαγής ως απόλυτης δεν είναι άνευ συνεπειών. Το ζήτημα συνδέεται και με το ερώτημα του ποια συμφέροντα προστατεύουν οι ρυθμίσεις αυτές και ως εκ τούτου ποια πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον να επικαλεστούν την ακυρότητα. Έχει ήδη γίνει δεκτό ανωτέρω ότι στο επίκεντρο του προστατευτικού σκοπού των διατάξεων για τις συναλλαγές με συνδεδεμένα μέρη βρίσκονται η εταιρία και οι μέτοχοι (ιδίως μειοψηφίας). Ωστόσο, στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές προστατεύουν και την εταιρική περιουσία μπορεί να γίνει λόγος και για προστασία, δευτερευόντως, και των εταιρικών δανειστών. Τέλος, για τις εισηγμένες εταιρίες πρέπει να συμπεριληφθεί στην εξίσωση και η προστασία των επενδυτών και της αποτελεσματικότητας της κεφαλαιαγοράς. Επομένως την ακυρότητα μπορεί να επικαλεσθεί η εταιρία και οι μέτοχοι αλλά και οποιοσδήποτε έλκει έννομο συμφέρον.

Πάντως, έννομο συμφέρον δεν έχει ο οποιοσδήποτε τρίτος από μόνο το λόγο ότι η εύρυθμη λειτουργία των ανωνύμων εταιριών ενδιαφέρει την έννομη τάξη. Η παραδοχή ότι ο τρίτος έχει έννομο συμφέρον δεν θα πρέπει να γίνεται αφειδώς διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασύδοτη ανάμιξη τρίτων στα εσωτερικά μίας εταιρίας. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και επί εισηγμένων ανωνύμων εταιριών όταν ο οποιοσδήποτε μέτοχος μπορεί με την ιδιότητα αυτή να επικαλεστεί την ακυρότητα, οπότε επί μετόχων με πολύ χαμηλό ποσοστό συμμετοχής θα πρέπει να τίθεται ως όριο η διάταξη του άρθρου ΑΚ 281.

Σε γενικές γραμμές η επίκληση της ακυρότητας μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, ανεξάρτητα από το πότε καταρτίστηκε η απαγορευμένη σύμβαση χωρίς χρονικό περιορισμό. Ωστόσο αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποδυνάμωσης δικαιώματος τότε θα ελεγχθεί και πάλι υπό τη σκοπιά της διάταξης του άρθρου ΑΚ 281.Το βάρος απόδειξης φέρει αυτός που μάχεται για την εγκυρότητα των συμβάσεων.Σε δικονομικό επίπεδο η ακυρότητα μπορεί να ληφθεί υπόψη και αυτεπάγγελτα και από το Δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που του υποβλήθηκαν ενώ μπορεί να προταθεί και κατ’ ένσταση. Η εναγόμενη εταιρία δικαιούται να προτείνει δικαιοκωλυτική ένσταση ακυρότητας, ενώ ο ενάγων μπορεί να την αντικρούσει επικαλούμενος την ύπαρξη προηγούμενης άδειας από τη ΓΣ.

Εξάλλου σύμφωνα με την ΑΚ 180 η άκυρη δικαιοπραξία είναι σαν να μην έγινε ποτέ και άρα δεν παράγει τις έννομες συνέπειες στις οποίες απέβλεψαν τα μέρη. Εάν η άκυρη σύμβαση δεν έχει εκτελεστεί, τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή η εταιρία και το συνδεδεμένο μέρος, απαλλάσσονται των συμβατικών υποχρεώσεων τους. Ωστόσο, όταν από την άκυρη δικαιοπραξία ασκήθηκαν δικαιώματα και εκπληρώθηκαν υποχρεώσεις, η ενέργεια της ακυρότητας που σημαίνει την αναδρομική εξαφάνιση της δικαιοπραξίας επιβάλλει και την ανατροπή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μετά την εκτέλεσή της και δημιουργείται η λεγόμενη σχέση εκκαθάρισης μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Η αναζήτηση από την εταιρία των καταβληθέντων επί τη βάσει απαγορευμένων-άκυρων συμβάσεων γίνεται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η διατήρηση του πλουτισμού που επήλθε από τις υποσχετικές επιδόσεις δεν δικαιολογείται εκ του νόμου, οπότε γεννάται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού για έλλειψη νόμιμης αιτίας υπό την ειδικότερη μορφή της αχρεώστητης παροχής και οι παροχές αναζητούνται αντίστοιχα. Και η εταιρία λοιπόν υποχρεούται σε επιστροφή της παροχής που έλαβε από τα υποκείμενα των απαγορεύσεων, οφείλοντας μάλιστα και τόκους από την καταβολή της παροχής.

Με την ίδια νομική βάση μπορούν και οι δανειστές της εταιρίας να ζητήσουν τα καταβληθέντα ασκώντας πλαγιαστική αγωγή κατ’ άρθρο ΚΠολΔ 72. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται όταν η επίμαχη ακυρότητα αφορά υποσχετική δικαιοπραξία. Σε περίπτωση που υπάρχει συνδυασμός υποσχετικής και εκποιητικής συναλλαγής πάλι εφαρμογής βρίσκουν οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, μόνο όταν η εκποιητική δικαιοπραξία είναι αναιτιώδης. Η ακυρότητα, τότε, περιοριζεται στην υποσχετική δικαιοπραξία και η εκποίηση που επιχειρήθηκε σε εκτέλεση της είναι αναιτιώδης, οπότε θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων ΑΚ 904 επ. Ωστόσο, εάν η κρίσιμη εκποιητική δικαιοπραξία έχει αιτιώδη χαρακτήρα, όπως επί παραδείγματι στην μεταβίβαση ακινήτου τότε η ακυρότητα επεκτείνεται και στην εκποιητική και επομένως ο ενάγων θα εφαρμόσει τις διατάξεις περί προστασίας της κυριότητας σύμφωνα με τα ΑΚ 1094 επ. Αν πρόκειται δηλαδή, για άκυρη εκποιητική δικαιοπραξία, δεν έχει επέλθει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα που επιδιώχθηκε και άρα το δικαίωμα παραμένει στο δικαιούχο. Στην περίπτωση αυτή, ο μεταβιβάσας το ακίνητο θα έχει τη διεκδικητική αγωγή.

Επί παροχών που εκ φύσεως δεν είναι δυνατό να επιστραφούν, όπως είναι η εργασία , ανακύπτει ιδιαίτερο ζήτημα, καθώς δεν μπορεί να ακολουθηθεί η διαδικασία όπως έχει αναλυθεί ανωτέρω. Διότι εάν ο αντισυμβαλλόμενος της εταιρίας υποχρεωθεί να επιστρέψει την αμοιβή που έλαβε, τότε η εταιρία θα έχει καρπωθεί την εργασία του και άρα θα οδηγηθεί σε πλουτισμό. Επομένως, σε αυτές τις περιπτώσεις έχει κριθεί ότι ο μισθωτός – όταν η σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και του αντισυμβαλλομένου του είναι άκυρη- θα δικαιούται να λάβει από την εταιρία την ωφέλεια που προέκυψε από την προσφορά των υπηρεσιών του σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η εν λόγω ωφέλεια συνίσταται στη δαπάνη την οποία θα έπρεπε να καταβάλει ο εργοδότης στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη διεξαγωγή της υπηρεσίας του. Αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με την αμοιβή που θα κατέβαλε σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που θα προσλάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας, βάσει των συνθηκών που επικρατούν στον τόπο παροχής της εργασίας. Συμψηφίζοντας τα δύο προκύπτοντα ποσά, η εταιρία θα είχε τελικώς αξίωση μόνο για το τυχόν υπερβάλλον ποσό που κατέβαλε.

Η ακυρότητα της κρίσιμης σύμβασης δεν θα μπορούσε να αποτελεί τη μοναδική συνέπεια της απόπειρας κατάρτισης της, χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας. Αναγνωρίζεται, επιπλέον, ευθύνη στο πρόσωπο του οργάνου το οποίο προέβη στην εν λόγω ενέργεια, ήτοι του ΔΣ. Η ευθύνη ως έννομη κατάσταση εις βάρος ενός υποκειμένου του δικαίου – εν προκειμένω των διοικητών της ΑΕ- αποτελεί αποτέλεσμα παραβίασης ορισμένων υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει ο νόμος στα εν λόγω πρόσωπα. Τα μέλη ΔΣ, λοιπόν, υπέχουν ως ουσιώδη και βασική υποχρέωση την επιμελή διαχείριση της ΑΕ, οφείλοντας να διαχειρίζονται τις εταιρικές υποθέσεις με σκοπό την, στο πλαίσιο της νομιμότητας, προαγωγή του εταιρικού συμφέροντος και να καταβάλλουν την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία κατα την διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων. Την υποχρέωση αυτή πλαισιώνουν και δευτερεύουσες υποχρεώσεις, σημαντικής ωστόσο βαρύτητας για την εύρυθμη λειτουργία της ΑΕ. Η υποχρέωση πίστης η οποία βασίζεται στην σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ διοικητών και εταιρίας έχει ως περιεχόμενο την προώθηση των συμφερόντων της εταιρίας κατά τον πιο επωφελή τρόπο για αυτήν, καθώς και την παράλειψη κάθε ενέργειας που μπορεί να βλάψει τα συμφέροντά της.Εκδήλωση της τελευταίας αυτής αρνητικής υποχρέωσης είναι οι διοικητές να μην επιδιώκουν ίδια συμφέροντα που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρίας. Κλασική περίπτωση τέτοιας σύγκρουσης είναι όταν αντισυμβαλλόμενοι της ΑΕ είναι οι ίδιοι οι διοικητές ή άλλα πρόσωπα που ασκούν επιρροή πάνω τους, η οποία έχει σχολιαστεί μέσω της παρούσας. Αν λοιπόν τα μέλη του ΔΣ καταρτίσουν σύμβαση ενάντια στις απαγορεύσεις των άρθρων 99-101 περί περιορισμού των συμβάσεων με συνδεδεμένα μέρη, τότε τα πρόσωπα αυτά θα υπέχουν ευθύνη απέναντι στην εταιρία.

Ειδικότερα, η ευθύνη αυτή θα απορρέει από πταίσμα στην εκπλήρωση της υποχρέωσης διαχείρισης της εταιρίας, καθώς και από την αθέτηση της υποχρέωσης πίστης προς την εταιρίας αφού τίθεται ζήτημα προώθησης προσωπικού συμφέροντος απέναντι σε αυτό της εταιρίας. Τέλος, η ευθύνη τους απορρέει και από την ίδια την παράβαση των άρθρων 99-101 που περιέχουν μια ειδική εκδήλωση της υποχρέωσης πίστης. Η αστική ευθύνη των μελών ΔΣ (και των τυχόν κατ’ εξουσιοδότηση του καταστατικού ορισθέντων από το ΔΣ, για άσκηση διαχειριστικών εξουσιών τρίτων και αυτών, ακόμα των οποίων η πράξη διορισμού ήταν ελαττωματική) έναντι της εταιρίας, για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, προβλέπεται στο νόμο ως νόθος αντικειμενική ευθύνη στο άρθρο 102 ν. 4548/2018. Δηλαδή, η ευθύνη παραμένει υποκειμενική και ο διοικητής ευθύνεται για κάθε μορφή πταίσματος αλλά απαλλάσσεται από αυτήν, αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι “κατέβαλε κατά την άσκηση των καθηκόντων του την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία” σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 2 εδ. α΄ ν. 4548/2018.

Συνεπώς τόσο η κατανομή του βάρος απόδειξης των διοικητών όσο και το μέτρο της επιμέλειας παραμένουν αμετάβλητα και υπό το νέο δίκαιο. Εφόσον υπάρχει παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων και πταίσμα κατά τα ανωτέρω, από τα οποία προκλήθηκε ζημία ή υπάρχει αδικοπραξία, η εταιρία έχει αξίωση κατά του μέλους προς αποζημίωση της (ΑΚ 382, ΑΚ 914). Η αξίωση αυτή επιδιώκεται με την άσκηση εταιρικής αγωγής εις βάρους του υπεύθυνου ή των υπεύθυνων προσώπων, οπότε σε αυτήν την περίπτωση η ευθύνη θα τους βαραίνει εις ολόκληρον.

Ωστόσο το ενδεχόμενο ύπαρξης ευθύνης δεν αφορά μόνο την περίπτωση που δεν τηρήθηκαν οι κατα το νόμο προβλεπόμενες διαδικασίες, αλλά υφίσταται και στην περίπτωση που ενώ έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες, η συναλλαγή είναι επιζήμια για την εταιρία και δεν προάγει το εταιρικό συμφέρον. Συγκεκριμένα, το ΔΣ ως διαχειριστικό όργανο τεκμαίρεται να έχει σημαντικότερη γνώση και ικανότητα ώστε να εκτιμήσει αν η αδειοδοτούμενη σύμβαση είναι επωφελής ή επιζήμια για τα συμφέροντα της εταιρίας. Σε αυτή τη στάθμιση θα πρέπει να λάβει υπόψη αν η επίμαχη σύμβαση προάγει τα συμφέροντα της εταιρίας ή έστω είναι ουδέτερη για το εταιρικό συμφέρον. Αν, λοιπόν, το ΔΣ υπαιτίως προχωρήσει στην σύναψη της σύμβασης ενώ η τελευταία δεν εμφανίζει τα αναγκαία χαρακτηριστικά, είναι επόμενο το διαχειριστικό όργανο να υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102. Ωστόσο, ο νόμος παρέχει μέσω του άρθρου 102 παρ. 4222 στους διοικητές ένα αμυντικό οπλοστάσιο το οποίο οδηγεί στον αποκλεισμό της ευθύνης τους ανεξάρτητα από την έκβαση του αποδεικτικού τους εγχειρήματος αναφορικά με την επίδειξη επιμέλειας του συνετού επιχειρηματία. Μπορούν, δηλαδή να επικαλεστούν είτε συμμόρφωσή τους με το περιεχόμενο σύννομης απόφασης ΓΣ, είτε τήρηση του κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης. Αναφορικά με την πρώτη περίπτωση, συνάγεται ότι τα μέλη του ΔΣ δεν υπέχουν ευθύνη εφόσον η σχετική απόφαση ελήφθη εν τέλει από τη ΓΣ. Αν, όμως, οι μέτοχοι δεν αξιοποιήσουν τη δυνατότητα σύγκλησης ΓΣ και αφήσουν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία ή αν εναλλακτικά δηλώσουν εκ των προτέρων ότι δεν προτίθενται να άγουν το ζήτημα στο ανώτατο εταιρικό όργανο, τότε δεν μιλούμε για πλήρη ανυπαρξία ευθύνης στο πρόσωπο του ΔΣ. Οι διοικητές στην περίπτωση αυτή θα ευθύνονται πράγματι, αλλά το πεδίο της ευθύνης τους θα είναι περιορισμένο λαμβανομένης υπόψη της αδράνειας των μετόχων, οι οποίοι θεωρητικά θα μπορούσαν να απορρίψουν μια τέτοια επιζήμια για την ΑΕ απόφαση.

Η δεύτερη περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης σχετίζεται με τον κανόνα της επιχειρηματικής κρίσης , όπως είναι γνωστός και από την αλλοδαπή βιβλιογραφία ως “business judgement rule”, σύμφωνα με τον οποίο δεν υφίσταται ευθύνη για μέλος του ΔΣ ή τρίτων προσώπων για πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν εύλογη επιχειρηματική απόφαση η οποία ελήφθη με καλή πίστη, με βάση επαρκείς πληροφορίες και αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος. Αν αποδειχθούν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, επέρχεται μετριασμός της ευθύνης του ΔΣ για τη σύναψη μιας τέτοιας σύμβασης. Η προϋπόθεση της λήψης της απόφασης με γνώμονα αποκλειστικά το εταιρικό συμφέρον, ενδεχομένως να καθίσταται δυσαπόδεικτη, ωστόσο, λόγω της δεδομένης σύγκρουσης συμφερόντων που εντοπίζεται όταν η σύμβαση καταρτίζεται με κάποιο από τα συνδεδεμένα μέρη, που εξορισμού θα έχει ίδιο όφελος προς σύναψη της.

Εκτός όμως από τις ανωτέρω αστικές κυρώσεις, η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 99 επ. του νέου νόμου 4548/2018 επισύρει και ποινικές κυρώσεις, ρύθμιση η οποία εντοπιζόταν και στο προϊσχύσαν νομοθέτημα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 179 περ. 1 προβλέπει ότι όποιος συνάπτει σύμβαση για την οποία απαιτείται άδεια κατά το άρθρο 100 τιμωρείται -ελλείψει αυτής- με φυλάκιση ή χρηματική ποινή. Ωστόσο, η μεταγενέστερη χορήγηση της άδειας οδηγεί σε εξάλειψη του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης και άρα από άποψη ποινικού δικαίου η άδεια μπορεί να παρασχεθεί σε κάθε περίπτωση και μετά τη σύναψη της σύμβασης. Αναφορικά, πάντως με την εν λόγω μεταγενέστερη χορήγηση τίθενται ορισμένοι προβληματισμοί. Εφόσον η ρύθμιση δεν αναφέρεται ειδικώς στο άρθρο 100 παρ. 4 το οποίο αφορά τη διαδικασία εκ των υστέρων παροχής άδειας, συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 179 περ. 1 παραπέμπει στην γενική άδεια που δίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 100 ν. 4548/2018 και άρα ότι πρέπει να ακολουθηθεί πλήρως η αναφερόμενη στο εν λόγω άρθρο διαδικασία για να τεθεί ζήτημα άρσης του αξιόποινου χαρακτήρα. Πάντως, αυτή η επιλογή δεν φαίνεται δικαιολογημένη καθώς όχι μόνο δυσχεραίνει τη διαδικασία αλλά αναιρεί σε ένα βαθμό και την ίδια την ύπαρξης της διάταξης 100 παρ. 4 η οποία θεσπίστηκε ακριβώς για αυτόν τον λόγο. H παραδοχή περί άρσης του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης λόγω εκ των υστέρων χορήγησης της άδειας βάσει της αρχής της ενότητας του δικαίου συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι και από άποψη αστικού δικαίου τέτοιες συμβάσεις θα πρέπει να καθίστανται έγκυρες. Αυτό είναι εύλογο αν αναλογιστεί κανείς ότι η άρση του αξιόποινου χαρακτήρα θα πρέπει να βασίζεται στην άρση του ελαττώματος από αστικής άποψης, καθώς μόνο τότε έχει νόημα και η άρση του αξιοποίνου.

Διαβάστε επίσης: Η ευθύνη των διοικούντων των νομικών προσώπων για χρέη προς το Δημόσιο. Νομοθετικό πλαίσιο και προυποθέσεις.

Πτωχές εταιρείες και πλούσιοι μέτοχοι. Ενέργειες αποφυγής πληρωμής εταιρικών υποχρεώσεων. Νομοθετικό καθεστώς και τρόποι αντιμετώπισης των εταιρικών τακτικών που σκοπούν στην μη αποπληρωμή των οφειλών και στην καταδολίευση των δανειστών.

Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπίας και εμπορικής διανομής. Διαφορές, εφαρμοστέο δίκαιο και αξιώσεις μετά την λύση της σύμβασης.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.