Η ποινική μεταχείριση του αδικήματος της πλημμύρας. Στοιχειοθέτηση του άρθρου 268 ΠΚ και αποδεικτικά μέσα. Ευθύνη και ποινή αρμοδίων φορέων.

Κατά την διάταξη του άρθρου 268 ΠΚ όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, όποιος προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη αν στην περίπτωση των στοιχείων α΄ ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν στην περίπτωση του στοιχείου β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πλημμύρα από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση, σε βαθμό κακουργήματος, του εγκλήματος της πλημμύρας με πρόθεση, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, απαιτούνται: α) με πράξη ή παράλειψη πρόκληση πλημμύρας, με ενδεχόμενο κοινό κίνδυνο που να αφορά ευρύτερο κύκλο ανθρώπων ανεπίδεκτων προσδιορισμού κατ`έκταση εκ των προτέρων που σημαίνει ότι δεν απαιτείται μεν ειδικότερος καθορισμός των προσώπων που κινδύνευσαν από την πλημμύρα, χρειάζεται όμως η συνδρομή περιστατικών ικανών να δικαιολογήσουν τη δυνατότητα κινδύνου με την έννοια που προαναφέρθηκε (ΑΠ 91/2006 Α` δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 79/2006 Α` δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 76/1996 ΠΧρ 1996:1441), β) πρόθεση του δράστη να προκαλέσει πλημμύρα, με τη μορφή του άμεσου ή του ενδεχόμενου δόλου και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και του αποτελέσματος,που υπονοείται ότι πρέπει να υπάρχει σε κάθε έγκλημα (βλ. π.χ. ΑΠ 2143/2006 Α` δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 969/2006 ΠοινΔικ 2007:531), δηλ. όταν ο δράστης προκάλεσε μόνος του ή προκάλεσε και αυτός το επελθόν αποτέλεσμα.

Τέτοια υφίσταται, κατά την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομολογία θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, στα μεν εγκλήματα ενέργειας, όταν η ενέργεια αποτελεί όρο του αποτελέσματος (υπό την έννοια ότι αυτό δεν θα επερχόταν χωρίς την ενέργεια του δράστη), στα δε εγκλήματα παραλείψεως όταν, εφόσον θεωρηθεί η παραλειφθείσα πράξη ως ενεργηθείσα, το αποτέλεσμα με βεβαιότητα ή με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα είχε αποτραπεί (βλ. και ΣυμβΕφΑιγ 48/1992 ΠΧρ 1993:58, επίσης Ανδρουλάκη, “Ποινικό Δίκαιο” Γεν. Μέρος σ. 198, Χωραφά “Ποινικό Δίκαιο” έκδ. 9η σ. 116-117).

Για τη θεμελίωση του αδικήματος της πλημμύρας από αμέλεια απαιτείται, εκτός των άλλων, ως ουσιώδες στοιχείο ο ενδεχόμενος κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή ανθρώπους, δηλαδή κίνδυνος που αφορά ευρύτερο κύκλο εννόμων αγαθών, ανεπίδεκτων προσδιορισμού κατ` έκταση εκ των προτέρων, που σημαίνει ότι δεν απαιτείται μεν ειδικός προσδιορισμός των προσώπων ή πραγμάτων που κινδύνευσαν από την πλημμύρα χρειάζεται όμως η συνδρομή γεγονότων ή περιστατικών ικανών να δικαιολογήσουν τη δυνατότητα κοινού κινδύνου με την έννοια που αναφέρθηκε. Η αμέλεια του δράστη μπορεί να συνίσταται σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, οπότε, πρέπει, για τη στοιχειοθέτηση της δια παραλείψεως τελέσεως του πιο πάνω αδικήματος να υπάρχει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη να παρεμποδίσει την επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος. Το παραπάνω έγκλημα της πλημμύρας, μπορεί να τελεσθεί και από περισσότερους από ένα δράστη κατά συναυτουργία.

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα εξής: Το άνω σε βαθμό κακουργήματος έγκλημα της πλημμύρας από πρόθεση προϋποθέτει, αντικειμενικά μεν την πρόκληση πλημμύρας, με θετική ενέργεια ή και ακόμη με την παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο και υποκειμενικά δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, που συνίσταται, ο μεν άμεσος στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή, της προκλήσεως πλημμύρας και του από αυτήν κινδύνου για άνθρωπο, ο δε ενδεχόμενος, στην αποδοχή του ενδεχομένου αποτελέσματος της πλημμύρας και του από αυτήν κινδύνου για τη ζωή σε άνθρωπο. Η διάταξη του άνω άρθρου 28 ΠΚ διακρίνει δύο είδη αμέλειας: α) τη μη συνειδητή αμέλεια, όπου ο δράστης δεν προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα, ενώ θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει, αν κατέβαλε την οριζόμενη από το νόμο προσοχή και β) την ενσυνείδητη αμέλεια, όπου ο δράστης προβλέπει, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί γιατί πιστεύει ότι δεν θα επέλθει. Ειδικότερα όμως, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται.

Η αποδοχή ειδικότερα του εγκληματικού αποτελέσματος, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πεποίθηση (πίστη) ή την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής του (μη επελεύσεώς του), η οποία πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή αποτελεί κατά το άρθρο 28 του ΠΚ στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής είναι ζήτημα αποδείξεως και δεν προκαθορίζεται από τον βαθμό της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, μολονότι προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του, δίχως να λάβει υπόψη του μία τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του προβλεφθέντος εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι στενά συνδεδεμένα και ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τη κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος, που προέβλεψε και εντεύθεν συμβιβάστηκε με αυτό ή και το επιδοκίμασε.

Περαιτέρω, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από το περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή. Όταν όμως, πρόκειται για ενδεχόμενο δόλο η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του και ειδικότερα τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος όσο και το στοιχείο της αποδοχής του, χωρίς εκ του βαθμού της πιθανότητας με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, να τεκμαίρεται και η αποδοχή του ή να καθίσταται περιττή η απόδειξη αυτής.

Εξάλλου, από το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, όπως στην περίπτωση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση των αιτίων μιας πλημμύρας. Η τεχνική αυτή πραγματογνωμοσύνη ειδικών επιστημόνων αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως των δικαστών, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά πάντοτε εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ` εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτή συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους και να αντικρούει τα τυχόν αντίθετα πορίσματα αυτών.

Η απλή γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση, εν αναφορά με γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠοινΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠοινΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, ανακριτή ή το Δικαστικό Συμβούλιο, λαμβάνεται όμως υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του, ως έγγραφο (921/2009 ΑΠ (ΠΟΙΝ)).

Διαβάστε επίσης: Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία, και παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών. Άρθρα 290 και 291ΠΚ.

Το έγκλημα του εμπρησμού κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα -Ερμηνεία [ΓνωμΕισΑΠ 16/2021]

Αναδάσωση. Προυποθέσεις, νομικό πλαίσιο, προστασία δασών, δικαιώματα.

Λαθρομετανάστες. Το αδίκημα της παράνομης προώθησης και μεταφοράς παράτυπων μεταναστών. Οι κυρώσεις και η ποινική αντιμετώπιση.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.