Κληρονομιά από διαθήκη. Αποποίηση διαθήκης. Ποιος καλείται στην κληρονομιά? Προσαύξηση ή Υποκατάσταση?

Πολύ συχνά ο διαθέτης εγκαθιστά με την διαθήκη του κληρονόμους, κατά τέτοιο τρόπο που να εξαντλούν αυτοί την κληρονομιά λόγου χάρη από ποσοστό 50% σε έκαστο εκ των δύο τέκνων του, δίχως όμως να ορίζει τι θα συμβεί εάν κάποιος εκπέσει για οποιονδήποτε λόγο από την κληρονομιά. Ο νόμος στο σημείο αυτό προβλέπει δύο ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, ήτοι την προσαύξηση και την υποκατάσταση.

Αρχικά, ο νόμος στην περίπτωση που περιγράψαμε ανωτέρω προκρίνει την προσαύξηση, με βάση το άρθρο 1807 παρ. 1 ΑΚ, το οποίο αναφέρει «Αν περισσότεροι εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και ένας απ αυτούς εξέπεσε πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή, η μερίδα του προσαυξάνει στους λοιπούς, ανάλογα με τις μερίδες τους». Προκειμένου λοιπόν να εφαρμοστεί η προσαύξηση και να υπεισέλθει ο έτερος κληρονόμος στο ποσοστό αυτού που εξέπεσε και να αποκλειστεί η υπεισέλευση στο ποσοστό αυτό των κληρονόμων του ίδιου του εκπέσοντος, απαιτείται η κληρονομιαία περιουσία να έχει διαμοιραστεί εξ ολοκλήρου μεταξύ των εγκατάστατων κληρονόμων, ένας εξ αυτών να εκπέσει για οποιονδήποτε λόγο ακόμη και πριν την υπαγωγή και τέλος να μην έχει αποκλειστεί η προσαύξηση είτε ρητά (πχ. Με δήλωση υποκατάστασης) είτε σιωπηρά από τον διαθέτη (1807 παρ.4 ΑΚ).

Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι η πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων, αποτελεί μεν αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη για την επέλευση προσαύξησης επί διαδοχής από διαθήκη, η οποία (ενν. επέλευση προσαύξησης) απαιτεί τη σωρευτική συνδρομή των εξής επιπρόσθετων προϋποθέσεων: να μην έχουν οριστεί υποκατάστατοι για τους εγκαταστάτους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1809 ΑΚ, καθότι, σε περίπτωση πρόβλεψης τοιαύτης υποκαταστάσεως, αυτή προηγείται της προσαυξήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΑΚ 1812 και να μην τυγχάνει εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 1791 ΑΚ, κατά την οποία, εάν ο διαθέτης μνημόνευσε στη διαθήκη του τον κατιόντα του, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν ο κατιών αυτός εκπέσει ένεκα οιουδήποτε λόγου, τη θέση του παίρνουν οι δικοί του κατιόντες, εφόσον θα καλούνταν εξ αδιαθέτου ως κληρονόμοι του διαθέτη.

Ως εμφαίνεται, το άρθρο 1791 ΑΚ καθιερώνει υποκατάσταση από τον νόμο, η οποία ενεργοποιείται όταν ο διαθέτης έχει μνημονεύσει στη διαθήκη του τον δικό του κατιόντα – είτε ως εγκατάστατο είτε ως καταπιστευματοδόχο είτε ως κληροδόχο του – και αυτός ο τελευταίος εκπίπτει. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο νόμος δέχεται ότι η υποθετική βούληση του διαθέτη, εφόσον δεν προκύπτει το αντίθετο, έγκειται στη θεώρηση των κατιόντων του εκπεσόντος ως υποκαταστάτων, εφόσον αυτοί θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη. Εφόσον συντρέξουν, συνεπώς, άπασες οι προλεχθείσες προϋποθέσεις, η από διαθήκη κληρονομική μερίδα του «εκπέσοντος» θα αυξήσει αυτοδικαίως την/τις κληρονομική/-ές μερίδα/-ες του/των ωφελουμένου/-ων από την προσαύξηση συγκληρονόμου/-ων του κληρονομουμένου.

Ζήτημα ωστόσο γεννάται στην περίπτωση κατά την οποία με την υπό του διαθέτη εγκατάσταση έχει διατεθεί μέρος μόνον της κληρονομίας και ως προς το υπόλοιπο χωρεί εξ αδιαθέτου διαδοχή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 1807 ΑΚ, «τότε μόνο γίνεται προσαύξηση μεταξύ των εγκαταστάτων, όταν έχουν γραφεί σε κοινή μερίδα». Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δηλαδή, η προσαύξηση περιορίζεται σε εκείνους που έχουν γραφεί σε κοινή μερίδα. Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 1806 ΑΚ, εγκατάσταση σε κοινή μερίδα συνιστά η εγκατάσταση ορισμένων από τους περισσότερους εγκαταστάτους σε ένα και το ίδιο ποσοστό. Στην περίπτωση κατά την οποία ο διαθέτης δεν έχει εκφραστεί σχετικώς με σαφήνεια, το πότε υφίσταται κοινή μερίδα είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης.

Επί του ζητήματος της εν λόγω ερμηνείας, σημειωτέον, περαιτέρω, ότι απλή λεκτική διατύπωση δεν υποδηλώνει αναγκαίως εγκατάσταση σε κοινή μερίδα, αλλά η σύνδεση πρέπει να είναι πραγματική, με προέχουσα τη θέληση του διαθέτη. Ενόψει τούτου, για τη συναγωγή της τεινούσης σε εγκατάσταση σε κοινή μερίδα βουλήσεως του διαθέτη, δεν αρκούν αυτά καθεαυτά η αναφορά των περισσότερων προσώπων στην ίδια πρόταση, ο κοινός χαρακτηρισμός περισσότερων κληρονόμων, η εγκατάσταση ορισμένων κληρονόμων σε μία διαθήκη και ετέρων – επίσης ορισμένων – σε άλλη, η εγκατάσταση ορισμένων κληρονόμων σε τμήμα της κληρονομίας, χωρούσης της εξ αδιαθέτου διαδοχής ως προς το υπόλοιπο. Πάντως, ένδειξη υπέρ της εγκατάστασης σε κοινή μερίδα συνιστά η εγκατάσταση περισσοτέρων επί του ιδίου δήλου πράγματος. Ακόμη, η εγκατάσταση με μνεία των εγκαταστάτων σε ομάδες υπό ιδιαίτερο για καθεμία ομάδα αύξοντα αριθμό [ 1) … 2) … 3) …] συνιστά, επίσης, στοιχείο ενδεικτικό της ύπαρξης κοινής για κάθε ομάδα μερίδας. Εξ άλλου, δυνατός είναι και ο σχηματισμός ειδικότερων κοινών μεριδών εντός καθεμίας κοινής μερίδας, όπως και η εγκατάσταση του ίδιου προσώπου σε περισσότερες ομάδες. Πάντως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο διαθέτης να διέθεσε μεν με τη διαθήκη του μέρος μόνο της περιουσίας του, αλλά να μην χωρεί εξ αδιαθέτου διαδοχή ως προς το υπόλοιπο, για τον λόγο ότι, όπως εκ της ερμηνείας της διαθήκης του κληρονομουμένου μπορεί να συνάγεται, η αληθινή βούληση αυτού κατέτεινε στην εγκατάσταση των τετιμημένων με τη διαθήκη ως αποκλειστικών κληρονόμων του. Αναφορικά με το ως άνω ενδεχόμενο, παρατηρητέον, εξ άλλου, ότι, σε περίπτωση που η διαθήκη εμφανίζει ασαφή και αμφίβολα σημεία περί των τετιμημένων προσώπων ή περί των κληρονομιαίων στοιχείων στα οποία ο διαθέτης εγκαθιστά τα πρόσωπα αυτά και για την αποσαφήνιση τούτων των σημείων χρειάζεται ερμηνεία προς τον σκοπό της εξεύρεσης της αληθινής (ή ακόμη και εικαζόμενης) βούλησης του διαθέτη, το επιλαμβανόμενο σχετικώς δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη ακόμη και στοιχεία που δεν περιέχονται στη διαθήκη, όπως η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταληφθεί με τη διαθήκη σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη με τους τιμηθέντες .

Έτσι, έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι δεν παύει να υπάρχει κατάλειψη ολόκληρης της κληρονομιάς στους εγκαταστάτους ένεκα του γεγονότος ότι ο διαθέτης παρέλειψε να διαθέσει με τη διαθήκη του περιουσιακά στοιχεία ασήμαντα σε σχέση με το σύνολο της περιουσίας του. Προσέτι, ένδειξη υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής της κατάφασης της κατάλειψης ολόκληρης της κληρονομίας στους εγκαταστάτους με τη διαθήκη ενυπάρχει και στην περίπτωση κατά την οποία ο διαθέτης, καίτοι γνωρίζει ότι ορισμένος εγκατάστατος με τη διαθήκη του και ζων κατά τον χρόνο σύνταξης αυτής έχει αποβιώσει προ καιρού, δεν μεταβάλλει τη διαθήκη του, ώστε να ορίσει τα περί της τύχης της μερίδας του ανωτέρω προαποβιώσαντος εγκαταστάτου, όπερ καταδεικνύει ότι ούτε την προσαύξηση αποκλείει, ούτε υποκατάσταση των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του στη μερίδα του προαποβιώσαντος εγκαταστάτου επιθυμεί, δεδομένου ότι, εάν πράγματι ήθελε να κληρονομήσουν την περιουσία του και άλλοι κληρονόμοι πέραν των διαλαμβανομένων στη διαθήκη του, θα φρόντιζε να τους ορίσει με νέα διάταξη. Ωστόσο, και πάλι επί τη βάσει της ερμηνείας της διαθήκης του κληρονομουμένου, δεν αποκλείεται να γίνει δεκτό ότι ο διαθέτης που δεν αλλάζει τη διαθήκη του παρά την από μέρους του γνώση του θανάτου ορισμένου εγκαταστάτου με αυτή, παραλείποντας έτσι να ορίσει με νέα διάταξη την τύχη της μερίδας του προαποβιώσαντος αυτού εγκαταστάτου, επιθυμεί να υπεισέλθουν στην προλεχθείσα μερίδα οι κληρονόμοι του εν λόγω εγκαταστάτου, αντί να χωρήσει προσαύξηση στις μερίδες των λοιπών εγκαταστάτων με τη διαθήκη του.