Ο καταλογισμός της άδικης πράξης στον κατηγορούμενο. Λόγοι αποκλεισμού του καταλογισμού και της ενοχής.

Κυρίαρχη θέση στο Ποινικό Δίκαιο κατέχει η αρχή της ενοχής. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, η ποινή μπορεί να επιβληθεί μόνον εφόσον η εγκληματική συμπεριφορά καταλογίζεται προσωπικώς σε εκείνον που την τέλεσε. Κατοχυρώνεται στο άρθρο 14ΠΚ, αλλά και στο Σύνταγμα, στα άρθρα 2 παρ.1 και 5 παρ.1. Είναι γεγονός πως χωρίς τον καταλογισμό, δε θα υπήρχε σύνδεσμος μεταξύ της ποινής και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Μόνο με τον καταλογισμό το πρόσωπο που τέλεσε την αξιόποινη πράξη είναι και υπαίτιο. Η ποινική ευθύνη του, λοιπόν, για την πράξη γίνεται με αυτόν τον τρόπο προσωπική.

Μεγάλη σημασία λοιπόν έχει εάν ο δράστης είναι ικανός για καταλογισμό ή όχι. Κατά το άρθρο 34ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη εάν κατά τη διάρκεια τέλεσης της ενέργειας δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή αδυνατούσε να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης. Το άρθρο 34ΠΚ λοιπόν καθιερώνει τη λεγόμενη ανικανότητα προς καταλογισμό.

Ο δράστης θα μπορούσε να θεωρηθεί ακαταλόγιστος στις περιπτώσεις που παρουσιάζει ψυχωσική διαταραχή με παραγωγικά συμπτώματα, όπως παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, και αποδιοργανωμένος λόγος, που αλλοιώνουν την πραγματικότητα ή όταν πάσχει από νοητική καθυστέρηση ή έκπτωση των νοητικών λειτουργιών σε σημείο που αδυνατεί να κατανοήσει το περιεχόμενο βασικών εννοιών ή ειδικών εννοιών που συνδέονται με την ειδική υπόσταση των αδικημάτων που διαπράττει ή εν γένει όταν δε μπορεί να κατανοήσει ότι η πράξη του αποδοκιμάζεται από το δίκαιο.

Ιδιάζουσα περίπτωση ικανότητας προς καταλογισμό αποτελεί η ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κατ’ άρθρο 36ΠΚ. Σύμφωνα με τη θεωρία του Ποινικού Δικαίου, ο δράστης στην περίπτωση αυτή είναι κατ’ αρχήν ικανός προς καταλογισμό, αλλά πρέπει να καταβάλει για τη συμμόρφωσή του σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια πνεύματος και βούλησης σε σύγκριση με το μέσο άτομο.

Ο δράστης με μειωμένο καταλογισμό παρουσιάζει νοητική έκπτωση σε βαθμό που του επιτρέπει να έχει μία αδρή αντίληψη του άδικου χαρακτήρα της πράξης, περιορίζοντας, όμως, σημαντικά τη δυνατότητα κατανόησης όλων των παραμέτρων ή όταν παρατηρείται αιφνίδια έξαρση ενός συναισθήματος ή ενός αισθήματος με δυσάρεστη χροιά, μιας παρόρμησης, όταν προβαίνει στην άδικη πράξη κατόπιν εκδήλωσης έντονου φόβου, πόνου, άγχους ή οργής.

Ο δράστης με ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό μπορεί, σε αντίθεση με την ανικανότητα για καταλογισμό, να κριθεί ένοχος για μία πράξη και επακόλουθα να τιμωρηθεί για την διενέργεια αυτής. Η προαναφερθείσα όμως δυσκολία του ως προς τη συμμόρφωσή του επιβάλλει την επιεικέστερη ποινική του μεταχείριση με την επιβολή ελαττωμένης ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83ΠΚ. Είναι απαραίτητο η μείωση της ικανότητας για καταλογισμό να οφείλεται σε μία από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στο άρθρο 34ΠΚ: ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή διατάραξη της συνείδησης.

Καταλυτικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου διαδραματίζει η συμβολή του ψυχιάτρου, καθώς η τελική δικαστική κρίση βασίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στη βαρύτητα της ψυχικής διαταραχής. Είναι απαραίτητη η διάγνωση της διαταραχής ή της διατάραξης της συνείδησης και στη συνέχεια ο προσδιορισμός της έντασης και της έκτασης αυτής, με απώτερο στόχο να διαπιστωθεί εάν τα δεδομένα μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή όχι. Και αυτό γιατί το άρθρο 36ΠΚ αναφέρει ρητά πως η ικανότητα προς καταλογισμό πρέπει να έχει μειωθεί «σημαντικά», σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να κριθεί ο δράστης μειωμένα καταλογιστός.

Δε θα πρέπει όμως η δικαστική απόφαση να βασίζεται εξ ολοκλήρου στη ψυχιατρική διάγνωση. Δικαστής και ψυχίατρος «συνεργάζονται» και οι κρίσεις του καθενός αποτελούν μείζονος σημασίας παράγοντες που θα καθορίσουν την έκβαση της δίκης. Οι ισορροπίες είναι αδιαμφισβήτητα λεπτές και αυτός που θα αποφανθεί εν τέλει για το αν ο δράστης πληροί τα κριτήρια του άρθρου 36 ΠΚ ή όχι, αν δηλαδή είναι όντως μειωμένου καταλογισμού, είναι σε κάθε περίπτωση ο δικαστής.

Πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων είναι ότι εάν στην απόδειξη προκύψει αμφιβολία ως προς την «ένταση» της υφιστάμενης διανοητικής–ψυχικής υγείας του κατηγορουμένου, ο δικαστής οφείλει δικονομικά να επιλέγει τη λύση του ακαταλόγιστου, όπως ακριβώς επιτάσσει η αρχή in dubio pro reo, δηλαδή «η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου», και όχι να συμβιβάζεται με το άρθρο 36ΠΚ.

Η αρχή αυτή συνιστά ιδιαίτερη έκφραση της αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας. Ουσιαστικά υποδεικνύει στο δικαστή τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αποφασίσει όταν έχει αμφιβολίες. Παρέχεται λοιπόν στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να τυγχάνει μεταχειρίσεως ωσάν να είναι αθώος, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Η ένταξη του καταλογισμού στην έννοια του εγκλήματος δεν είναι τυχαία. Αποτελεί αξίωση της σύγχρονης συνείδησης του δικαίου. Και αυτό αποδεικνύεται και από τη συνταγματική κατοχύρωση του σεβασμού στην αξία του ανθρώπου. Με την αρχή της ενοχής, αναδεικνύεται η προσωπική ευθύνη του δράστη όσον αφορά την αξιόποινη πράξη που τέλεσε. Όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, χωρίς τον καταλογισμό δε θα υπήρχε σύνδεσμος μεταξύ της ποινής και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Η ψυχιατρική κατάσταση του δράστη αποτελεί εξαιρετικά σημαντική παράμετρο και ορθώς ο νομοθέτης έχει συμπεριλάβει στο άρθρο 34ΠΚ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 36ΠΚ, ορισμένα κριτήρια προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη, λαμβανομένου υπόψη του προσωπικού συνδέσμου μεταξύ του δράστη και του εγκλήματος. πηγή οfflineροst

Διαβάστε επίσης: Ναρκωτικά. Νομοθετικό πλαίσιο, πράξεις και επαπειλούμενες ποινές.

Πότε η πράξη του κατηγορουμένου δεν είναι τελικά άδικη? Οι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα του εγκλήματος.

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Ορισμοί, ποινική αντιμετώπιση και διαφορές. Κλοπή, ληστεία, υπεξαίρεση, απιστία και άλλες μορφές αδικημάτων.

Ποινικό δίκαιο ανηλίκων: Οι ποινές και τα δικαιώματα των ανηλίκων στα πλαίσια του Νέου Ποινικού Κώδικα και του Ν. 4689/2020

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.