Ύπαρξη περισσοτέρων διαθηκών. Ερμηνεία διαθήκης και ζητήματα επί σύγκρουσης του περιεχομένου. Προσβολή της διαθήκης.

Διαθήκη ονομάζεται η μονομερής δικαιοπραξία με την οποία ένα φυσικό πρόσωπο (που καλείται διαθέτης) εκφράζει την βούλησή του για τον τρόπο διάθεσης της περιουσίας του μετά το θάνατό του. Η διαθήκη είναι τυπική δικαιοπραξία με την έννοια ότι είναι ισχυρή υπό τον όρο ότι θα καταρτισθεί με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: α) να γραφτεί εξ ολοκλήρου από το χέρι του διαθέτη και να χρονολογηθεί (ιδιόγραφη διαθήκη), β) να καταρτιστεί από συμβολαιογράφο , ο οποίος καταγράφει τη βούληση του διαθέτη ενώπιον μαρτύρων (δημόσια διαθήκη) και γ) να παραδοθεί από τον διαθέτη στον συμβολαιογράφο ενώπιον μαρτύρων το έγγραφο που περιέχει την διαθήκη του πρώτου (μυστική διαθήκη).

Σε αρκετές όμως περιπτώσεις, εμφανίζονται 2 ή περισσότερες διαθήκες συνήθως ιδιόχειρες με αντιφατικό περιεχόμενο στη βούληση του διαθέτη, με αποτέλεσμα οι κληρονόμοι να αναζητούν τη πραγματική βούληση του θανόντος με σκοπό να επωφεληθούν από την κληρονομιά.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1769 και 1764 ΑΚ προκύπτει ότι κάθε διαθήκη ανακαλείται με σχετική δήλωση του διαθέτη σε μεταγενέστερη διαθήκη του περί μερικής ή ολικής ανάκλησης, είτε με δήλωσή του που γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των συμβολαιογραφικών εγγράφων, είτε με μεταγενέστερη διαθήκη του ίδιου, της οποίας το περιεχόμενο εναντιώνεται, προς το περιεχόμενο της προηγούμενης διαθήκης η οποία παραμένει ισχυρή κατά τις διατάξεις της που δε συγκρούονται με τις διατάξεις της νεώτερης διαθήκης. Η ανάκληση της διαθήκης με τη μεταγενέστερη διαθήκη μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, χωρίς δηλαδή τη χρήση πανηγυρικών εκφράσεων περί ανάκλησης της προηγούμενης, όταν το περιεχόμενο της νέας δε συμβιβάζεται ολικώς ή μερικώς με το αντίστοιχο της προηγούμενης, όπως όταν τα ίδια περιουσιακά στοιχεία καταλείπονται σε διαφορετικό πρόσωπο με κάθε μια των διαθηκών. Εφόσον η εναντίωση δεν είναι ολοκληρωτική, οι δύο διαθήκες ισχύουν παραλλήλως, ως ενιαία διαθήκη αφού αλληλοσυμπληρώνονται.

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνον η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ που αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Σκοπείται δηλαδή η ανεύρεση της υποκειμενικής άποψης του διαθέτη χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια υπό την οποία θα αντιλαμβανόταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη.

Εμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως προκύπτει όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της, από την οποία αποκαλύπτεται ότι αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως λόγω των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως.

Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι το δικαστήριο για την αληθινή έννοια της δήλωσης βούλησης έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της διαθήκης ή χρησιμοποιεί προς τούτο επιχειρήματα. Είναι αυτονόητο ότι η σημασία της ερμηνείας είναι καθοριστική στις περιπτώσεις των ιδιογράφων ή μυστικών διαθηκών, αφού στις δημόσιες διαθήκες ο συμβολαιογράφος φροντίζει ώστε η βούληση του διαθέτη να αποτυπωθεί στη διαθήκη με σαφήνεια και με ορθή νομική φρασεολογία.

Σχετικά πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη, το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η παιδεία του κλπ, ενώ συγχωρείται η αναζήτηση ακόμη και της εικαζόμενης βούλησής του. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων. Με την παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη, λ. χ. έγγραφα, συνομιλίες ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κλπ, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται, έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της διαθήκης.

Η προσβολή της διαθήκης -Λόγοι ακυρότητας ιδιόγραφης και δημόσιας διαθήκης

Από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 και 180 ΑΚ προκύπτει ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου είναι άκυρη. Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον με αναγνωριστική αγωγή και όχι μόνο ο κληρονόμος, διότι η αγωγή δεν είναι προσωποπαγής, όπως είναι η αγωγή του άρθρου 1787 ΑΚ για ακύρωση ακυρώσιμης διαθήκης για κάποιους από τους λόγους των άρθρων 1782-1786 ΑΚ, δηλαδή για λόγους απειλής, δόλου, πλάνης, απειλής (ΑΠ 1591/97). Έννομο συμφέρον για άσκηση αναγνωριστικής αγωγής ακύρωσης διαθήκης έχει και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν αυτός δεν ασκεί τα δικαιώματα του, οπότε ο δανειστής ασκεί πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 ΚΠολΔ.

Η δήλωση για την αποδοχή της κληρονομίας είναι μονομερής δικαιοπραξία, δεν έχει ανάγκη ανακοίνωσης σε άλλον, τελειούται με τη δήλωση και υπόκειται σε ανάκληση. Η δήλωση αυτή όμως είναι άκυρη:

α. αν έγινε από ανίκανο για δικαιοπραξία χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες για αυτόν διατυπώσεις

β. αν έγινε από πλάνη για τον λόγο της επαγωγής

γ. αν έγινε πριν από την επαγωγή

δ. αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς,
ενώ ακόμη μπορεί να ακυρωθεί για πλάνη, απάτη, απειλή, βάσει των διατάξεων που ισχύουν γενικώς για τις δικαιοπραξίες (άρθρα 1526, 1527, 1625, 1851, 1857, 140 επ., 150 επ. ΑΚ), ενώ η σχετική δήλωση για την αποδοχή της κληρονομιάς μπορεί επίσης να προσβληθεί και για εικονικότητα αυτής.

Όμως η ακυρότητα διαθήκης ιδιόγραφης που είναι πλαστή, γιατί δεν έχει γραφεί με το χέρι του διαθέτη ως αιτία επαγωγής κληρονομίας, καίτοι δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 180 ΑΚ και την ακυρότητα της αποδοχής κληρονομίας που επήχθη με την ίδια διαθήκη, εντούτοις, εφόσον η ίδια πλαστή διαθήκη θεωρείται ως μηδέποτε συνταχθείσα κατ’ άρθρο 180 του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομίας δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της και η εκ διαθήκης διαδοχή και επαγωγή ανατρέπονται αναδρομικά, επέρχεται δε η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή (1710 ΑΚ) και στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του διαθέτη επάγεται αναδρομικά η κληρονομία από τον χρόνο του θανάτου του διαθέτη.

Η αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους κληρονόμου, δυνάμει άκυρης ιδιόγραφης διαθήκης, δεν προσπορίζει στον δηλούντα την αποδοχή το ανύπαρκτο κληρονομικό δικαίωμα και η τυχόν περαιτέρω συμβατική μεταβίβαση του ίδιου κληρονομιαίου ακινήτου σε τρίτο δεν μετάγει στον αντισυμβαλλόμενο το ανύπαρκτο κληρονομικό δικαίωμα, το οποίο δεν είχε αποκτήσει ο μεταβιβάζων. Ο θιγόμενος από τις πράξεις αυτές στο κληρονομικό του δικαίωμα εξ αδιαθέτου κληρονόμος, νομιμοποιείται να ασκήσει την περί κλήρου αγωγή και να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση του ότι η αποδοχή της κληρονομίας εκ της άκυρης διαθήκης και η περαιτέρω μεταβίβαση του κληρονομιαίου ακινήτου είναι ανίσχυρες ως προς αυτόν κατά το μέρος που συμπεριλαμβάνουν το δικό του εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν έχει αποκτήσει την κυριότητα του κληρονομιαίου λόγω της παράλειψης αυτού να αποδεχθεί και τυπικά την κληρονομιά και να μεταγράψει αρμοδίως την σχετική πράξη, πράγμα που θα ήταν απαραίτητο μόνο εάν ασκούσε εμπράγματη αγωγή με βάση το κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου.

Έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής περί κλήρου αγωγής, συνδυαζόμενης με επικαλούμενη ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης, έχει και ο δανειστής του εξ’ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν ο τελευταίος δεν ασκεί το κληρονομικό του εξ’ αδιαθέτου δικαίωμα, οπότε ο δανειστής ασκεί πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 του ΚΠολΔ (ΑΠ 562/1986).

Στις περισσότερες των περιπτώσεων αμφισβητήσεις της εγκυρότητας μιας διαθήκης γεννώνται:

  • Όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη
  • Όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης διότι δεν ήξερε να διαβάζει ή ήταν αγράμματος, βρισκόταν υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση, έπασχε από ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή ήταν ανήλικος
  • Εάν δεν είχε συνταχθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις όπως συμβαίνει κατά την σύνταξη μίας δημόσιας διαθήκης, εάν συντάχθηκε ενώπιον προσώπων που δεν έπρεπε κατά την σύνταξη να ήταν παρόντα, όπως είναι κάθε άλλο πρόσωπο εκτός του διαθέτη, του Συμβολαιογράφου και των μαρτύρων ή όταν ως μάρτυρας χρησιμοποιήθηκε συγγενείς του κληρονομούμενου

Η διαθήκη μπορεί να προσβληθεί και να ακυρωθεί μερικώς όταν αυτή προσβάλλει την νόμιμη μοίρα των εκ του νόμου κληρονόμων. Δικαίωμα νόμιμης μοίρας έχουν τα τέκνα, οι γονείς και ο/η σύζυγος του αποβιώσαντος και κάθε περιορισμός τους από την διαθήκη είναι σαν να μην έχει γραφεί (ΑΚ 1829).

Προθεσμία προσβολής διαθήκης

Σύμφωνα με το άρθρο 1788 Α.Κ., η προθεσμία προσβολής διαθήκης παραγράφεται μετά από δύο έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης. Η διετής αυτή παραγραφή του 1788 Α.Κ. αναφέρεται μόνο σε ακύρωση ακυρώσιμης διαθήκης ή διάταξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 1782 – 1786 του Α.Κ.:

α. πλάνης του διαθέτη ως προς τα πράγματα ή ως προς το δίκαιο (πλάνη για το εάν ζει κάποιος ή πλάνη περί του ποιοί είναι οι μεριδιούχοι ή η νόμιμη μοίρα )

β. απάτης, χωρίς να περιλαμβάνονται υποκριτικές εκδηλώσεις συναισθημάτων προς τον διαθέτη

γ. απειλής, δηλαδή ψυχολογικής βίας που προκαλεί φόβο και εκθέτει τον απειλούμενο σε άμεσο και σπουδαίο κίνδυνο

δ. παράλειψης μεριδιούχου

ε. άκυρου γάμου του διαθέτη ή γάμου ο οποίος λύθηκε όσο αυτός ζούσε ή σε περίπτωση άσκησης αγωγής διαζυγίου για βάσιμο λόγο.

Στις παραπάνω περιπτώσεις ακυρώσιμης διαθήκης, με την οποία καταλείπεται περιουσιακό στοιχείο υπέρ του Δημοσίου, η προθεσμία προσβολής διαθήκης δεν είναι διετής αλλά πενταετής. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις το δικαίωμα προσβολής διαθήκης δεν παραγράφεται.