Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία, και παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών. Άρθρα 290 και 291ΠΚ.

Σύμφωνα με το 290 ΠΚ όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ”όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους:

α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή οχημάτων,

β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων,

γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, ή

δ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις, τιμωρείται:

αα) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα,

ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο,

γγ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη άλλου ή προκάλεσε βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις,

γγ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

Εξάλλου, ”όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας από την οποία προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.”

Η παρούσα διάταξη του νέου ΠΚ αναφέρεται μόνο σε εξωγενείς παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία, δηλαδή σε επικίνδυνες συμπεριφορές, πέρα από την οδήγηση ενός συγκοινωνιακού μέσου, και στο συγκεκριμένο έγκλημα ορίζονται πλέον οι συγκεκριμένοι τρόποι πρόκλησης της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στους δρόμους, πλην της επικίνδυνης οδήγησης, που αντιμετωπίζεται ειδικότερα στο επόμενο άρθρο 290Α του νέου ΠΚ.

Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη -όταν δηλαδή δηµιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της ως άνω συγκοινωνίας-, αλλά πρέπει, επί πλέον από αυτήν να μπορεί να προκύψει κίνδυνος (θανάτου ή σωματικής βλάβης) για άνθρωπο (ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος).

Υποκείμενο του αδικήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών μπορεί να είναι εκτός και άλλων προσώπων και ο οδηγός του αυτοκινήτου, αλλά και εκείνος που δεν πραγματοποίησε τον έλεγχο ασφάλειας οχήματος που όφειλε. Το εν λόγω έγκλημα μπορεί να τελεσθεί και µε παράλειψη, εφόσον υπάρχει σχετική νομική υποχρέωση δράσης, η οποία μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου, από προηγούμενη σύμβαση ή από ορισμένη άδικη συμπεριφορά, από την οποία δημιουργήθηκε κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.

Ως διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας νοείται, με την ευρεία της έννοια, κάθε πράξη, ενέργεια που αναφέρεται στην επέλευση ανώμαλης κατάστασης, από ανθρώπινη ενέργεια, οδηγού οχήματος ή ζώων ή και πεζού, με οποιοδήποτε τρόπο, με όχημα, ή και με οποιοδήποτε άλλο μέσο (οδοφράγματα, σαμαράκια από Δημάρχους, καμμένα λάστιχα, ρήψη λίθων, χώματος, άμμου, ασβέστη, λαδιών, ξύλων, χόρτων και μεταφερομένων άλλων εμπορευμάτων, μη καλώς στοιβασμένων και στερεωμένων, ρήψη τσιμέντων διερχόμενης μπετονιέρας και ρήψη άλλων αντικειμένων στο οδόστρωμα, απερίσκεπτη οδήγηση, κακή εκτέλεση έργου οδοποι’ί’ας, μη σήμανση, τοποθέτηση πλησίον παράνομων διαφημιστικών πινακίδων), που καθιστά τη διεξαγωγή της συγκοινωνίας μη ασφαλή, δημιουργώντας συνθήκες που καθιστούν τη συνέχιση της ασφαλούς κίνησης αδύνατη ή πολύ δυσχερή, ή που καθιστούν τη συγκοινωνία επικίνδυνη. Η διάταξη προστατεύει κυρίως την ασφάλεια της οδικής συγκοινωνίας, ήτοι την απρόσκοπτη μετακίνηση ανθρώπων με οποιοδήποτε τρόπο. Η ελεγχόμενη πράξη διατάραξης μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή, αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξαιτίας της έντασης, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου.

Για την στοιχειοθέτηση αρκεί έστω ενδεχόμενος δόλος ή κυριολεκτικά «δόλος αποδοχής του ενδεχόμενου», ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμά, αλλά αποβλέπει σε κάτι άλλο- προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδίωξής του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και παρά ταύτα προχωρεί στην τέλεση της πράξης του.

Για τον προσδιορισμό της έννοιας «της αποδοχής» του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού δηλαδή στοιχείου του ενδεχόμενου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία, δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωµατικά. Προσφέρει δηλαδή κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ΄ αυτήν το ακριβές περιεχόμενό της. Ετσι, «αποδέχομαι» τον κίνδυνο επέλευσης του αποτελεσμάτος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για τον λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από τον φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα.

Δύο δε από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσης του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλειά του σκοπού που επιδιώκει με την πράξη του. Όσον αφορά το πρώτο, η χρησιμότητά του ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ο δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμά.

Εξάλλου, όσον αφορά το δεύτερο, χρησιμοποιείται υπό την έννοια ότι ο δράστης που προβλέπει την πιθανότητα επέλευσης του αποτελέσματος, γιατί τον ενδιαφέρει η επιτυχία κάποιου συγκεκριμένου σκοπού, ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο. Άλλωστε, η «ελπίδα» και κατά μείζονα λόγο η «απλή ευχή ή επιθυμία» του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο απ’ αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν έννοιας της «ενσυνείδητης αμέλειας», για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.

Τούτο, καθ΄ όσον η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για τον δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του έννομου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επιδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σηµαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι’ αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και απόδοκιμάστέο, αποφάσισε, πάρά ταύτα, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει.

Επιπλέον, σύμφωνα με το 291 ΠΚ όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ”όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών

α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων,

β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων,

γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση η διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων ή

δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συ γκοινώ νι ακών μέσων, ε) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται:

αα) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν από την πράξη προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα,

ββ) με κάθειρξη έως δέκα έτη αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο,

γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας,

δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο µπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

Εξάλλου, ”με τις ίδιες ποινές κατά τις διακρίσεις των στοιχείων α΄ έως δ’ της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, εάν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις, όποιος οδηγεί όχημα σταθερής τροχιάς ή κυβερνά πλοίο ή αεροπλάνο χωρίς να ει΄ναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης.”

Τέλος”όποιος στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων από αμέλεια προκαλεί τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας ή οδηγεί επικίνδυνα και έτσι προέκυψε κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.”

Με την παρούσα διάταξη του νέου ΠΚ τυποποιούνται ειδικά οι επικίνδυνες παρεµβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών. Εδώ, ως αξιόποινη επικίνδυνη οδήγηση τιμωρείται κυρίως η επικίνδυνη οδήγηση που οφείλεται στην κατάσταση του οδηγού, αφού αυτή κατ’ ουσίαν είναι και η κύρια µορφή επικίνδυνης οδήγησης που εµφανίζεται στην πράξη σε σχέση με τα συγκεκριµένα συγκοινωνιακά μέσα.

Προστατευόµενο έννομο αγαθό είναι η ασφάλεια της συγκοινωνίας με τα παραπάνω αναφερόμενα συγκοινωνιακά μέσα. Πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου δεν αρκεί μόνο η διατάραξη της ασφάλειας -όταν δηλαδή δημιουργούνται συνθήκες κινδύνου, κατά την ανωτέρω έννοια, για την ασφαλή διεξαγωγή της ως άνω συγκοινωνίας µέσω σιδηροδρόµων -µέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκάφών-, αλλά πρέπει, επί πλέον από αυτή να μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο ή να επήλθε όντως τέτοιος κίνδυνος και δη θάνατος, ή να επέλθει βαριά σωματική βλάβη ή προκλήθηκε βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας.

Συνιστά κατά µία άποψη έγκληµα δυνητικής διακινδύνευσης, που στρέφεται εναντίον αόριστου αριθµού έννοµων αγαθών, ατόμων δηλαδή που χρησιµοποιούν τις συγκοινωνίες, χερσαίες, θαλάσσιες, αεροπλο’ί’α κ.λπ. Η συρροή όµως ενός εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης µε ένα έγκληµα βλάβης, κατά την ως άνω άποψη, είναι πάντα αληθινή εξαιτίας της ετερότητας των προσβαλλόμενων έννοµων αγαθών.

Κατ΄ άλλη άποψη, η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών αποτελεί έγκλημα εκ του αποτελέσματος- δηλαδή σύνθετο ιδιώνυµο έγκλημα και ότι τα εγκλήματα «εκ του αποτελέσματος», όταν τελούνται, συρρέουν φαινομενικά (και όχι αληθινά) µε τα επιμέρους δύο εγκλήµατα (δόλου και αµέλειας) που τα αποτελούν. “Ετσι η ανθρωποκτονία από αµέλεια, που αποτελεί παράλληλα και αυτοτελές έγκλημα, χάνει την αυτοτέλειά της μπροστά στη θανατηφόρα διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών απορροφούμενη από αυτήν. Η διάταξη που θα εφαρμοστεί είναι αυτή του άρθρου 291 παρ. 1γ ή του 290 παρ. 1β ΠΚ, ανάλογα αν πρόκειται για διατάραξη της θαλάσσιας κ.λπ. ή της χερσαίας συγκοινωνίας, αντίστοιχα, και όχι αυτή του άρθρου 302 ΠΚ, αφού η πρώτη περιλαμβάνει τη δεύτερη και συνεπώς την απορροφά.

Διαβάστε επίσης: Τροχαία ατυχήματα και ζητήματα ευθύνης. Αποζημίωση, συνυπαιτιότητα και απαλλαγή ευθύνης.

Επικίνδυνη οδήγηση. Τι προβλέπει ο νέος Ποινικός Κωδικός για τους οδηγούς που δημιουργούν υπαίτια κίνδυνο προς τρίτους?

Ναρκωτικά. Νομοθετικό πλαίσιο, πράξεις και επαπειλούμενες ποινές.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.