Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (1400 ΑΚ). Προυποθέσεις, άμυνα εναγομένου, προθεσμίες.

Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”.

Κατά την παρ. 2 του άρθρου 1400 ΑΚ : “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκησε περισσότερο από τρία χρόνια”. Τέλος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 1400 ΑΚ : “Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες”.

ΓΑΜΟΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ Ν. 1329/1983:

Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν.1329/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 ν. 1649/1986, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει εφαρμογή και επί γάμων που τελέσθηκαν καθώς και περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983 (ΑΠ 808/2015), εφόσον ο γάμος δεν είχε λυθεί ή ακυρωθεί μέχρι τότε (ΑΠ 1658/2001).

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1400 ΑΚ

ΤΕΛΕΣΗ ΓΑΜΟΥ

Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης αποτελεί η προηγούμενη σύναψη γάμου, οπότε στο πεδίο της συγκεκριμένης διάταξης εμπίπτουν μόνο αυτοί οι οποίοι καλούνταν σύζυγοι μέχρι την για οιονδήποτε λόγο λύση ή ακύρωση του γάμου. Το άρθρο 1400 ΑΚ αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου αφού ορίζεται ρητά ότι μόνο αυτός που είχε τελέσει γάμο δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο την ένταξη παρόμοιων με τον γάμο πρακτικών π.χ. της ελεύθερης ένωσης, (η οποία βέβαια διαφέρει ουσιωδώς από τον γάμο) στην παρούσα διάταξη. Αναλογική εφαρμογή δε χωρεί αφού ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση εφαρμογής της παρούσας, την τέλεση γάμου, μη αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο για οιανδήποτε αμφισβήτηση του νοήματος της διάταξης. Μοναδική εξαίρεση σε όσα προαναφέρθηκαν αποτελεί το άρ.1400 παρ.2 στο οποίο ορίζεται ότι η παράγραφος 1 εφαρμόζεται αναλογικά και στη περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκησε περισσότερο από τρία χρόνια.

ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ

Ως αύξηση της περιουσίας του συζύγου νοείται η διαφορά που εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία, ήτοι την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και την λύση ή ακύρωση του γάμου (τελική περιουσία). Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (ΑΠ 492/2017,1899/2014, 406/2003). Εφόσον λοιπόν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα ποσά που προκύπτουν, τότε υπάρχει αξίωση του ενός συζύγου έναντι του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτός συνέβαλε με οιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή.

Η παραπάνω αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά την λύση ή την ακύρωση του γάμου.

Στην περίπτωση της τριετούς διάστασης η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (251 ΑΚ), δηλαδή, από τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων. Εφόσον, όμως, υφίσταται και διαρκεί ο γάμος, η παραγραφή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τη λύση ή την ακύρωση αυτού ( 256 αρ. 1 ΑΚ, 1381,1438, βλ. ΑΠ 43/2015, 1372/2000, 1502/2009). Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής ( 257 ΑΚ). Μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, ο χρόνος αυτής τρέχει εκ νέου και για να συμπληρωθεί πρέπει να περάσουν δύο χρόνια από το αμετάκλητο της σχετικής απόφασης (ΑΠ 43/2015).

Στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου δε προσμετράται ότι αυτός απέκτησε με δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία, αφού είναι ευνόητο ότι ο σύζυγος που αξιώνει τη συμμετοχή του στα αποκτήματα δε συνέβαλε στην αύξηση αυτή.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ – ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1/3

Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας δεν είναι απαραίτητο να μετουσιώνεται αποκλειστικά σε χρήμα, αλλά μπορεί να συνίσταται και σε παροχή αποτιμητή σε χρήμα ή και σε παροχή υπηρεσιών στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και την ανατροφή των τέκνων. Η συνεισφορά όμως στις οικογενειακές ανάγκες θα πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο στο οποίο αυτές εκ του νόμου επιβάλλονται με βάση τα όσα ορίζονται στα άρθρα 1389 ΑΚ και 1390 ΑΚ.

Συναφώς έχει κριθεί ότι το ποσό της προκαταβολής τιμήματος, που δόθηκε από τον ενάγοντα σύζυγο για την αγορά της μελλοντικής συζυγικής στέγης επ’ ονόματι του ετέρου εναγόμενου συζύγου, καθώς και το ποσό των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο ενάγων σύζυγος πριν την τέλεση του γάμου για την ανακαίνιση και επίπλωση του διαμερίσματος του εναγόμενου συζύγου αναζητείται (μετά την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου) μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ) και όχι κατά την διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ (ΑΠ 753/2008).

Σε περίπτωση που ο δικαιούχος σύζυγος έχει συμβάλλει με οιονδήποτε τρόπο στην επαύξηση της συνολικής περιουσίας του άλλου συζύγου, οφείλει να αποδείξει τη συμβολή του αυτή, προκειμένου να οδηγηθεί το δικαστήριο σε πλήρη δικανική πεποίθηση αναφορικά με το αν αρχικά όντως συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου και δευτερευόντως σε τι ποσοστό επί της συνολικής περιουσίας αποτιμάται η συμβολή του αυτή.

Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο δικαιούχος σύζυγος δεν καταφέρει να αποδείξει την συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας, το δικαστήριο λόγω του ότι σε μία αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα ο ενάγων έχει πάντα το βάρος απόδειξης σχετικά με το ποσοστό συμβολής του στην επαύξηση , θα κρίνει βασιζόμενο στο κριτήριο του 1/3, (1400 παρ.1 ΑΚ) ότι η συμβολή του ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική, αφού για το κριτήριο του 1/3 δεν απαιτείται καμία άλλη προϋπόθεση πέρα από αυτή της επαύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου.

ΑΜΥΝΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ

Από την πλευρά του ο εναγόμενος σύζυγος προκειμένου να αποφύγει την, δυνάμει του τεκμηρίου του 1/3 που καθορίζεται όπως προαναφέρθηκε στο άρθρο 1400 παρ.1 ΑΚ, κατάπτωση στον άλλον σύζυγο του 1/3 της επαυξημένης περιουσίας του, οφείλει να αποδείξει είτε ότι η συμβολή του συζύγου ήταν κάτω από το 1/3, είτε ότι εκείνος δεν είχε τη παραμικρή συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας, εφόσον ο ίδιος διαμόρφωσε εξ’ ολοκλήρου στηριζόμενος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις την τελική του περιουσία, χωρίς ουδέποτε να λάβει την παραμικρή πέραν φυσικά της εκ του νόμου προβλεπόμενης, χείρα βοηθείας από τον άλλο σύζυγο. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ότι δηλαδή ο άλλος σύζυγος ουδόλως συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας συνιστά ένσταση και το βάρος απόδειξης αυτού το φέρει ο εναγόμενος.

Κλείνοντας δε θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε το γεγονός ότι την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα μπορεί να την ασκήσει μόνο ο ίδιος ο δικαιούχος σύζυγος και σε περίπτωση θανάτου του δε μπορεί με οιονδήποτε τρόπο να ασκηθεί η αξίωση αυτή από τους κληρονόμους του θανόντος συζύγου, αφού σύμφωνα με το άρθρο 1401 εδ.α και εδ.β ΑΚ η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα δε γεννιέται στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε μήτε εκχωρείται.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και ένας εξειδικευμένος δικηγόρος, θα αναλάβει να σας παρέχει τις κατάλληλες συμβουλές.