Λαθρομετανάστες. Το αδίκημα της παράνομης προώθησης και μεταφοράς παράτυπων μεταναστών. Οι κυρώσεις και η ποινική αντιμετώπιση.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 30 ν.4251/2014 “Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης κλπ διατάξεις“ “Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της Χώρας ή στο έδαφος κράτους – μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται:

α. με κάθειρξη μέχρι-δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο,

β. με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) έως εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου η τουριστικού ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα ή αν δύο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού,

γ. με κάθειρξη τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

δ. με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν στην περίπτωση γ` επήλθε θάνατος“. (ΑΠ 980/2017)

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, το οποίο πραγματώνεται, με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους, από τα πρόσωπα που (μεταξύ άλλων) αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο έδαφος της ή τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας τη μη νόμιμη είσοδό τους στο ελληνικό έδαφος, ενώ για την κατάφαση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος, αρκεί δε και ενδεχόμενος.

Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 30 ν.4251/2014 “Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης κλπ διατάξεις, ”“Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου υποχρεούνται να μη δέχονται για μεταφορά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι εφοδιασμένα με τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή δεν έχουν υποστεί τον κανονικό αστυνομικό έλεγχο. Οι παραβάτες τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Η ανωτέρω αξιόποινη πράξη θεωρείται τετελεσμένη, προκειμένου μεν για θαλάσσια και εναέρια μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που επιβιβάσθηκε λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά την έναρξη του ελέγχου από τα αρμόδια κρατικά όργανα προ του απόπλου ή της απογείωσης ή μετά τον απόπλου του πλοίου ή την απογείωση του αεροπλάνου, προκειμένου δε για άλλα μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που αναχωρεί λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά τον τελευταίο έλεγχο εξόδου ή πλησίον των συνόρων. Οι κυρώσεις της παραγράφου 3 του παρόντος εφαρμόζονται και στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή.”

Εξάλλου, ΄΄΄΄΄΄”Αεροπορικές ή ναυτιλιακές εταιρείες, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εκτελεί οποιασδήποτε μορφής δημόσια μεταφορά προσώπων υποχρεούνται να μη δέχονται για μεταφορά και να λαμβάνουν κάθε μέτρο που να αποκλείει τη μεταφορά από το εξωτερικό στην Ελλάδα πολιτών τρίτων χωρών που: α) δεν είναι εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα εν ισχύ διαβατήρια ή άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα και θεώρηση εισόδου όπου απαιτείται ή β) κατέχουν διαβατήρια ή άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα με ενδείξεις πλαστογράφησης ή παραποίησης. Στις αεροπορικές εταιρίες που παραβαίνουν τις παραπάνω υποχρεώσεις επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο με απόφαση αερολιμενάρχη. Στις ναυτιλιακές εταιρίες, καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Σε περίπτωση υποτροπής εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους, τα ανωτέρω πρόστιμα μπορεί να προσαυξάνονται στο διπλάσιο και πάντως όχι πέραν του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου οργάνου. Πρόστιμο δεν επιβάλλεται στις εταιρείες, οι οποίες μπορούν να αποδείξουν τεκμηριωμένα ότι έχουν λάβει επαρκή προληπτικά μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι επιβαίνοντες πολίτες τρίτων χωρών δεν εμπίπτουν στις προαναφερθείσες περιπτώσεις α’ και β’ της παρούσας παραγράφου.

Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, καθώς και ταξιδιωτικά γραφεία και οι ιδιοκτήτες των μεταφορικών μέσων ευθύνονται εις ολόκληρον για τις δαπάνες διαβίωσης και τα έξοδα επαναπροώθησης των ανωτέρω προσώπων στο εξωτερικό. Την ίδια ευθύνη έχουν και όσοι εγγυήθηκαν τον επαναπατρισμό πολίτη τρίτης χώρας, αν παραβιάσθηκαν όροι εισόδου ή διαμονής του στη χώρα. Η διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του ανωτέρω προστίμου ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 ή οι ιδιοκτήτες των μεταφορικών μέσων ή οι αντιπρόσωποι αυτών στην Ελλάδα υποχρεούνται αμέσως μετά την άφιξη του μεταφορικού μέσου να παραδίδουν στις υπηρεσίες του αστυνομικού ελέγχου διαβατηρίων δελτία άφιξης ή καταστάσεις των επιβατών που είναι πολίτες τρίτων χωρών, τους οποίους μεταφέρουν και προορίζουν για την Ελλάδα και αντίστροφα. Την ίδια υποχρέωση έχουν κατά την άφιξη αεροπλάνων μη τακτικών πτήσεων από τρίτες χώρες. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται τα στοιχεία των ανωτέρω δελτίων ή καταστάσεων.

Οι ανωτέρω κυρώσεις δεν επιβάλλονται στις περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα, καθώς και της μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου.
Οι διατάξεις του άρθρου 253Α του Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται και για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 29 και του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 187 και 187Α του Π.Κ..

Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της κατά της καταδικαστικής απόφασης για παραβάσεις του παρόντος άρθρου, καθώς και των παραγράφων 5, 6 και 8 του προηγούμενου άρθρου, δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης. Για την εκδίκαση των κακουργημάτων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, καθώς και στο άρθρο 29, αρμόδιο είναι το Τριμελές Εφετείο και εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 20 του ν. 663/1977 (Α’ 215), όπως ισχύει.

Περιουσία που αποτελεί προϊόν της εγκληματικής δραστηριότητας του παρόντος άρθρου, καθώς και των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 29 ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για την ως άνω εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη, κατά τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 του Κ.Π.Δ., δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της εγκληματικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας. Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ και δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους του προηγουμένου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 29 εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτά αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή αλλοδαπό ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν.

Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, που έχει τον υπότιτλο “απλός συνεργός”, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β` του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της. Ακόμη κατά το άρθρο 49 παρ. 2 του αυτού ως άνω Κώδικα οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον τον συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν (ΑΠ 708/2017).

Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως. Επί συνέργειας λοιπόν έχει κριθεί ότι η απόφαση πρέπει αιτιολογημένα να αναφέρει εάν ο συνεργός (κάτοχος οχήματος) γνώριζε πράγματι ότι ο συγκατηγορούμενός του επρόκειτο, ως φυσικός αυτουργός, να διαπράξει το έγκλημα το οποίο εκείνος τέλεσε και, παρά ταύτα, με πρόθεση του παρέδωσε το αυτοκίνητό του για να τον διευκολύνει ενώ για την επιβαρυντική περίπτωση της τελέσεως της πράξεως εκ κερδοσκοπίας, αιτιολογία από την οποία να προκύπτει συμφωνία με τους μεταφερθέντες λαθρομετανάστες ή οποιονδήποτε άλλον άγνωστο δράστη περί συνολικής ή κατά μεταφερόμενο άτομο αμοιβής και το είδος ή την ποσότητα αυτής. (583/2019 ΑΠ (ΠΟΙΝ))

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του κυρωθέντος με τον ν.4619/2019 (ΦΕΚ Α`95/11-6-2019) και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του νόμου) Ποινικού Κώδικα “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου“. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση (in concreto) και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Επιεικέστερος είναι ο νόμος όταν διαφοροποιεί το πραγματικό του κανόνα δικαίου, εφόσον εκ τούτου ωφελείται ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελ. και 514 Κ.Π.Δ., όπως αυτός ισχύει από 1-7-2019 μετά την κύρωσή του με τον ν.4620/2019 (ΦΕΚ Α`96/11-6-2019- βλ. άρθρο δεύτερο του νόμου) προκύπτει, ότι στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και στην προβλεπόμενη κύρια ή παρεπόμενη ποινή, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπαγγέλτως, κατ` άρθρο 2 παρ.1 Π.Κ., το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και μάλιστα ανεξάρτητα από την εμφάνιση του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. Ευμενέστερη είναι η ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου κατά τη διάταξη του άρθρου 52 του Νέου Π.Κ., η οποία καθιέρωσε διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης από πέντε μέχρι δέκα πέντε έτη και συνεπώς, μειώθηκε το ανώτατο όριο αυτής.

Εξάλλου, στο άρθρο 94 παρ.1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι: “1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ιδίου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση“.

Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη σε σχέση με την αντίστοιχη προϊσχύσασα, καθόσον με αυτήν: α) καταργείται το ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, β) το ανώτατο όριο της επαύξησης μειώνεται στο 1/2 αντί των 3/4 κάθε συντρέχουσας ποινής που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη, γ) μειώνονται τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής από τα 25 έτη στα 20 έτη σε περίπτωση κάθειρξης και από τα 10 έτη σε 8 έτη σε περίπτωση φυλάκισης. Και τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του νέου ΠΚ, η οποία επίσης είναι ευμενεστέρα της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος, “`Οπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιο της καθορίζεται ως εξής: α) …, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη, γ) …, δ) …”. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επομένως, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά τα άρθρα 2 παρ.1 Π.Κ. και 511 εδ. τελ. Κ.Π.Δ., των επιεικέστερων, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις παραπάνω μείζονες σκέψεις της παρούσας, διατάξεων των άρθρων 52 και 94 παρ.1 του νέου Π.Κ. Περαιτέρω, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 του κυρωθέντος με τον ν.4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του νόμου αυτού) Νέου Π.Κ. μεταξύ άλλων και η υπό στοιχείο ε` που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του“.

Κατά το προϊσχύσαν άρθρο 84 παρ.2 ε` η ελαφρυντική αυτή περίσταση στοιχειοθετείται όταν “ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά από την πράξη του“. Η νυν διάταξη που αξιολογεί την καλή συμπεριφορά ως ελαφρυντική περίσταση ακόμη και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας. Ανεξαρτήτως τούτων, η συνδρομή περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων, επιφέρει πλέον περαιτέρω μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, κατά τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 83, 84 και 85 του Π.Κ., όπως νυν ισχύουν μετά την κύρωση του Νέου Π.Κ. (1638/2019 ΑΠ (ΠΟΙΝ))

Διαβάστε επίσης: Ναρκωτικά. Νομοθετικό πλαίσιο, πράξεις και επαπειλούμενες ποινές.

Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας. Ορισμοί, ποινική αντιμετώπιση και διαφορές. Κλοπή, ληστεία, υπεξαίρεση, απιστία και άλλες μορφές αδικημάτων.

Ο Ν. 4858/2021 για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ο βιασμός του 336ΠΚ, η κατάχρηση ανηλίκων του 342ΠΚ και η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας 337ΠΚ. Ορισμοί και εξειδίκευση των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.