Απώλεια προθεσμίας επαναπροσδιορισμού αίτησης Ν. 3869/2010. Επαναφορά πραγμάτων λόγω ανωτέρας βίας συνιστάμενης σε μη ενημέρωση από δικηγόρο. Σκοπός η επιτάχυνση και όχι η τιμωρία. [Ειρ. Θεσαλλ. 466/2023]

Από τις διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην περίπτωση απώλειας της προθεσμίας για την άσκηση ενδίκου μέσου, προκύπτει ότι ο θεσμός της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση από την αδυναμία τήρησης κάποιας δικονομικής προθεσμίας στηριζόμενος στην αρχή της επιείκειας, παρέχει τη δυνατότητα της -με δικαστική παρέμβαση- άρσης νομικής και επιβλαβούς για το διάδικο καταστάσεως η οποία προέκυψε από τη μη τήρηση της ορισμένης από το νόμο προθεσμίας για δύο λόγους: την ανώτερη βία ή το δόλο του αντιδίκου του.

Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλομΑΠ 29/1992). Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι πλην άλλων και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην απώλεια προθεσμίας, με την έννοια ότι ήταν αδύνατο να ασκήσει εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάστασή του (ΑΠ 1119/2017).

Επίσης ως περιστατικά ανωτέρας βίας έχουν κριθεί νομολογιακά οι φυσικές καταστροφές (ο σεισμός, η καθίζηση του εδάφους, η τρικυμία και η σφοδρή θαλασσοταραχή, η ακραία και μη επαρκώς προβλεφθείσα κακοκαιρία), η αιφνίδια αρρώστια του δικαιούχου εφόσον καθιστά αδύνατη τη σχετική ενέργεια, η απεργία δικαστικών υπαλλήλων για τους διαδίκους αλλά και αλλά και η εσφαλμένη νομική συμβουλή δικηγόρου προς πελάτη του (βλ.σχετ. ΑΠ 15/2018, ΟΛ ΑΠ29/1992, ΑΠ 1540/2017, ΑΠ809/2019, ΑΠ1568/2013, ΑΠ438/2013, ΑΠ1506/2013, ΕΦΠατρών 320/2-17, ΠΠρΑΘ 1826/2016.). Ειδικότερα ο πληρεξούσιος δικηγόρος του νομιμοποιουμένου να ασκήσει το ένδικο μέσο διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικά και, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια ώστε να καταλείπεται σ’ αυτόν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, χρόνος επαρκώς αξιοποιήσιμος σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστεως και της μη παρέλκυσης των δικών του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 116 ΚΠολΔ (ΑΠ 438/2013).

Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου λόγω εσφαλμένης συμβουλής ή ελλιπούς ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ή του ίδιου του πληρεξουσίου δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, μ’ αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (βλ.σχετ.ΑΠ 513/2016, ΕφΛαμ 186/2011, ΕφΠειρ 59/2010, ΑΠ 1537/2008, ΑΠ 1497/2008, ΟλΑΠ 29/1992, ΜονΠρΠατρ 487/1992, ΟλΑΠ 15/1987, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Απόσπασμα απόφασης

Με την κρινόμενη κλήση η καλούσα επικαλούμενη την αντικειμενική αδυναμία της προβεί στις απαραίτητες δικονομικές ενέργειες λόγω μη ενημέρωσής της από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν επιφορτισμένος με συνεχείς διαπραγματεύσεις με την καθής προς το σκοπό της εξυπηρέτησης του επίδικου δανείου, ως λόγο ανωτέρας βίας για την απώλεια της προθεσμίας του Νόμου 4745/2020 για τον επαναπροσδιορισμό της υπ’αριθμ. …/2015 αιτήσεώς της, ζητά την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και τη συζήτηση της ως άνω αίτησης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη κλήση αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ. 3 ν. 3869/2010) και πρέπει να εξεταστεί κατ’ουσίαν.

Από τα έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, από τη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της αιτούσας την οποία δεν αρνήθηκε η καθής, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα δεν ενημερώθηκε ποτέ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της περί των ενεργειών στις οποίες θα έπρεπε να προβεί προκειμένου να καταθέσει εμπρόθεσμα την επίδικη αίτηση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Τούτο όμως συνιστά αντικειμενική αδυναμία της κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και κατ’επέκταση λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίας βάση της αρχής της επιείκειας θα πρέπει να οδηγήσει σε επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Άλλωστε όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη αλληλογραφία, η αιτούσα κατέβαλε και η ίδια εξωδικαστικές προσπάθειες για τη ρύθμιση του δανείου της αποτελούσε μέριμνά της με κάθε δικαστικό ή εξωδικαστικό τρόπο. Σκοπός του Ν4575/2020 είναι η επιτάχυνση της απόδοσης δικαιοσύνης με την απόσυρση των αιτήσεων του Ν3869/2010 των οποίων οι διάδικοι είναι αδιάφοροι και δεν επιθυμούν πλέον την εκδίκαση, και όχι την τιμωρία αυτών που, χωρίς να ευθύνονται για τη χρόνια παραμονή τους στα πινάκια των Δικαστηρίων, ανέμεναν την εκδίκαση της υπόθεσής τους. Το να έρθουν οι τελευταίοι αντιμέτωποι με τη δικονομική συνέπεια της μη εκδίκασης της αιτήσεώς τους, ενώ άνευ υπαιτιότητάς τους ανέμεναν πολλά έτη προς τούτο, θα έπληττε την ίδια τη Δικαιοσύνη στα μάτια τους, γεγονός απευκταίο. Συνεπώς γενομένου δεκτού του λόγου της καλούσας για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση λόγω ανωτέρας βίας, θα πρέπει το Δικαστήριο για την οικονομία της δίκης και δεδομένου ότι οι διάδικοι έχουν κλητευθεί νομίμως, έχει καταθέσει μάρτυρας διά ενόρκου βεβαιώσεως και έχουν κατατεθεί όλα τα απαραίτητα έγγραφα, να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της.

Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα επικαλούμενη την έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και την περιέλευσή της σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, ζητούν τη διευθέτησή τους από το δικαστήριο, κατά το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, ώστε να επέλθει η μερική απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της έναντι της πιστώτριάς της, που περιλαμβάνεται στην υποβληθείσα από αυτήν κατάσταση. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ. 3 ν. 3869/2010). Για το παραδεκτό της έχει προσκομισθεί νομίμως υπεύθυνη δήλωση των αιτούντων, παλαιότερη και επικαιροποιημένη, για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων: α) της περιουσίας της αιτούσας και των εισοδημάτων το β) των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα καθώς και της μη υπάρξεως μεταβιβάσεων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων τους κατά την τελευταία τριετία. Επίσης, έχουν κατατεθεί και επικαιροποιηθεί όλα τα δικαιολογητικά που απαιτούνται βάσει της υπ’ αριθμ. 7534/20-8-2015 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 1794/20-8- 2015).

Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα τηρούμενα αρχεία προέκυψε ότι δεν εκκρεμεί άλλη σχετική αίτηση των αιτούντων, ούτε έχει εκδοθεί προγενεστέρως απόφαση για τη διευθέτηση των οφειλών της με απαλλαγή της από υπόλοιπα χρεών (αρθρ. 13 παρ. 2 ν.3869/2010). Η αίτηση κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 ν. 3869/2010 είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8 και 11 του ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το ν. 4161/2013. Πρέπει λοιπόν να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζητήσεως, εφόσον δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των αιτούντων και των καθ’ ων- πιστωτών.

Από τα έγγραφα, τα οποία παραδεκτώς και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, (…) και από την εν γένει διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η αιτούσα είναι 68 ετών, διαζευγμένη και μητέρα 3 ενήλικων τέκνων. Διαμένει προσωρινά στον Πειραιά, ενώ η μόνιμη κατοικία της είναι στη Θεσσαλονίκη, σε ιδιόκτητη οικία της στην ………….. και επί της οδού ………………… Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός και λαμβάνει καθαρή σύνταξη σήμερα ύψους 830 ευρώ μηνιαίως. Πριν τη συνταξιοδότησή της ήταν διορισμένη καθηγήτρια Αγγλικών με μισθό περί των 1.500 ευρώ τη δεκαετία 2000-2010. Το έτος 2004 συμβλήθηκε με την καθής και έλαβε ένα στεγαστικό δάνειο ύψους 67.500 ευρώ για την αγορά της κύριας κατοικίας της.

Η συμβατική της δόση ανερχόταν στο ποσό των 300 ευρώ περίπου και αποπληρωνόταν εμπροθέσμως από την αιτούσα μέχρι το έτος 2012. Το έτος εκείνο προέκυψε αντικειμενική αδυναμία της προς την εξυπηρέτηση του επίδικου δανείου λόγω της μείωσης του μισθού της κατά 500 ευρώ μηνιαίως, ενώ φθίνουσα παρέεινε η πορεία των εισοδημάτων της μέχρι και σήμερα, καθώς συνταξιοδοτήθηκε με σύνταξη κατά πολύ κατώτερη από τα προσδοκώμενα, ύψους 820 ευρώ. Ο λόγος της μείωσης μισθών και συντάξεων στην Ελλάδα ήταν σαφώς η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Χώρα μας από το έτος 2011 και δεν άπτεται των ευθυνών της αιτούσας. Ειδικότερα, η αιτούσα με μισθό περί των 3.000 ευρώ την περίοδο που έλαβε το επίδικο δάνειο, λόγω υπηρέτησής της στο εξωτερικό, συμβλήθηκε ως συνετή δανειολήπτρια, ενώ δεν μπορούσε κατά τα ανωτέρω να προβλέψει τη μεταγενέστερη οικονομική αδυναμία της, η οποία την οδήγησε στην παύση των πληρωμών της.

Περαιτέρω η αιτούσα είναι πλήρης και αποκλειστική κυρία ενός διαμερίσματος ε=72,01 τ.μ. 2ου ορόφου οικοδομής, που αποτελεί την πρώτη και κύρια κατοικία της, η δε αντικειμενική της αξία ανέρχεται στο ποσό των 50.000 ευρώ. Σήμερα η αιτούσα οφείλει στην καθής: βάση της υπ’ αρ.θμ. ………………….. σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου μαζί με τους τόκους και τα έξοδα το συνολικό ποσό των 70.183,91 ευρώ. Η αιτούσα εξυπηρετούσε κανονικά τις οφειλές της μέχρι το έτος 2012 όπως τούτο προέκυψε ανωτέρω, κατά το οποίο έτος προέκυψε αδυναμία της να ανταπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις κατά τρόπο διαρκή και μόνιμο λόγω της μείωσης του μισθού της. Για το γεγονός αυτό δε φέρει ευθύνη, ενώ και κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών της, δανειοδοτήθηκε μέσα στα μέτρα των οικονομικών της δυνάμεων και χωρίς να μπορεί να προβλέψουν τη μεταγενέστερη αδυναμία της, η οποία οφειλόταν στο έκτακτο γεγονός της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.

Κατά συνέπεια συντρέχουν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010, καθώς και το προταθέν από αυτόν σχέδιο ρύθμισης των οφειλών της δεν έγινε δεκτό από την πιστώτριες της. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμισθούν τα χρέη του αιτούντος, εξαιρούμενης της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

Διαβάστε επίσης: Νέος πτωχευτικός και ρύθμιση οφειλών, πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία. Προυποθέσεις και διαδικασία πτώχευσης. [Ν 4738/2020]

Απόρριψη αγωγής τράπεζας για διάρρηξη χαριστικής δικαιοπραξίας – Δεν αποδείχθηκε πρόθεση βλάβης της τράπεζας [Πολ.Πρωτ.Αθ. 4364/2019] Ελευθέρωση εγγυητή από σύμβαση εγγύησης – Πταίσμα της τράπεζας [Eφ Αθ 5634/2020]

Τρόποι απαλλαγής εγγυητή από δάνειο. Δικαστικές αποφάσεις και προυποθέσεις απαλλαγής.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.