Άρση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου που έχει ρυμοτομηθεί λόγω παρέλευσης μακρού χρονικού διαστήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση. Αστική ευθύνη δημοσίου [ΤρΕφΑθ 4131/2021]

Ιδιοκτήτης ακινήτου που έχει ρυμοτομηθεί κατ’ εφαρμογή του σχεδίου πόλεως εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση και να ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης ακινήτου.

Σε περίπτωση άρνησης της Διοίκησης να προβεί στη νόμιμη οφειλόμενη αυτή ενέργειά της ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί αν προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της άρνησης της διοίκησης.

Στοιχεία αγωγής αποζημίωσης για αφαίρεση και μη απόδοση νομής πράγματος. Αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πενταετής παραγραφή αξίωσης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας. Η παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από τη διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση και να προκαλεί ζημία σε αυτόν.

Όταν υπόχρεος προς αποζημίωση από αδικοπραξία οργάνων του είναι Δήμος η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.

Απόσπασμα Απόφασης

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Τακτική Διαδικασία)

Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη- καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης εξέθετε ότι , δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./8.4.1974 νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών …, περιήλθε στην ως άνω εταιρεία, κατά πλήρη κυριότητα το λεπτομερώς περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητο (οικόπεδο), επιφάνειας 2.071,75 τ.μ., κείμενο στην Αθήνα, στη θέση «Όπλα Αγίου Δημητρίου» ή «Θυμαράκια» των Κάτω Πατησίων και επί των οδών Γιάνναρη και Παρασκευοπούλου. Οτι το ανωτέρω οικόπεδο κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο υπέρ του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος-ασκούντος τους πρόσθετους λόγους έφεσης, δυνάμει του από 14.9.1981 διατάγματος περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων. Ότι, κατόπιν αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε η 6.577/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδας αποζημίωσης επί του απαλλοτριωθέντος στο ποσό των 125.000 δρχ. ανά τ.μ.

Ότι το εναγόμενο δεν προέβη σε παρακατάθεση του καθορισθέντος ποσού αποζημίωσης εντός ενάμιση έτους από τη δημοσίευση της παραπάνω απόφασης, με αποτέλεσμα να αρθεί αυτοδίκαια η απαλλοτρίωση. Ότι την 28η.2.1982 διαπιστώθηκε άτι το εναγόμενο προέβη παρανόμως στην κατεδάφιση του κατασκευασθέντος από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας μαντρότοιχου επί της οδού ., και την απομάκρυνση της επ’ αυτού (μαντρότοιχου) μεταλλικής θύρας εισόδου. Ότι κατά της παράνομης αυτής πράξης η ενάγουσα άσκησε αγωγή προστασίας της νομής της επί του επιδίκου και ότι, δυνάμει της 8.572/1987 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε, δυνάμει της 10.789/89 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, δικαιώθηκε. Ότι το εναγόμενο εξακολουθεί από το έτος 1982 και εντεύθεν να κάνει παρανόμως χρήση του ακινήτου, χωρίς να έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στην ενάγουσα.

Ότι, εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της κατάληψης του επιδίκου από το εναγόμενο, η ενάγουσα υπέστη ζημία, που αντιστοιχεί στα απολεσθέντα εισοδήματα που θα αποκόμιζε με την ελεύθερη διάθεση του ακινήτου. Ότι, αν το ακίνητο δεν ήταν δεσμευμένο, θα μπορούσε η ενάγουσα να το εκμισθώνει σε τρίτους, ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης οχημάτων, με εκτιμώμενη μηνιαία μισθωτική αξία για το έτος 2006 στο ποσό των 10.248,056, για το έτος 2007 στο ποσό των 10.545,246 και για το έτος 2008 στο ποσό των 10.956,506, τα οποία αποτελούν το βάσιμα προσδοκώμενο κέρδος που απώλεσε, αν δεν επισυνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός.

Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε η ενάγουσα να της καταβάλει το εναγόμενο, ως αποζημίωση (διαφυγόν κέρδος): α)για το χρονικό διάστημα από 1.6.2006 έως 31.12.2006 (7 μήνες) ποσό (10.248,05X7 μήνες=) 71.736,356, β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007 (12 μήνες) ποσό (10.545,24 Χ 512μήνες=) 126.542,886 και γ)για το χρονικό διάστημα από 1Λ .2008 έως 31.12.2008 (12 μήνες) ποσό (10.956,50 Χ12μήνες=)131.478? και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.6.2006 έως 31.12.2008 το ποσό των 329.757,236, που αντιστοιχεί στον πορισμό του κέρδους που ματαιώθηκε, εξαιτίας του ζημιογόνου γεγονότος της αυθαίρετης δέσμευσης (κατάληψης) του ακινήτου, νομιμοτόκως για κάθε επιμέρους ποσό από τη λήξη εκάστου μηνός, άλλως για το συνολικό ποσό από την επίδοση της αγωγής, μέχρι εξόφλησης.

Επικουρικώς, ζήτησε η ενάγουσα το ίδιο ως άνω ποσό των 329.757,236, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. Α.Κ.), καθώς το εναγόμενο αποκόμισε, ως ωφέλεια, το ποσό αυτό, από την παράνομη χρήση του ακινήτου σε βάρος της περιουσίας και με βλάβη της ενάγουσας, το οποίο θα αναγκαζόταν να καταβάλει το εναγόμενο στην ενάγουσα ή σε τρίτο για τη μίσθωση του επίδικου ή άλλου όμοιου ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 4.114/2015 οριστική του απόφαση, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική) έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη κατά την κυρία βάση της, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 329.757,236, νομιμοτόκως από την επομένη την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους της έφεσης το εναγόμενο-εκκαλούν-ασκούν τους πρόσθετους λόγους έφεσης, με λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή της αντιδίκου του.

Με τα άρθρα 94 παρ. 1, 3 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 2 στοιχ. η’ του Ν. 1406/1983 ορίζεται αντιστοίχως ότι «Η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές» και «υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ’ αυτή. Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατ των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.».

Επίσης, με τα άρθρα 105 και 106 εδ. α’ Εισ.Ν.Α.Κ., 914 Α.Κ. ορίζεται αντιστοίχως ότι «Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα. Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος» και «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει».

Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ. προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ’ ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ’ εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ ‘εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσης υπεροχής έναντι τ ων πολιτών, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίος στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική (Α.Π.599/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Κατά δε, τη διάταξη του άρθρου 106 Εισ.Ν.Α.Κ., οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου (105) εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (Α.Π. 1.932/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος, Α.Π. 599/2013, Ελλ.Δνη 54, 1631, Α.Π. 1793/2009, Νο.Β. 58, 733). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν-να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως νόμος ορίζει και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης…».

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: α)ότι είναι επιτρεπτή με διάταξη νόμου, η θέσπιση γενικών και αντικειμενικών περιορισμών της ιδιοκτησίας, χωρίς υποχρέωση αποζημίωσης, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, εφόσον αυτοί δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αναιρώντας ή αποδυναμώνοντας το σε μεγάλο βαθμό, είναι δε αναγκαίοι για την επίτευξη του σκοπούμενου αποτελέσματος (Ολ.Α.Π. 896/1985) και β) ότι επιτρέπεται η οριστική στέρηση ή αφαίρεση της ιδιοκτησίας (με μετάθεση ολική της κυριότητας του πράγματος σε άλλο πρόσωπο ή δημιουργία άλλου εμπράγματου δικαιώματος) με πράξη της πολιτείας, μόνο αν επιβάλλεται προς θεραπεία δημόσιας ωφέλειας, εφόσον προηγηθεί της κατάληψης καταβολή πλήρους αποζημίωσης που καθορίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Εξάλλου, κατά το άρθρο 24 (παρ. 2-4) του Συντάγματος «2.Η χωροταξική αναδιάρθρωση της Χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης…3. Για να αναγνωρισθεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες, για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει. 4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμιση της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής».

Σε εκτέλεση και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 24, εκδόθηκαν αρχικά ο Ν. 947/1979 «Περί οικιστικών περιοχών» και στη συνέχεια ο Ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, κ.λπ.», με τους οποίους θεσμοθετήθηκαν νέες διαδικασίες (διαφέρουσες από τη ρυμοτομία των Ν.Δ.17.7.1923 και 797/1971) συνολικής διαχείρισης των ακινήτων της οικιστικής περιοχής προς πραγμάτωση των συνταγματικών σκοπών, με την υποχρέωση των ιδιοκτητών να διαθέσουν χωρίς αποζημίωση μέρος του ακινήτου τους ή με υποχρεωτική συμμετοχή αυτών με ολόκληρο το ακίνητο τους έναντι αντιπαροχής άλλου ακινήτου (ή διαιρεμένης ιδιοκτησίας) ίσης αξίας. Ειδικότερα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 947/1979 θεσπίστηκε η υποχρέωση των ιδιοκτησιών που περιλαμβάνονται σε περιοχή χαρακτηριζόμενη ως οικιστική για εισφορά σε γη, με σκοπό τη δημιουργία των κοινόχρηστων χώρων που απαιτούνται για την πολεοδομική διαμόρφωση και ανάπτυξη της περιοχής, σε αρμονία με τη ρύθμιση του άρθρου 24 παρ. 3 του Συντάγματος, οι όροι και η διαδικασία δε πραγματοποίησης της θεσπισθείσας εισφοράς σε γη ρυθμίστηκε με τα άρθρα 18-20 του ίδιου νομοθετήματος.

Ακολούθως, με το άρθρο 22 του ίδιου ως άνω Ν, 947/1979 ορίζεται ότι «1. Από της δημοσιεύσεως του κατά το άρθρο 14 παρ. 1 (του ίδιου νόμου) προεδρικού διατάγματος (περί χαρακτηρισμού περιοχής ως οικιστικής και καθορισμού των όρων αναπτύξεως αυτής) επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση οιωνδήποτε ακινήτων κειμένων εντός της περιοχής της χαρακτηριζόμενης ως οικιστικής, ανεξαρτήτως του προβλεπόμενου υπό του ως άνω διατάγματος τρόπου αναπτύξεως ή αναμορφώσεως αυτής, εν τω συνόλω ή κατά ζώνας αυτής: α) προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, πέραν των διά της εισφοράς εις γην αποκτωμένων…3. Η απαλλοτρίωση ενεργείται υπέρ και δαπάναις του Δημοσίου ή δημοσίου οργανισμού ή επιχειρήσεως πολεοδομίας και στεγάσεως ή υπέρ αναγκαστικού οικοδομικού συνεταιρισμού ή αναδόχου φορέως…4. Ειδικώς διά τις απαλλοτριώσεις προς δημιουργία κοινοχρήστων χώρων, αυτές κηρύσσονται δια αυτού τούτου του προεδρικού j διατάγματος περί εγκρίσεως της πολεοδομικής μελέτης».

Αντιστοίχως, με τα άρθρα 8 και 12 δε αυτού ρυθμίστηκε νέα διαδικασία απόκτησης κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οποία εφαρμόζεται στις περιοχές ένταξης ή επέκτασης του σχεδίου και προβλέπεται ο τρόπος υλοποίησης της διαχείρισης με την έκδοση της Πράξεως Εφαρμογής, με την οποία καθορίζονται τα τμήματα των ακινήτων που αφαιρούνται χωρίς αποζημίωση για εισφορές σε γη (εκ ποσοστού ανάλογου με την εδαφική έκταση της ιδιοκτησίας) για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων και υποχρεωτικές αναδασμικές μεταβολές (μετακινήσεις, συνενώσεις, αναδιανομές, ανταλλαγές ακινήτων), ακολούθως συντάσσεται και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. πολεοδομική μελέτη και τέλος καταρτίζεται πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία κυρώνεται με απόφαση του Νομάρχη και μεταγράφεται στο οικείο Υποθηκοφυλακείο. Η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης έχει τις συνέπειες της έγκρισης σχεδίου πόλης. Για τη δημιουργία των κοινόχρηστων. χώρων που αυτή προβλέπει, καθιερώνεται, αντιστοίχως, υποχρέωση εισφοράς σε γη. Η υποχρέωση αυτή που πραγματοποιείται με την πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, η οποία προσδιορίζει τα τμήματα που ρυμοτομούνται για κοινόχρηστους χώρους ή καταλαμβάνονται από κοινωφελείς χώρους και μπορεί, για να γίνει δυνατή η διάθεση της εισφοράς γης για τους σκοπούς του νόμου, να επιφέρει σημαντικές διαρρυθμίσεις στα τμήματα που προέρχονται από εισφορά γης, καθώς και σε κάθε ιδιοκτησία γενικά, όπως μετακινήσεις, τακτοποιήσεις, προσκυρώσεις, ανταλλαγές, καθώς και αλλαγές της μορφής των ιδιοκτησιών. Μετά την κύρωση της με απόφαση του Νομάρχη, η πράξη εφαρμογής γίνεται οριστική και αμετάκλητη και αποτελεί ταυτοχρόνως και πράξη βεβαίωσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εισφοράς σε γη, όπως και κάθε μεταβολής που επέρχεται στα ακίνητα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 7 περ. α’ του Ν.1337/1983 (και αντιστοίχως του άρθρου 48 παρ. 7 περ. α’ του από 14/277/1999 Π.Δ. ΚΒΠΝ) με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες σε αυτήν μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από εκείνες, για τις οποίες οφείλεται αποζημίωση και για τη συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες του Ν.Δ. από 177/16.8.1923 και του Ν.Δ. 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (ήδη του Ν. 2882/2001 -«Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων»). Οι μεταβολές των ιδιοκτησιών χωρίζονται, δηλαδή, σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι μεταβολές που συνίστανται σε εισφορά σε γη, με την αφαίρεση τους και τη διάθεσή τους για τους προβλεπόμενους στον νόμο σκοπούς (άρθρου 17 παρ. I του Ν. 947/1979 άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 1337/1983-άρΘρο 45 παρ. 8 ΚΒΠΝ). Με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι μεταβολές της κατηγορίας αυτής στις ιδιοκτησίες. Στη δεύτερη κατηγορία μεταβολών ανήκουν εκείνες που αφορούν προσκυρώσεις, τακτοποιήσεις και ρυμοτομήσεις ή και δεσμεύσεις ιδιοκτησιών, πέραν της οφειλόμενης εισφοράς σε γη. Οι επεμβάσεις αυτές, εφόσον συνίστανται σε αναγκαστικές αφαιρέσεις ιδιοκτησιών ή τμημάτων ιδιοκτησιών επιπλέον εκείνων που περιλαμβάνονται στην καθορισμένη έκταση εισφοράς σε γη, δεν ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, αλλά, σύμφωνα, με το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος θα πρέπει να προηγηθεί η πλήρης αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτησιών και μόνο μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης των εν λόγω ακινήτων, με την καταβολή της αποζημίωσης ή τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της παρακατάθεσης της, επέρχεται μεταβολή της πρώτης κατηγορίας αυτής.

Εξάλλου, κατά το εδάφιο τέσσερα (4) της παραγράφου τέσσερα του άνω άρθρου (17) «η αποζημίωση που ορίσθηκε (για τη στέρηση της ιδιοκτησίας) καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά αίρεται αυτοδικαίως». Η τελευταία διάταξη επαναλαμβάνεται στο άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.Δ 797/1971 «Περί Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων» (και ήδη πλέον στο άρθρο 11 παρ. 3 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων-Κ.Α.Α.Α. του Ν. 2.882/2001»). Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 11 του Ν.Δ. 797/1971 ορίζεται ότι «ανακληθείσης αυτοδικαίως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η κηρύξασα αύτην αρχή υποχρεούται όπως εντός ενός διμήνου εκδώσει πράξη, βεβαιούσα την επελθούσαν ανάκληση και δημοσιευόμενην διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, δύναται πας ενδιαφερόμενος να ζητήσει, κατά την υπό του παρόντος οριζόμενη ειδική διαδικασία περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, βεβαιούσας την ανάκληση, καλουμένου εις την δίκη του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση και του Δημοσίου» (αντίστοιχη ρύθμιση, καθορίζουσα τετράμηνη προθεσμία για την έκδοση βεβαιωτικής πράξης από την αρμόδια αρχή, περιλαμβάνεται στις παραγράφους 3 και 4 του «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων – Κ.Α.Α.Α. Ν.2.881/2001»).

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά την πάροδο της άνω συνταγματικής προθεσμίας (18μηνο) χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης και συνεπώς μη συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτρίωση αυτή αίρεται ουσιαστικά ως προς τη νομική κατάσταση του ακινήτου. Δηλαδή, το ακίνητο απαλλάσσεται από το βάρος της απαλλοτρίωσης και αποβάλλει το χαρακτήρα του ως ρυμοτομούμενο ακίνητο (Α.Π. 67/1981, No.Β. 29, 1261, Ε.Λαρ. 174/2007, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο ιδιοκτήτης δε, που στερήθηκε το απαλλοτριούμενο ακίνητο πριν από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, έχει δικαίωμα να ανακτήσει τη νομή του και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, κατά τις γενικές διατάξεις, για τον χρόνο που στερήθηκε την κατοχή του. Η μη καταβολή της πλήρους αποζημίωσης της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας εμποδίζει όχι μόνο τη μετάσταση της κυριότητας, αλλά και τη μετάσταση της νομής (Α.Π. 771/1977, Νο.Β. 1978, 490, Α.Π. 444/1975, Ε.Ε.Ν. 1976, 36, Ε.Α. 15.088/1988, Αρχ.Νομ. 1990, 26).

Την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη πριν από την καταβολή της αποζημίωσης προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης στο άρθρο 17 παρ. 4 εδ. γ’ του Συντάγματος, ορίζοντας ότι «πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση, διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη». Το Σύνταγμα, με τη διάταξη, του αυτή, κατοχυρώνει κυρίως τη νομή του ιδιοκτήτη και καθιστά παράνομη κάθε ενέργεια εναντίον της. Επιπλέον, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001 και σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση, δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα (4) έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης…Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς….4….κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης…».

Από τις ανωτέρω διατάξεις του ως άνω άρθρου του Κ.Α.Α.Α. δε προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και οι ανωτέρω αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξη τους διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους, σύμφωνα με τον νόμο, για μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο με τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εύλογα όρια, με αποτέλεσμα να στερείται ο ιδιοκτήτης το δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου «κατά την πραγματική αξία του» και ελεύθερης οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού, αποτελούν οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας, που έρχεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική προστασία αυτής.

Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου, ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση, την υποχρέωση, δε, αυτή δεν αναιρεί το ότι για την άρση απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση προς τον σκοπό να αρθεί η απαλλοτρίωση είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση (Σ.τ.Ε. 2276/2014, Σ.τ.Ε. 392/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ιδιοκτήτης ακινήτου, που έχει ρυμοτομηθεί κατ’ εφαρμογή του σχεδίου πόλεως, εφόσον από την επιβολή της απαλλοτρίωσης παρήλθε μακρύ χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση αυτή με την καταβολή ή την παρακατάθεση της οφειλόμενης αποζημίωσης, μπορεί να απευθυνθεί στη Διοίκηση καινά ζητήσει την άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, γιατί η διατήρηση της στην περίπτωση αυτή προσκρούει στις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ιδιοκτησίας. Εάν η Διοίκηση αρνηθεί να προβεί στη νόμιμη (οφειλόμενη) αυτή ενέργεια της, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης μπορεί να προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια και να ζητήσει την ακύρωση της ρητής ή σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης.

Το Διοικητικό Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, θα κάνει δεκτή την αίτηση του θιγόμενου ιδιοκτήτη, ακυρώνοντας την άρνηση της Διοίκησης και θα αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή και μόνον, αφού προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση προς την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, είτε να τροποποιήσει το ρυμοτομικό σχέδιο κατά τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ο συνεπαγόμενος την αναγκαστική απαλλοτρίωση χαρακτηρισμός του ακινήτου, είτε, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να επανεπιβάλει την αρθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση και δεσμεύσει εκ νέου το ακίνητο, είτε τέλος να θεωρήσει για κάποιο νόμιμο λόγο (δασικός χαρακτήρας, οριοθέτηση αιγιαλού η ρέματος) ότι το ακίνητο παραμένει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι με μόνη τη δημοσίευση της δικαστικής απόφασης, με την οποία βεβαιώνεται η άρση της απαλλοτρίωσης μέχρι την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως ή την επανεπιβολή σ ‘αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, το ακίνητο παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο (Α.Π. 57/2014 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1099 Α.Κ., αν ο νομέας απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη, αφαίρεσε δηλαδή υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέληση του τη νομή του πράγματος, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις των άρθρων 914 επ., 934 επ. Α.Κ. Η αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή συνίσταται σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ’ αυτόν της νομής του πράγματος, άρα και το διαφυγόν κέρδος, χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή κακή πίστη αυτού ή αν η ενέργεια του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα, προϋποθέτει δε πταίσμα του εναγομένου (Α.Π. 822/2014, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ε.Α.7934/2007, Ελλ.Δνη 2008, 1106).

Ειδικότερα στην αγωγή που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914 επ. AΚ πρέπει να αναφέρονται: α) η ζημιογόνος συμπεριφορά του εναγομένου, β)το παράνομο αυτής, γ)η υπαιτιότητα (αμέλεια ή δόλος), δ) η ζημία (θετική και αποθετική) και ε) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και ζημίας (Ε. Α. 744/2011, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ε. Α. 478/2004, Ελλ.Δνη 2008, 603). Τέλος, το άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α’ Α.Κ. ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Επίσης, το άρθρο 938 Α.Κ. ορίζει ότι «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί».

Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. Α.Κ. και ειδικότερα αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια υφίσταται αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 909 Α.Κ., κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση της ωφέλειας, εφόσον είναι πλουσιότερος, κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στον σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, υφίσταται αξίωση από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 Α.Κ. με ανάλογη επέκταση αυτής, η οποία όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. β’ Α.Κ. που εφαρμόζεται στην περίπτωση απόδοσης ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση αποτελεί πλουτισμό από χ ν παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια.

Εκ τούτων παρέπεται ότι, για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 ΑΚ) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις ως άνω εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 1.439/2014, 3.261/2013, 547/2008 και 562/2004, Τ.Ν.Π. Νόμος). Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει επικουρικό (επιβοηθητικό) χαρακτήρα, με την έννοια ότι χορηγείται από τον νόμο, όταν δεν υπάρχει ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα και βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών άλλη αξίωση που να πηγάζει από άλλη έννομη σχέση (Ολ. Α.Π. 22/2003, Ελλ.Δνη 2003,1261 ΑΠ. 1433/2010, ΧρΙΔ.Δ. 201), 502, Α.Π. 1.014/2010, Τ.Ν.Π. Νόμος). Υπό το πρίσμα αυτό, όταν με την αγωγή ασκείται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με την αξίωση του δικαιούχου από αδικοπραξία, θα πρέπει, για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου, να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής αξίωσης ή ότι η τελευταία αξίωση έχει παραγραφεί (άρθρο 938 Α.Κ.). Αν όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού χρησιμοποιείται ως επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή σωρεύεται στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα (υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από αδικοπραξία, άρθρο 219 Κ.Πολ.Δ.), για την πληρότητα της αρκεί να μνημονεύεται η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία («περιελθόν») σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος (άρθρο 938Α.Κ., Α.Π. 28/2010, Τ.Ν.Π. Νόμος, Ε.Πατρ. 281/2002, Αχ.Νομ. 2003,272), χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ή ότι η αξίωση του δικαιούχου έχει παραγραφεί, αφού η έλλειψη των στοιχείων της αδικοπραξίας ή η παραγραφή της αξίωσης που πηγάζει από αυτή θα διαγνωσθούν στην ίδια δίκη (Α.Π. 1468/2010, ΕΦ.Α.Δ. 2011, 100).

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 247, 252, 298, 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξίωσης αυτής είναι πενταετής και αρχίζει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ.Α.Π.24/2003).

Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ, αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει τη δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό κατάσταση της ζημίας δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσας και ολοκληρωθείσας πράξης του δράστη, από την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της τελευταίας, γεννάται δε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που εκείνη διαρκεί και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξης, με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής, ως άνω, παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος-προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από την διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρονικό σημείο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που εξακολουθεί να υφίσταται η προαναφερόμενη κατάσταση καινά προκαλεί ζημία σ’ εκείνον (Α.Π. 292/2016, 1.604,1.605/2014, 1.730/2010, 832/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο συμβαίνει και όταν υπόχρεος προς αποζημίωση από αδικοπραξία των οργάνων του είναι Δήμος, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 276 παρ.2 Κ.Δ.Κ.(Ν.3.463/2006), 3 του Ν.Α.31/1968, σύμφωνα με τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις περί προνομίων και στους Ο.Τ.Α., 48 και 49 Ν.Δ.496/1974 (περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ), και 140 και 141 Ν. 4.270/2014 (Δημόσιο Λογιστικό), η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δήμου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους (το οποίο κατ’ άρθρο 16 του Ν. 4.270/2014 (Δημόσιο Λογιστικό), αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους), μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (πρβλ. με το προϊσχύσαν δίκαιο Α.Π. 1.604,1605/2014, 1.366/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1046 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, εκείνος δε που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο.

Σύμφωνα επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος), είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Ασκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ’ αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντας, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus).

Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστάτευα μενού, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή» απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ., κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία όμως μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.λπ. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Έτι περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 980 και 982 Α.Κ, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες των άρθρων 974 και 1045 Α.Κ. προκύπτει, ότι όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, όπως είναι π.χ. ο χρησάμενος ή ο κατά παράκληση λαβών, τεκμαίρεται ότι, όσο διατηρεί την κατοχή κατέχει στο όνομα άλλου, δηλαδή ασκεί τη νομή του πράγματος όχι για λογαριασμό του, αλλά για λογαριασμό του νομέα (χρήστη κ.λπ.), δεν μπορεί δε να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, παρά μόνον εφόσον αντιποιηθεί του πράγματος και συντρέξουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 1045 Α.Κ., μάλιστα δε στην περίπτωση ακινήτου η νομή δεν χάνεται για τον νομέα, προτού λάβει γνώση της αντιποίησης της νομής από τον κάτοχο που νεμόταν για λογαριασμό του, το δε τεκμήριο της νομής του άρθρου 980 παρ. 2 Α.Κ. έχει εφαρμογή όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έννομης σχέσης (π.χ. χρησιδανείου), που συνδέει τον κάτοχο με το νομέα, αλλά και μετά τη λήξη αυτής, εφόσον ο κάτοχος εξακολουθεί να κατέχει το πράγμα. Με βάση τα προεκτεθέντα, εκείνος που αντιποιείται για τον εαυτό του πλέον τη νομή, εφόσον είναι ενάγων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η αγωγή του και εφόσον είναι εναγόμενος, προκειμένου να αναστρέψει την αγωγή, έχει το βάρος να αποδείξει όχι μόνο ότι μετέβαλε στο μεταξύ βούληση, γιατί άρχισε να νέμεται για τον εαυτό του ή και για τρίτο, αλλά επί πλέον, εφόσον πρόκειται για ακίνητο ότι ο νομέας ή ο κληρονόμος του, έλαβαν γνώση της μεταβολής αυτής και δεν εναντιώθηκαν αποτελεσματικώς και ότι συνεπώς έτσι χάθηκε η νομή για το νομέα ή τους κληρονόμους του (Α.Π.622/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1048 εδ α’ του Α.Κ. «η χρησικτησία διακόπτεται με την απώλεια της νομής». Η αναγνώριση από τον χρησιδεσπόζοντα άλλου ως αληθινού κυρίου του πράγματος συνιστά παράλληλα και αναγνώριση αυτού ως νομέα, οπότε επέρχεται διακοπή της χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1048 Α.Κ., καθώς χάνεται το πνευματικό στοιχείο (animus domini) της νομής (Α.Π. 302/1982, Νο.Β. 1982,1450). πηγή dsanet

Διαβάστε επίσης: Αγωγή διανομής. Έννοια, προυποθέσεις και διαδικασία. Τρόποι διανομής.

Άκυρη δικαιοπραξία λόγω εικονικότητας και ένσταση ίδιας κυριότητας λόγω χρησικτησίας.

Δόμηση εκτός σχεδίου. Προυποθέσεις ανέγερσης κτιρίου σε αγροτεμάχιο. Ποιοι δρόμοι εκτός σχεδίου θεωρούνται κοινόχρηστοι και υπό ποιες προϋποθέσεις οικοδομούνται τα παρόδια γήπεδα;

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.