Η ακούσια νοσηλεία χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή λόγω ψυχικής ασθένειας.

Η ακούσια νοσηλεία λόγω ψυχικής ασθενείας ρυθμίζεται ειδικά από τον Ν. 2071/1992 (άρθρα 95 επ.), το άρθρο 16 του Ν. 2716/1999, ενώ παραπομπή στις διατάξεις αυτές υπάρχει και στον Αστικό Κώδικα και ειδικότερα στο άρθρο 1687 ΑΚ, στο πλαίσιο των διατάξεων για τη δικαστική συμπαράσταση.

Κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Ν. 2071/1992 ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και παραμονή του για θεραπεία, σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας.

Προϋποθέσεις για τη θέση οποιουδήποτε προσώπου σε ακούσια νοσηλεία είναι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 95 παρ. 2 του Ν. 2071/1992, οι εξής:

1) Ο ασθενής να πάσχει από ψυχική διαταραχή.

2) Να μην είναι ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του.

3) Η έλλειψη νοσηλείας να έχει ως συνέπεια είτε να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του, ή

4) Η νοσηλεία ασθενή που πάσχει από ψυχική διαταραχή να είναι απαραίτητη για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του ίδιου ή τρίτου.

Από τις ανωτέρω προϋποθέσεις καθίσταται σαφές ότι η θέση σε ακούσια νοσηλεία αντιμετωπίζεται από το νομοθέτη κατά κύριο λόγο ως προληπτικό μέσο για την αποτροπή τέλεσης βίαιων εγκλημάτων από ψυχικά ασθενείς. Η ακούσια νοσηλεία προσώπων που υποφέρουν από σοβαρές ψυχικές ασθένειες και είναι επικίνδυνοι για τους υπόλοιπους κοινωνούς, αλλά και για τους ίδιους τους εαυτούς τους, είναι σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις απαραίτητη.

Σύμφωνα με το άρθρο 96 του Ν. 2071/1992 την ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγός του ή συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και το δεύτερο βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του. Σε επείγουσες περιπτώσεις, εάν δεν υπάρχει κανένα από τα πρόσωπα αυτά, την ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή. Απαιτείται η αίτηση να περιγράφει το ψυχικό νόσημα, την εκδηλούμενη συμπεριφορά, τις ενέργειες που είχαν προηγηθεί για εκούσια νοσηλεία, την άρνηση του προσώπου να εξεταστεί ή το ανέφικτο της εξετάσεως, και όλα αυτά να συνοδεύονται με επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία π.χ. βιβλιάρια υγείας, προηγούμενα πιστοποιητικά, ιατρικές γνωματεύσεις. Επίσης είναι δυνατόν ο Εισαγγελέας να ζητήσει (με οποιονδήποτε τρόπο και προφορικά ακόμα) από το οικείο αστυνομικό τμήμα, όπως ερευνήσει την υπόθεση και τον ενημερώσει με έγγραφη αναφορά ή και προφορικά, σε κατεπείγουσα περίπτωση, αν ο φερόμενος ως ψυχικά ασθενής έχει ήδη απασχολήσει την αστυνομία (πότε και πώς), αν έχουν διατυπωθεί παράπονα εναντίον του από πολίτες, αν έχει ήδη εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά, αν έχει μετέλθει πράξεις βίας

Η αίτηση για την Ακούσια νοσηλεία, εφόσον τη διαδικασία δεν κινεί αυτεπαγγέλτως ο ίδιος ο Εισαγγελέας, απευθύνεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του προσώπου, που φέρεται ως ασθενής. Την αίτηση πρέπει να συνοδεύουν αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων, ή επί αδυναμίας εξευρέσεως δύο ψυχιάτρων, ενός ψυχιάτρου και ενός ιατρού παρεμφερούς ειδικότητας, στις οποίες πρέπει να αναφέρεται η συνδρομή των ανωτέρω αναφερθέντων προϋποθέσεων. Σχετικά ορίζεται ότι οι ιατροί που συντάσσουν τις γνωματεύσεις δεν πρέπει να τελούν σε σχέση συγγενείας με τον αιτούντα ή το φερόμενο στην αίτηση ως ασθενή.

Ο Εισαγγελέας, αφού διαπιστώσει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων και εφόσον και οι δύο ιατρικές γνωματεύσεις συμφωνούν για την ανάγκη ακούσιας νοσηλείας, διατάσσει τη μεταφορά του ασθενή σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας. Εάν οι γνωματεύσεις των δύο ιατρών διαφέρουν μεταξύ τους, ο Εισαγγελέας, μπορεί μεν να διατάξει τη μεταφορά του φερόμενου ως ασθενή σε Μονάδα Ψυχικής Υγείας, αλλά ταυτόχρονα και εντός προθεσμίας τριών (3) ημερών είναι υποχρεωμένος να εισαγάγει την αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας ή διαμονής του φερόμενου ως ασθενούς (πλέον στο Μονομελές Πρωτοδικείου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 740 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 Ν. 2447/3-12-1996), ώστε να κριθεί η αναγκαιότητα της θέσης σε ακούσια νοσηλεία.

Προς διασφάλιση του φερόμενου ως ασθενούς ορίζεται από το άρθρο 96 παρ. 4 του Ν. 2071/1992 ότι αυτός πρέπει να ενημερώνεταιαμέσως μόλις γίνει η μεταφορά του στη Μονάδα Ψυχικής Υγείας, από τον διευθυντή ή άλλο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί το καθήκον αυτό, για τα δικαιώματά του και ειδικότερα το δικαίωμά του να ασκήσει ένδικο μέσο. Για την ενημέρωση αυτή συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται, εκτός από τον υποχρεωμένο να ενημερώσει και από τον τυχόν συνοδεύοντα τον ασθενή. Στο άρθρο 98 του Ν. 2071/1992 ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση και σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας, πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή, ενώ υπάρχει πρόβλεψη και για τη χορήγηση αδειών, ανάλογα με τις ανάγκες της θεραπείας.

Στην περίπτωση που τη διαδικασία κινεί αυτεπάγγελτα ο Εισαγγελέας ή που στην αίτηση αναφέρεται ότι ήταν ανέφικτη η εξέταση του ασθενή, λόγω άρνησής του να εξετασθεί, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 του Ν. 2071/1992, να διατάξει τη μεταφορά του ασθενή για κλινική εξέταση και σύνταξη των γνωματεύσεων, σε δημόσια   ψυχιατρική κλινική. Η μεταφορά του διενεργείται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή, η δε παραμονή του ασθενή εκεί για τις αναγκαίες εξετάσεις δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 48 ώρες.

Σε τρεις (3) ημέρες από τότε που ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών διέταξε τη μεταφορά του ασθενή για τη διενέργεια εξέτασης και έκδοση των σχετικών γνωματεύσεων, ο ίδιος με αίτησή του ζητεί να επιληφθεί το Μονομελές Πρωτοδικείο στο οποίο υπηρετεί, που συνεδριάζει μέσα σε δέκα (10) ημέρες, «κεκλεισμένων των θυρών», ώστε να προστατεύεται η ιδιωτική ζωή του ασθενή. Στη συνεδρίαση καλείται πριν από 48 ώρες και ο ασθενής, ο οποίος δικαιούται να παραστεί με δικηγόρο και με ψυχίατρο ως τεχνικό σύμβουλο. Σε περίπτωση επικινδυνότητας του φερόμενου ως ασθενή οι ανωτέρω προθεσμίες δύναται να συντμηθούν.

Το δικαστήριο είναι αναγκασμένο να εκδώσει την απόφαση του εντός δέκα ημερών ή τουλάχιστον, όπως γίνεται σχετικά δεκτό, να συζητήσει την υπόθεση εντός της εν λόγω δεκαήμερης προθεσμίας. Με βάση τη διατύπωση του άρθρου 96 παρ. 6 του Ν. 2071/1992 υποστηρίζεται ότι εάν ο νόμος ήθελε να εκδίδεται και η απόφαση εντός των άνω δέκα ημερών θα το ανέγραφε ρητά και συνεπώς αρκεί η αίτηση του Εισαγγελέα, να συζητηθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας και μέχρι εκδόσεως της απόφασης του δικαστηρίου, το άτομο κρατείται νόμιμα (βλ. άρθρο 96 παρ. 8 του Ν. 2071/1992 και ΓΝΜΔ ΕΙΣΑΠ 12/2006,ΠοινΔνη 2006/1403)Σε περίπτωση που δεν τηρηθεί η ανωτέρω προθεσμία, η περαιτέρω παραμονή του φερόμενου ως ασθενή στη μονάδα ψυχικής υγείας δεν νομιμοποιείται από την εισαγγελική παραγγελία της μεταφοράς, έστω και αν είναι σαφές ότι το πρόσωπο πάσχει.

Εάν όμως από λόγους ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος δεν καθίσταται δυνατή η τήρηση αυτής, τότε ο εισαγγελέας οφείλει να προκαλέσει έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρο 781 ΚΠολΔ) που αποτελεί δικαστική απόφαση, έστω και περιληπτική[6], με την οποία να διατάσσεται προσωρινά η ακούσια νοσηλεία του φερόμενου ως ασθενή. Ωστόσο υποστηρίζεται και η άποψη ότι η μη τήρηση της προθεσμίας των δέκα ημερών δε συνεπάγεται ακυρότητα στη σχετική διαδικασία και συνεπώς η τυχόν απόλυση του φερόμενου ασθενή δεν εμποδίζει την έκδοση της απόφασης υπέρ της ακούσιας νοσηλείας, η οποία και θα εκτελεστεί από τον Εισαγγελέα (άρθρο 96 παρ. 4 εδ. α` του Ν. 2071/1992).

Το δικαστήριο, που δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν κρίνει ότι οι γνωματεύσεις των δύο ψυχιάτρων που προσάγονται διαφέρουν μεταξύ τους ή δεν είναι πειστικές ή ο επιστημονικός διευθυντής του νοσοκομείου στο οποίο έχει εισαχθεί ο ασθενής διατυπώνει αντίθετη προς τις γνωματεύσεις γνώμη, διατάζει την εξέταση του ασθενή και από άλλο ψυχίατρο εγγεγραμμένο στους καταλόγους ιατρικών συλλόγων της χώρας, κατά προτίμηση επίκουρο τουλάχιστον καθηγητή ή επιστημονικό διευθυντή δημόσιας Μονάδας Ψυχικής Υγείας ή το νόμιμο αναπληρωτή του. Αν ο ασθενής τον οποίο αφορά έχει προσαχθεί με διαταγή του εισαγγελέα σε ψυχιατρική κλινική, στην περίπτωση που η αίτηση αναγκαστικής νοσηλείας γίνεται δέκτη, συνεχίζεται η παραμονή του εκεί, ενώ στην περίπτωση που η αίτηση απορριφθεί, διατάσσεται η άμεση έξοδος.

Ο Ν. 2071/1992 δεν παραπέμπει στις περί πραγματογνωμοσύνης διατάξεις του ΚΠολΔ, ήδη γνωστές κατά την ψήφισή του, αλλά κάνει λόγο μόνο για εξέταση από τρίτο ψυχίατρο, ενώ ταυτόχρονα δεν υποβάλλει στον τύπο της πραγματογνωμοσύνης τις αρχικές γνωματεύσεις των δύο ψυχιάτρων, και για το λόγο αυτό θεωρείται ότι δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι περί πραγματογνωμοσύνης διατάξεις αλλά η διαδικασία πρέπει να διαπλασθεί επί το ελαστικότερον, ώστε να αποφευχθούν οι χρονικές καθυστερήσεις που μοιραία συνοδεύουν τις πραγματογνωμοσύνες και οι οποίες αν τηρηθούν φαλκιδεύουν στην ουσία το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του φερόμενου ως ασθενή.

Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 2 του Ν. 2071/1992 η ακούσια νοσηλεία διακόπτεται όταν πάψουν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 95 του νόμου αυτού. Στην περίπτωση αυτήν, ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής, στην οποία νοσηλεύεται ο ασθενής, οφείλει να του χορηγήσει εξιτήριο και συγχρόνως να κοινοποιήσει σχετική έκθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Από τη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι η συνέχιση ή μη της νοσηλείας εναπόκειται εξ ολοκλήρου στο διευθυντή ψυχιατρικής κλινικής στην οποία νοσηλεύεται ο ασθενής, ο οποίος και δίνει στον ασθενή εξιτήριο και απλώς είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει σχετικά τον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερθέντα ο νοσηλευόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για τη διακοπή της νοσηλείας και συνεπώς στην περίπτωση που το δικαστήριο εκδώσει σχετική απόφαση θα πρέπει να θεωρηθεί αυτή είναι δεσμευτική για το διευθυντή της ψυχιατρικής κλινικής, ο οποίος οφείλει να εκδώσει εξιτήριο, ακόμα και εάν επιστημονικά διαφωνεί.

Ωστόσο πρόβλημα δημιουργείται στην περίπτωση που εκκρεμεί η έκδοση απόφασης για το σύννομο ή μη της ακούσιας νοσηλείας, είτε γιατί εξ αρχής οι δύο γνωματεύσεις δε συμφωνούσαν, είτε διότι υποβλήθηκε εκ των υστέρων σχετική αίτηση από το νοσηλευόμενο, και ο διευθυντής της δημόσιας Μονάδας Ψυχικής Υγείας εκδώσει εξιτήριο. Στην πράξη αυτό είναι συχνό φαινόμενο, αφού σε αρκετές περιπτώσεις η έκδοση της δικαστικής απόφασης καθυστερεί πολύ. Σχετικά γίνεται δεκτό ότι με βάση τη διατύπωση του άρθρου 99 παρ. 2 του Ν. 2071/1992 ο διευθυντής της δημόσιας Μονάδας Ψυχικής Υγείας μπορεί να εκδώσει αυτοτελώς εξιτήριο, αφού ο ίδιος είναι αρμόδιος να κρίνει να την κατάσταση του ασθενούς. Όμως στην περίπτωση αυτή καθίσταται άνευ σημασίας η έκδοση απόφασης από το δικαστήριο και ουσιαστικά η κρίση του δικαστηρίου και οι εγγυήσεις που αυτή παρέχει υποκαθίσταται από την κρίση του διευθυντή της δημόσιας Μονάδας Ψυχικής Υγείας.

Η διάρκεια της ακούσιας νοσηλείας δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Μετά την πάροδο των τριών πρώτων μηνών, ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής και άλλος ένας ψυχίατρος του τομέα ψυχικής υγείας, υποβάλλουν έκθεση στον Εισαγγελέα για την κατάσταση της υγείας του ασθενή. Ο Εισαγγελέας δικαιούται (ωστόσο δεν ορίζεται ότι υποχρεούται) να διαβιβάσει την έκθεση αυτή στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειάς του με αίτησή του να συνεχιστεί ή να διακοπεί η ακούσια νοσηλεία.

Σύμφωνα με το άρθρο 99 παρ. 4 του Ν. 2071/1992 σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες πρέπει να παραταθεί η νοσηλεία του ασθενή πέραν των έξι (6) μηνών, τούτο είναι δυνατό μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη επιτροπής εκ τριών ψυχιάτρων, εκ των οποίων ένας είναι ο θεράπων ιατρός και οι έτεροι δύο ορίζονται από τον Εισαγγελέα. Ωστόσο δεν ορίζεται για πόσο χρονικό διάστημα είναι δυνατόν να παραταθεί η νοσηλεία ή εάν είναι δυνατόν να παραταθεί αορίστως η ακούσια νοσηλεία (κατά το πρότυπο των 69-70 ΠΚ που ρυθμίζουν την επιβολή μέτρων ασφαλείας σε ακαταλόγιστους εγκληματίες) και περαιτέρω εάν είναι υποχρεωτική η περιοδική επανεξέταση της κατάσταση της υγείας του ασθενούς για να βεβαιώνεται εάν υφίστανται ακόμα οι προϋποθέσεις για την ακούσια νοσηλεία. Το κενό αυτό εν μέρει καλύπτεται από την πρόβλεψη της δυνατότητας υποβολής αίτησης του νοσηλευόμενου για τη διακοπή της νοσηλείας του.

Το ίδιο πρόσωπο είναι δυνατόν να τεθεί και πάλι σε ακούσια νοσηλεία, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Ν. 2071/1992, τηρούμενης και πάλι της ίδιας ανωτέρω αναφερθείσας διαδικασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του 94 παρ. 2 του Ν. 2071/1992, που ρυθμίζει τις προϋποθέσεις για την εκούσια νοσηλεία. Εδώ δημιουργείται ερμηνευτικό πρόβλημα, αφού ορίζεται ότι το πρόσωπο που τέθηκε σε ακούσια νοσηλεία είναι δυνατόν να νοσηλευτεί ξανά μόνο με βάση τις διατάξεις για την εκούσια νοσηλεία, δηλαδή μόνο εφόσον το ίδιο το πρόσωπο συναινεί στη νοσηλεία. Δεν κρίνεται εύλογη η (συνειδητή ή εκ παραδρομής) επιλογή του νομοθέτη να μην είναι δυνατόν να τεθεί για δεύτερη φορά σε ακούσια νοσηλεία πρόσωπο που τέθηκε στο παρελθόν σε ακούσια νοσηλεία, εφόσον παρατηρείται έξαρση της ψυχικής του ασθένειας ή πάσχει από άλλη νεοεμφανιζόμενη ψυχική ασθένεια. Η σύγχυση επιτείνεται καθώς το άρθρο 100 παραπέμπει στη διαδικασία του άρθρου 96, το οποίο αναφέρεται στη διαδικασία θέσης του προσώπου σε ακούσια νοσηλεία και όχι σε εκούσια. Ωστόσο η παραπομπή αυτή θα είχε νόημα, μόνο εφόσον επρόκειτο για ακούσια νοσηλεία, αφού το πρόσωπο που τίθεται σε εκούσια νοσηλεία συμφωνεί στον αυτοπεριορισμό του και δεν απαιτείται η τήρηση της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 96 του Ν. 2071/1992 για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του, ενώ μπορεί να διακόψει τη νοσηλεία του κατά βούληση και ανά πάσα στιγμή (βλ. άρθρο 94 παρ. 4 του Ν. 2071/1992).

Η θέση του ατόμου σε ακούσια νοσηλεία προσβάλλει σημαντικά ατομικά δικαιώματα και μείζονος σημασία αγαθά του ατόμου, όπως η προσωπική ελευθερία του, η προσωπικότητά του και η αξιοπρέπεια του. Για το λόγο αυτό η σχετική διαδικασία θα πρέπει να ενεργοποιείται με φειδώ, σωφροσύνη και ευαισθησία και σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θέση του ατόμου σε ακούσια νοσηλεία θα πρέπει να επικρατεί η υπέρ της ελευθερίας επιλογή (in dubio pro libertate). Μάλιστα το άρθρο 95 παρ. 3 του Ν. 2071/1992 ορίζει προς διασφάλιση του ατόμου ότι η αδυναμία ή η άρνηση προσώπου να προσαρμόζεται στις κοινωνικές ή ηθικές ή πολιτικές αξίες, που φαίνεται να επικρατούν στην κοινωνία, δεν αποτελεί καθ` αυτή ψυχική διαταραχή.

Στην πράξη δυστυχώς ο ιδιαίτερα μεγάλος φόρτος εργασίας των Εισαγγελέων δε δίνει τη δυνατότητα για την ενδελεχή εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 2071/1992, οι οποίες, όπως και αναλύθηκε ανωτέρω, παρουσιάζουν επιπρόσθετα ερμηνευτικές δυσχέρειες και κενά. Συνήθως η διαδικασία είναι συνοπτική και ο Εισαγγελέας εκδίδει τις σχετικές παραγγελίες με συνοπτική και σχετικά επιφανειακή εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου ακόμη και χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία και εκπροσώπηση του προσώπου που θα τεθεί σε ακούσια νοσηλεία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις την κακοποίηση του θεσμού, η οποία δεν είναι τυχαίο πως έχει οδηγήσει και σε προσφυγές εναντίον του ελληνικού κράτους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που αποτελεί θεματοφύλακα και επιτηρητή της ΕΣΔΑ αλλά και καταδίκες της χώρας μας από το ίδιο Δικαστήριο (βλ. Υπόθεση Βένιος κατά Ελλάδας, Απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011). Και αυτά επειδή στην ελληνική πραγματικότητα είναι δυνατόν ένα άτομο να κρατηθεί για τουλάχιστον 48 ώρες (όσο ορίζει ο νόμος για να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις), χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη για την ύπαρξη ψυχικής ασθένειας (δεν απαιτείται η προσκόμιση ιατρικών γνωματεύσεων στην περίπτωση αυτή) και χωρίς να ακουσθεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, απλά και μόνο με τη μαρτυρία του αιτούντος τη θέση σε ακούσια νοσηλεία.

Στο εθνικό μας νομοθέτημα που αφορά τις ακούσιες νοσηλείες (άρθρα 95-100 του Νόμου 2071/1992), η εθνική νομοπαρασκευαστική επιτροπή που έπλασε και η κοινοβουλευτική επιτροπή που πρότεινε στη συνέχεια το εν λόγω νομοθετικό κείμενο έκριναν ότι η σχετική διαδικασία που προέβλεπε ο νόμος είχε τεθεί υπό τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας και ενσωμάτωνε πολλές από τις αρχές που συνάγονται από τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι η εφαρμογή του Νόμου αποδείχθηκε εν τέλει ιδιαζόντως προβληματική, λόγω της ίδιας της διαδικασίας αλλά κυρίως επειδή δεν δημιουργήθηκαν άλλοι επικουρικοί ιδρυματικοί οργανισμοί πλην των ψυχιατρείων και οι οποίοι μπορούσαν να αποτελούν εναλλακτικές λύσεις στον εγκλεισμό.

Ενώ το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών δεν υπερέβαινε το 7% ή το 8% σε άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με έρευνες και στατιστικές ψυχιατρικών επιστημονικών περιοδικών στην Ελλάδα κυμαινόταν ανάμεσα σε 55% και 65%. Τα ποσοστά αυτά αποδεικνύουν από μόνο τους ότι η φροντίδα του νομοθέτη να διασφαλίσει τον δικαστικό έλεγχο της διαδικασίας είχε παρακαμφθεί, και ότι στην πράξη, η διαπίστωση της πιθανής επικινδυνότητας του ασθενή εμφανιζόταν ως αντανακλαστικό του Εισαγγελέα, του Δικαστή και του ψυχίατρου.

Τα προβλήματα εφαρμογής του Νόμου 2071/1992 εκτείνονταν σύμφωνα και με τα αποδεχθέντα από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βένιος κατά Ελλάδας στο εύρος όλων των διατάξεών του και ιδίως σε εκείνες που διέπουν την ιατρική διάγνωση (ανεπαρκής αιτιολογία και μη εξατομικευμένη εκτίμηση), την μεταφορά του ασθενή (σε 97% των περιπτώσεων με αστυνομικό ή υπηρεσιακό όχημα ή), την προθεσμία σαράντα οκτώ ωρών, την ενημέρωση του ασθενή (δεν προκύπτει με βεβαιότητα), τον δικαστικό έλεγχο, την διάρκεια της διαμονής στο ψυχιατρείο, την κλήση για παράσταση στην δίκη και την δικαστική απόφαση.

Σε μια έκθεση του Μαΐου του 2007, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωνε, στο κεφάλαιο το σχετικό με τα προβλήματα εφαρμογής των διαδικαστικών προϋποθέσεων του Νόμου 2071/1992, ότι η τήρηση της προθεσμίας σαράντα οκτώ ωρών δεν ήταν πάντα δυνατή λόγω του ανεπαρκούς αριθμού των εφημερευόντων ψυχιάτρων και λόγω του ότι οι ασθενείς δεν ήταν επαρκώς πληροφορημένοι για τα δικαιώματά τους, ιδίως για το δικαίωμά τους να κάνουν χρήση ένδικου μέσου.

Όσον αφορά ιδιαίτερα τον δικαστικό έλεγχο, ο Συνήγορος του Πολίτη παραδεχόταν ότι δεν είχε την δυνατότητα να ελέγξει αν τηρούνταν οι διατάξεις της δικαστικής διαδικασίας και ιδιαίτερα αν ο ορισμός δικασίμου γινόταν σύντομα από το δικαστήριο με την παραλαβή της αίτησης του εισαγγελέα. Σημείωνε επίσης ότι τα σχετικά άρθρα του Νόμου 2071/1992 δεν ήταν πλήρη επειδή δεν προβλέπανε τις συνέπειες έπρεπε να προκύψουν από την μη τήρηση και εξαιτίας αυτού δεν είχαν παρά ενδεικτικό χαρακτήρα.

Η θέση σε ακούσια νοσηλεία είναι τέλος ανεξάρτητη από τη διαδικασία για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση του προσώπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα 1666 επ. ΑΚ. Η θέση σε ακούσια νοσηλεία δε συνεπάγεται και τη θέση του προσώπου αυτού σε επικουρική ή στερητική δικαστική συμπαράσταση, ολική ή μερική. Ωστόσο στην περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη θέση σε ακούσια νοσηλεία, σίγουρα θα πληρούνται και οι προϋποθέσεις για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση, αφού το άτομο που δεν είναι ικανό να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του και κρίνεται επικίνδυνο, κατά πάσα πιθανότητα θα αδυνατεί να φροντίσει μόνο του τις υποθέσεις του και θα πληρούνται οι προϋποθέσεις του 1666 ΑΚ. Αντίθετα η θέση σε δικαστική συμπαράσταση στις περισσότερες περιπτώσεις δε συναρτάται με τη θέση σε ακούσια νοσηλεία, αφού οι προϋποθέσεις της θέσης σε ακούσια νοσηλεία είναι τελείως διαφορετικές και σαφώς πιο αυστηρές. Στην πράξη συνιστάται παράλληλα με τη θέση σε ακούσια νοσηλεία, να υποβάλλεται και αίτηση εκουσίας δικαιοδοσίας για τη θέση του προσώπου που είναι ασθενής και σε δικαστική συμπαράσταση, ώστε να είναι δυνατή η ρύθμιση των υποθέσεών του, όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ακούσια νοσηλεία του. Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας για τη θέση σε ακούσια νοσηλεία δεν εμποδίζει την έναρξη διαδικασίας για τη θέση σε δικαστική συμπαράσταση, αφού δεν υφίσταται εκκρεμοδικία, κατ’ άρθρο 221-222 ΚΠολΔ, καθώς οι εν λόγω διαδικασίες έχουν τελείως διαφορετικό αντικείμενο και αίτημα. πηγήefotopoulou

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες συμβουλές.