Αγωγή διανομής. Έννοια, προυποθέσεις και διαδικασία. Τρόποι διανομής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 798, 799, 800 και 801 ΑΚ, 480, 480Α’, 481 και 484 § 1 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 1113 ΑΚ, εφαρμόζονται και επί διανομής κοινού πράγματος, προκύπτει ότι: α) αν δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει τη δικαστική διανομή, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, β) αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας που υπάρχει επ’ αυτού, ο δε τρόπος λύσεως της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση αυτής θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται αναγκαίως στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του Δικαστηρίου, και γ) από την έναρξη της ισχύος του νόμου 1562/1985, δηλαδή από την 16η-9-1985, καθιερώθηκε για πρώτη φορά, στο άρθρο 480Α΄ του ΚΠολΔ, ως τρόπος αυτούσιας διανομής κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή (ή χωριστές οικοδομές) ή το οποίο είναι ακάλυπτο και οικοδομήσιμο, η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας.

Προϋποθέσεις της δικαστικής διανομής και κατά συνέπεια της άσκησης της αγωγής είναι: α) η ύπαρξη κοινωνίας δικαιώματος κατά το ουσιαστικό δίκαιοκαι β) η μη επίτευξη συμφωνίας για εξώδικη διανομή.

Βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι κατά την έννοια των άρθρων 1113 και 799 ΑΚ σε συνδυασμό, με τα άρθρα 478-481 του ΚΠολΔ η συγκυριότητα επί του διανεμητέου πράγματος των διαδίκων, το στοιχείο δε αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή. Επίσης στη σχετική αγωγή πρέπει να εκτίθεται ότι δεν συμφωνούν όλοι οι κοινωνοί για τη λύση της κοινωνίας με διανομή.Το στοιχείο αυτό θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στην αγωγή ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά, διότι και μόνη η άσκηση της υποδηλώνει την ασυμφωνία αυτή.Αίτημα της αγωγής διανομής κοινού πράγματος αποτελεί η λύση της κοινωνίας. Ο τρόπος της λύσης, δηλαδή αν αυτή θα γίνει με αυτούσια διανομή (συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ άρθρο 480 Α) ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής αλλά ανήκει στις εξουσίες του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από το σχετικό αίτημα των διαδίκων  (ΑΠ 151/2009, ΕλλΔνη 2010, 11, ΑΠ 1309/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 763/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1053/1993, ΕλλΔνη 35, 1577, ΕφΑθ 5772/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 6635/1995, Αρμ 50, 181 + Λήδα Θ. Πίψου, Δικαστική Διανομή, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2006, σελ. 96-97).

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 480 Α` του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκαν με εκείνες του άρθρου 11 του ν. 1562/1985, από τις οποίες η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2207/1994 και ήδη ισχύει: “1. Κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ` ορόφους ή μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων …. . 2. Αν πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο και οικοδομήσιμο και η αυτούσια διαίρεσή του είναι ανέφικτη, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή του με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως“.

Κατά την αληθή έννοια των αμέσως πιο πάνω διατάξεων, σε συνδυασμό ερμηνευομένων και εφαρμοζομένων, ενόψει και του σκοπού για τον οποίο τέθηκαν ως νέο δίκαιο, είναι επιτρεπτή, αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον όλων των συγκυρίων, η αυτούσια διανομή οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές, καθώς και ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου, με τη σύσταση μεν χωριστής ιδιοκτησίας κατ` ορόφους ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές, στην πρώτη περίπτωση, με τη σύσταση δε χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, στα οποία θα είναι δυνατή η ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, στη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971 και υπό την επιφύλαξη πάντοτε των πολεοδομικών διατάξεων.Με τα δεδομένα αυτά, αυτούσια διανομή ακάλυπτου και οικοδομήσιμου οικοπέδου με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας σε μέλλουσα να ανεγερθεί σ` αυτό οικοδομή, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους συγκοινωνούς, δεν είναι νόμω δυνατή(ΑΠ 928/2012, ΑΠ 733/2010, ΑΠ 1104/2008, ΑΠ 769/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 972/2005 Δνη 44.436, ΕφΘεσσαλ 299/2012 Αρμ 2013/276).

Στην υπόθεση που κρίθηκε με την υπ’ αριθ. 43/2015 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου κρίθηκε ότι εφόσον η κατάτμηση ενός ακινήτου σε τμήματα ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών δεν είναι δυνατή, τότε η αυτούσια διανομή του είναι ασύμφορη. Επίσης, κρίθηκε ότι η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί μέλλουσας να ανεγερθεί οικοδομής δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με το νόμο, ενώ αν η διανομή του ακινήτου με σύσταση οριζοντίων ή καθέτων ιδιοκτησιών δεν είναι εφικτή αλλά ούτε και προς το συμφέρον των κοινωνών, τότε διατάσσεται η διά πλειστηριασμού ενώπιον συμβολαιογράφου πώληση του υπό διανομή ακινήτου, ώστε καθένας από τους κοινωνούς να λάβει από τον πλειστηριασμό το ανάλογο ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό συγκυριότητάς του.

Θεμελιώδης προϋπόθεση για την αυτούσια διανομή με την κλασική της μορφή είναι η δυνατότητα κατανομής του διανεμητέου σε μέρη, ανάλογα προς τις ιδανικές μερίδες των κοινωνών.Για να διατάξει το δικαστήριο την αυτούσια διανομή θα πρέπει να είναι δυνατή (εφικτή) και συμφέρουσα η φυσική διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του. Νομικά ανέφικτη είναι η αυτούσια διανομή, όταν η κατάτμηση του πράγματος απαγορεύεται από το νόμο ή δεν πληρούνται οι συγκεκριμένοι όροι που αυτός θέτει. Ειδικότερα, νομικά ανέφικτη είναι η αυτούσια διανομή ακινήτου, όταν από τη διαίρεσή του σε μέρη, ανάλογα προς τις ιδανικές μερίδες των κοινωνών, προκύπτουν μη άρτια και οικοδομήσιμα οικόπεδα.Κατά το άρθρο 481 αριθ. 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως αδύνατη ή ασύμφορη.

Το άρθρο 480 Α διακρίνει δύο περιπτώσεις αυτούσιας διανομής με σύσταση διαιρεμένων ιδιοκτησιών. Πρώτον, τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας ή κάθετης ιδιοκτησίας επί οικοδομημένου ήδη οικοπέδου και δεύτερον τη σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας επί ακάλυπτου οικοπέδου. Στη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας συστήνεται αποκλειστική, αυτοτελή και ανεξάρτητη κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα αυτού, και αναγκαστική συγκυριότητα επί του εδάφους και των κοινών μερών της οικοδομής (ακίνητο, θεμέλια, πρωτότοιχοι, κλιμακοστάσιο, αυλή κλπ) που τίθεται προς εξυπηρέτηση της οικοδομής. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικόπεδο που δεν έχει ανεγερθεί οικοδομή είναι νόμω αδύνατη.

Η κάθετη ιδιοκτησία εκλαμβάνεται η χωριστή κυριότητα σε ένα από τα περισσότερα αυτοτελή οικοδομήματα που έχουν αναγερθεί σε ενιαίο οικόπεδο. Αποτελείται και αυτή από δύο στοιχεία, ένα κύριο, δηλαδή την αποκλειστική κυριότητα σε ένα από τα δύο τουλάχιστον οικοδομήματα και ένα παρεπόμενο, δηλαδή την αναγκαστική συγκυριότητα κατ’ ανάλογη μερίδα στο ενιαίο οικόπεδο καθώς και τους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους (π.χ. κοινό λεβητοστάσιο). Αντίθετα από την οριζόντια, η σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας επιτρέπεται κατ’ αρχήν σε οικόπεδα που βρίσκονται εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως (Δ. Πίψου, Δικαστική Διανομή, σελ. 248-302).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 491 παρ.1 ΚΠολΔ, στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς. Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, θέλησε οι αναφερόμενοι σε αυτή τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σε αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη.

Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάζει τη διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα: α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενα που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν είχε συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει), ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με την υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεώς του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά τον χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους κάποιου άλλου κοινωνού ολόκληρου ή μέρους του ποσού στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου έτσι να εξισωθούν οι μερίδες τους.

Με τα δεδομένα αυτά και το περαιτέρω γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει, κατά το άρθρο 89 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σε αυτόν της προσεπικλήσεως καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυρίων ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος, υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, και έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση, στερούμενος συνακόλουθα του δικαιώματος τριτανακοπής. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 3 ΚΠολΔ, να καλείται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη, διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους ομοδίκους. Αν το εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενο πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη διανομής κοινού πράγματος, κατά το άρθρο 76 παρ.1 του ίδιου Κώδικα,  θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τους λοιπούς παριστάμενους διαδίκους (κοινωνούς) και δεσμεύεται από το δεδικασμένο που πηγάζει από την απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής διανομής, διότι διευρύνονται και ως προς αυτό τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΟλΑΠ 20/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1822/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4882/1999,ΝοΒ1999.1426, ΕφΠατρ279/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2020/1983, ΝοΒ 1983. 1010, Κεραμέας /Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΚΠολΔ I, αρθρ. 76, αριθμ.6, ΠΠΑθ 540/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), Λ.Πίψου, Δικαστική Διανομή, έκδ.2006, παρ.8 ΙΙ, σελ.170 επ.)

Σημειωτέον ότι στα πρόσωπα που πρέπει να προσεπικληθούν κατά τη διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ περιλαμβάνεται και ο προσημειούχος δανειστής, αφού η προσημείωση είναι υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση (ΑΠ 810/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Η θεσπιζομένη με το άρθρο 491 παρ.1 ΚΠολΔ υποχρεωτική προσεπίκληση στη δίκη διανομής, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσων έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσων έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, σκοπό έχει την ενημέρωση των δανειστών ενόψει του περιορισμού των δικαιωμάτων τους, επί αυτούσιας διανομής, μόνον στα μέρη που περιέχονται στον οφειλέτη (άρθρο 492 παρ.1 ΚΠολΔ) και προκειμένου οι άνω δανειστές να εξασφαλίσουν πληρέστερα τα συμφέροντά τους, ασκώντας τα δικαιώματα που τους παρέχουν οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 492 ΚΠολΔ. Έτσι πληρούται και ο σκοπός ενημερώσεως των εμπραγμάτων δανειστών ενόψει της αποσβέσεως των δικαιωμάτων τους, με την καταβολή του πλειστηριάσματος, εάν η διανομή γίνει με πλειστηριασμό (άρθρο 484 παρ. 2 εδ. 4 ΚΠολΔ). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσεπίκληση των άνω δανειστών, κατά το άρθρο 491 παρ.1 ΚΠολΔ, σκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος αυτών και όχι στην προστασία των συναλλαγών επί ακινήτων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εμπράγματων αγωγών, περιλαμβανομένων και των αναγνωριστικών ή ανακοπών, μικτών ή περί νομής, που αφορούν ακίνητα, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 ΚΠολΔ εγγράφονται υποχρεωτικώς στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, με ποινή απαραδέκτου, δυνάμενων έτσι των τρίτων οι οποίοι ενδιαφέρονται για το διανεμητέο ακίνητο να πληροφορηθούν τα βάρη του από τα οικεία βιβλία, στα οποία αυτά είναι εγγεγραμμένα (υποθηκών, κατασχέσεων, μεταγραφών). Συνεπώς η κατά το άρθρο 491 παρ. 1 προσεπίκληση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή δανειστών στη δίκη περί διανομής ακινήτου δεν είναι απαραίτητο να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, αρκεί μόνον αυτοί να καλούνται στην αντίστοιχη δίκη, η συζήτηση της οποίας θα είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν αποδεικνύεται η κλήτευσή τους (ΑΠ 1622/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 89 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (έναρξη ισχύος σύμφωνα με το άρθρο ένατο  παρ. 4 του αυτού άρθρου και νόμου από 01ης.01.2016), «Η προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο. Η άσκηση της προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα, που έχει και η άσκηση της αγωγής.». Διαφορετικά, πάντως, από τα γενικώς ισχύοντα στην προσεπίκληση, που ασκείται στο πλαίσιο εμπράγματης ή μικτής αγωγής περί ακινήτου (άρθρο 220 του ΚΠολΔ), στη δίκη επί της αγωγής διανομής δεν είναι αναγκαία η εγγραφή της προσεπικλήσεως στα βιβλία διεκδικήσεων (ΑΠ 1622/2001, ΕλλΔνη 2001. 401, ΠΠΚερκ 737/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), καθώς με την απόφαση διανομής δεν δημιουργούνται ούτε αναγνωρίζονται για πρώτη φορά εμπράγματα δικαιώματα υπέρ του προσεπικαλούμενου, ώστε να είναι αναγκαία η εγγραφή τους στα δημόσια βιβλία, αλλά απλώς τα δικαιώματα αυτά περιορίζονται εκ του νόμου στο μέρος που περιήλθαν στον οφειλέτη ή ψιλό κύριο αντίστοιχα.

Εξάλλου η κατά το άρθρο 491 παρ.1 ΚΠολΔ προσεπίκληση αποσκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος των ενυπόθηκων δανειστών ή του επικαρπωτή και όχι στην προστασία των συναλλαγών επί ακινήτων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των εμπράγματων αγωγών, οι οποίες εγγράφονται υποχρεωτικά, με ποινή απαραδέκτου, στα βιβλία διεκδικήσεων κατά το άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ. Επιπλέον δεν συντρέχει ο νομοθετικός λόγος για τον οποίο καθιερώθηκε η δημόσια εγγραφή διαδικαστικών πράξεων στα βιβλία διεκδικήσεων, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των τρίτων αναφορικά με το επίδικο αντικείμενο, αφού η απαιτούμενη δημοσιότητα έχει τηρηθεί ήδη με την εγγραφή των βαρών στα οικεία βιβλία υποθηκών και κατασχέσεων (Λήδα Πίψου, Δικαστική Διανομή, παρ. 8.ΙΙ, σ. 183, 184).

Εάν δεν ασκηθεί προσεπίκληση το δικαστήριο δεν απορρίπτει χωρίς άλλο την αγωγή αλλά με αίτημα κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει αυτή να επακολουθήσει. Αν και η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε πλέον απορρίπτεται ως απαράδεκτη η ίδια η αγωγή διανομής (ΑΠ 1622/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 43/2015, Τράπεζα Νομικών  Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5383/1998, ΕλλΔνη 1998.1353, ΠΠΑθ 528/2016,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 2580/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡοδ 157/2003, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Οι προσεπικληθέντες κατά το άρθρο 491 παρ.1 ΚΠολΔ μπορούν να ασκήσουν κύρια παρέμβαση, με την οποία να ζητούν αφενός την διάγνωση υπέρ αυτών της υποθήκης, της επικαρπίας ή της κατάσχεσης, αφετέρου την διάπλαση των δικαιωμάτων τους αυτών, ώστε εφεξής να ισχύουν, αντί επί του ιδανικού μεριδίου συγκυριότητας, επί του μέλλοντος να περιέλθει στον κοινωνό μέρος, άλλως, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που διαταχθεί η πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, την καταβολή από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί του αναλογούντος στην απαίτησή τους, που ασφαλίζεται με υποθήκη, ποσού ή τη δημόσια κατάθεση από το πλειστηρίασμα του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτησή τους (βλ. ΕφΠατρ 13/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ΚΠολΔ Ι, αρθρ.491 αρ.3, αντιθέτως περί του ότι δεν πρόκειται περί κύριας παρέμβασης καθώς με την απόφαση διανομής δεν δημιουργούνται ούτε αναγνωρίζονται το πρώτο τα εμπράγματα δικαιώματα, ο δε περιορισμός των δικαιωμάτων των ενυπόθηκων δανειστών  στα μέρη που προσνέμονται στον βεβαρυμμένο κοινωνό συνιστά συνέπεια επερχόμενη εκ του νόμου και όχι της δικαστικής απόφασης βλ. Λήδα Πίψου, ό.π. παρ.8 II, σελ.178).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ.1,3 και 4, 89 και 491 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα πρόσωπα που έχουν μόνο δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου σε μερίδα κάποιου ή κάποιων κοινωνών, ο νόμος δεν θέλησε να συμμετέχουν στη δίκη διανομής ως ενάγοντες ή εναγόμενοι, αλλά ενόψει του διαπλαστικού αποτελέσματος που συνεπάγεται γι’ αυτούς η δίκη, απαιτεί απλώς να προσεπικαλούνται σε αυτή υποχρεωτικώς, προκειμένου, αν θέλουν, να ασκήσουν με παρέμβασή τους τα προβλεπόμενα από το άρθρο 492 ΚΠολΔ δικαιώματά τους. Συνεπώς ως προς τα πρόσωπα αυτά, η δίκη διανομής σε όλη την διαδρομή δεν μπορεί να θεωρηθεί διπλή, όπως για τους συγκύριους, με την έννοια ότι οι προσεπικαλούμενοι ενυπόθηκοι δανειστές μπορεί να έχουν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του προσεπικαλούντος κοινωνού (ΟλΑΠ 20/1995, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡοδ 21/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Λήδα Πίψου, ο.π. παρ.2 ΙΙ, σελ.60).

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. ΓπOΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων», όπως αυθεντικώς ερμηνεύθηκε με το ν.δ. 1544/1942 και αντικαταστάθηκε με την περ.6 της υποπαραγράφου ΙΓ.1. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.16 του άρθρου 40 του Ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α 18/25.01.2013) και ισχύει από 05.12.2012, όπως ορίζεται από το άρθρο 49 παρ.4 του αυτού νόμου, και 175 KΠολΔ, προκύπτει ότι κάθε αγωγή, εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και σε ανάλογα ποσοστά υπέρ ΤΑΝ, ΕΟΠΥΥ, καθώς και τέλους χαρτοσήμου, αν το αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ (πλην των προβλεπόμενων από τις οικείες διατάξεις εξαιρέσεων). H παράλειψη καταβολής του, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, έχει ως συνέπεια την εφαρμογή του άρθρου 175 KΠολΔ, ήτοι ο παραλείπων την καταβολή ενάγων λογίζεται κατά νομικό πλάσμα μη εμφανιζόμενος, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του ως αβάσιμη, αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (ΑΠ 1337/2011, ΝοΒ 2012.668, ΑΠ 936/2011, ΝοΒ 2012.126, ΑΠ 382/2011, ΝοΒ 2011.1904). Τούτο συνάγεται και από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο άρθρο 7 του συναφούς ν.δ/τος 1544/1942, όπου ρητώς προβλέφθηκε η απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση παράλειψης καταβολής του συμπληρωματικού τέλους δικαστικού ενσήμου, που επιβλήθηκε από το δικαστήριο, επειδή διαγνώσθηκε ότι το καταβληθέν υπολειπόταν της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της δίκης (ΑΠ 1104/1997, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 74/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Η αγωγή διανομής, παρά τον διαπλαστικό χαρακτήρα της, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Στις περιπτώσεις όπου από το διανεμητέο ακίνητο προκύπτει ετήσια πρόσοδος, με την έννοια της πραγματικής απολαβής εισοδημάτων από το ακίνητο, το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση το εικοσαπλάσιο της ετήσιας προσόδου του ακινήτου που αναλογεί στη μερίδα του ενάγοντος. Διαφορετικά αν το διανεμητέο ακίνητο είναι απρόσοδο για τους κοινωνούς γίνεται δεκτό ότι το δικαστικό ένσημο υπολογίζεται με βάση την αξία του μεριδίου που ανήκει στον ενάγοντα κοινωνό, ήτοι κατά τους ορισμούς της παρ. 2 και όχι της παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912. Περαιτέρω κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου και νόμου, σε περίπτωση υποβολής ενστάσεως ως προς τον υπολογισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, ή και αυτεπαγγέλτως, το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να αποφασίσει με βάση βεβαιώσεις ή να διατάξει αποδείξεις σε βάρος του υπόχρεου. Αν αποδειχθεί ότι η δηλωθείσα με την αγωγή αξία δεν είναι η πραγματική και μάλιστα μικρότερη από το 1/3 της πραγματικής αξίας το δικαστήριο διατάσσει την καταβολή του δικαστικού ενσήμου εις διπλούν κατά τις διακρίσεις του άρθρου 4 Ν. ΓπΟΗ’/1912 και απέχει από την περαιτέρω έρευνα μέχρι την καταβολή του τέλους. Αν αυτό δεν καταβληθεί στην επόμενη συζήτηση ο ενάγων θεωρείται δικαζόμενος ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται (ΕφΠειρ 166/2011, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», efοtοpοulοu, ΕφΛαρ 739/2010, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΠατρ 279/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Λ.Πίψου, ο.π. παρ.5ΙΙΙ, σελ.110-114)(ΜΠρΗλείας 287/2021).

Διαβάστε επίσης: Η σύσταση κάθετων ιδιοκτησιών σε αγροτεμάχια εκτός σχεδίου.

Συνεκμίσθωση κοινού περιουσιακού στοιχείου από περισσότερους εκμισθωτές. Νομικό πλαίσιο και προυποθέσεις.

Διηρημένη ιδιοκτησία. Κάθετη και οριζόντια συνιδιοκτησία. Χαρακτηριστικά και τρόποι σύστασης.

Αναγκαίες δαπάνες κοινοχρήστων πολυκατοικίας. Κάλυψη δαπανών μονομερώς από συνιδιοκτήτη και μεταγενέστερη αναζήτησή τους από τους υπόλοιπούς συνιδιοκτήτες.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.