Τραυματισμός σε πλοίο και ασφάλεια στις θαλάσσιες μεταφορές. Ευθύνη πλοιοκτήτριας εταιρείας, πλοιάρχου και υπάρχου. Προυποθέσεις αποζημίωσης και συνυπαιτιότητα τραυματισθέντα επιβάτη [ΑΠ 811/2021].

Με τη διάταξη του άρθρου 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 3816/1958, ορίζεται ότι “ο πλοιοκτήτης ευθύνεται ωσαύτως εκ των αδικοπραξιών, τας οποίας διέπραξεν ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεσιν των ανατεθειμένων εις αυτούς καθηκόντων”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία του πλοιάρχου ή μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 360/2020, ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 957/2003, ΑΠ 799/2001).

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 104 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. Διατάγματος 187/1973, ορίζεται ότι “ο πλοίαρχος έχει την εν γένει διοίκησιν εν τω πλοίω και ασκεί εξουσίαν επί των επιβαινόντων, λαμβάνων παν αναγκαίον μέτρον εντός των υφισταμένων κανονισμών προς τον σκοπόν τηρήσεως της τάξεως, της πειθαρχίας και της υγιεινής και δια την ασφάλειαν του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου“. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.

Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης.

Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς προσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος και έτσι αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας (Ολ ΑΠ 8 και 11/2005, ΑΠ 617/2020, ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 1935/2017, ΑΠ 847/2010).

Περαιτέρω, η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ` αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ` ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 71/2019, ΑΠ 439/2019, ΑΠ 397/2019).

Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα απ` αυτό δεκτά ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αν εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Η παραβίαση δηλαδή από τη διάταξη αυτή πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού (Ολ ΑΠ 4/2018, Ολ ΑΠ 6/2017, ΑΠ 148/2020, ΑΠ 50/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένως ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια κανόνα δικαίου ή να υπάγει σ` αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και όχι προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων.

Ειδικότερα, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου (ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, δηλαδή για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών) ή για την υπαγωγή ή όχι σ` αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή της ουσίας της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 142/2020, ΑΠ 85/2020, ΑΠ 110/2019, ΑΠ 22/2018).

Απόσπασμα απόφασης

Έτσι λοιπόν κρίθηκαν υπεύθυνοι, ο πλοίαρχος και ο ύπαρχος της πλοιοκτήτριας εταιρείας για τραυματισμό επιβάτη, ο οποίος κατά την διάρκεια αποβίβασής του από το πλοίο παρασύρθηκε από το συνωθούμενο πλήθος των επιβατών, μερικοί από τους οποίους επιχειρούσαν να τον προσπεράσουν είτε από αριστερά του είτε από δεξιά του και ταυτοχρόνως, αισθάνθηκε ένα δυνατό σπρώξιμο από πίσω, οφειλόμενο στον έντονο συνωστισμό που επικρατούσε, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει ανάσκελα στα σκαλοπάτια, με τα πόδια προς την έξοδο, εξαιτίας δε της πτώσεως αυτής τραυματίστηκε σοβαρά, κυρίως στο κεφάλι. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο τραυματισμός αυτός του ενάγοντος οφείλεται αποκλειστικά στην αμελή συμπεριφορά των υπό της πλοιοκτήτριας του πλοίου προστηθέντων πλοιάρχου και υπάρχου, οι οποίοι είχαν ορισθεί ως υπεύθυνοι για την τήρηση της ασφαλούς διαδικασίας επιβιβάσεως και αποβιβάσεως των επιβατών του ανωτέρω πλοίου. Συγκεκριμένα, ο πλοίαρχος του πλοίου, ως υπεύθυνος για την ασφάλεια όλων των επιβαινόντων σ` αυτό και ο ύπαρχος αυτού, ως υπεύθυνος για τη λήψη όλων των ενδεικνυόμενων μέτρων προς διατήρηση της ασφάλειας στο πλοίο, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν ως εκ του επαγγέλματός τους και μπορούσαν να επιδείξουν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν μερίμνησαν, όπως επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 104 του ΚΔΝΔ, 2, 4, 10, 13, 26, 27, 28, 31, 34 και 35 του β.δ. 683 της 04-08/04-10-1960 “περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήv Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατηγών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω”, αλλά και τους κανόνες εκ της ναυτικής εμπειρίας για την ασφάλεια των επιβατών του πλοίου, ώστε η αποβίβαση των επιβατών από το ως άνω πλοίο να γίνεται με τακτικό, ακίνδυνο και ασφαλή τρόπο, σύμφωνα με την κατάλληλη από μέρους τους καθοδήγηση.

Έτσι κατά τη διάρκεια της αποβιβάσεως, οι επιβάτες, που ήθελαν να αποβιβαστούν, άρχισαν να κατευθύνονται προς τις κλίμακες καθόδου μαζικά και βεβιασμένα, χωρίς καθοδήγηση από το προστηθέν από την ως άνω πλοιοκτήτρια, πλήρωμα του πιο πάνω πλοίου και δη αφενός από τον πλοίαρχο που ήταν υπεύθυνος για την εν γένει ασφάλεια των επιβατών και συνεπώς τόσο για την παροχή των αναγκαίων οδηγιών και εντολών προς το σκοπό της ασφαλούς αποβιβάσεώς τους όσο και για την εποπτεία τηρήσεως αυτών (εντολών και οδηγιών) αφετέρου από τον ύπαρχο που ήταν υπεύθυνος για τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων για την ασφαλή αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο και την τοποθέτηση μελών του πληρώματος σε σημεία κατάλληλα ώστε καθοδηγούν και να βοηθούν τους επιβάτες κατά την αποβίβαση, με συνέπεια να δημιουργηθεί μεγάλος συνωστισμός στις κλίμακες καθόδου.

Αυτή δε η παράλειψή τους κρίνεται υπαίτια, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά δεν κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές και την οποία οι επιβάτες των πλοίων ευλόγως αναμένουν ότι θα επιδειχθεί έναντι αυτών εκ μέρους των μελών του πληρώματος, σύμφωνα με τη συναλλακτική πίστη, μέσα στον κύκλο των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των τελευταίων. Συνυπαιτιότητα του ενάγοντος ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος και του συνακόλουθου τραυματισμού του δεν αποδεικνύεται, ενόψει του ότι αφενός μεν η κάθοδος κλίμακας σε επιβατηγό πλοίο με αποσκευές, τις οποίες ο ενάγων παρέλαβε από ειδικά προς τούτο διαμορφωμένο χώρο στο κατάστρωμα, δεν συνιστά συμπεριφορά που υπερβαίνει το κοινωνικώς επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο και επομένως, ο ενάγων δεν μπορούσε να προβλέψει ότι με τη συμπεριφορά του αυτή υπήρχε πιθανότητα να συντελέσει στην επέλευση του τραυματισμού του, αφετέρου η ενέργεια αυτή (κάθοδος κλίμακας με αποσκευές) δεν συνετέλεσε, εν προκειμένω, στην επέλευση του τραυματισμού του ενάγοντος, καθόσον η πτώση του και ο τραυματισμός του προκλήθηκαν αποκλειστικά και μόνον από τις ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες αποβιβάσεως, ο δε συνωστισμός στον οποίο ενεπλάκη ο ενάγων προκειμένου να αποβιβασθεί δημιουργήθηκε χωρίς δική του υπαιτιότητα, ήταν δε τόσο μεγάλος που ο ενάγων, ακόμη και αν το επιθυμούσε, δεν θα μπορούσε να τον αποφύγει.

Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν η κάθοδος της κλίμακας με τις χειραποσκευές ανά χείρας ήταν πράγματι εγγενώς επικίνδυνη συμπεριφορά, στην οποία ο ενάγων δεν θα έπρεπε να είχε προβεί, τότε οι ίδιοι οι εναγόμενοι θα έπρεπε να το απαγορεύουν αυτό στα άτομα που κάνουν χρήση της κλίμακας καθόδου, είτε με την τοποθέτηση μελών του πληρώματος στο πλατύσκαλο, τα οποία θα επέβλεπαν τους κατερχόμενους επιβάτες, ώστε να μην μεταφέρουν αυτοί τις αποσκευές τους κατά την κάθοδό τους είτε με την εξαρχής απαγόρευση τοποθετήσεως των αποσκευών των επιβατών στα καταστρώματα 5 και 6 του πλοίου και με την επιβολή της υποχρεωτικής τοποθετήσεώς τους σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους πλησίον της ράμπας εξόδου του πλοίου, προκειμένου να αποτρέψουν έτσι κάθε ενδεχόμενο ατυχήματος.

Διαβάστε επίσης: Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην οδική συγκοινωνία, και παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών. Άρθρα 290 και 291ΠΚ.

Τροχαία ατυχήματα και ζητήματα ευθύνης. Αποζημίωση, συνυπαιτιότητα και απαλλαγή ευθύνης.

Η Ναυτική Εταιρεία. Ν. 959/79 και η Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής (Ν.Ε.Π.Α.). N. 3182/2003

Αναίρεση απόφασης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία. Στην έννοια της «οικογένειας» του θύματος περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα, που δεν έχουν τελέσει γάμο, ούτε έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αλλά συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση, από την οποία έχουν αποκτήσει τέκνα [ΑΠ 1159/2022].

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.