Το σύμφωνο συμβίωσης και οι διαφορές του με τον γάμο.

Με το Ν. 3719/2008 δόθηκε για πρώτη φορά στα ετερόφυλα ζευγάρια η δυνατότητα να συνάψουν μεταξύ τους το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης», το οποίο συντάσσεται ενώπιον Συμβολαιογράφου και το οποίο προσομοιάζει με τον θεσμό του γάμου, καθώς δίνει στα συμβαλλόμενα μέρη δικαιώματα κληρονομικά, συμμετοχής στα αποκτήματα κτλ., όπως αυτά δίδονται εκ του νόμου και στους συζύγους.

Με το Ν. 4356/2015 επήλθαν αλλαγές στο σύμφωνο συμβίωσης, οι πιο σημαντικές από τις οποίες ήταν:

1. Για τη σύσταση του συμφώνου συμβίωσης απαιτείται η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους, με την οποία ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους (σύμφωνο συμβίωσης) και η οποία καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η ισχύς της συμφωνίας αρχίζει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο ληξίαρχο του τόπου κατοικίας τους, το οποίο καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου.

2. Το σύμφωνο συμβίωσης πλέον λύνεται: α) με συμφωνία των μερών, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις (3) μήνες από την επίδοση και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών. Η λύση του συμφώνου συμβίωσης ισχύει από την κατάθεση αντιγράφου του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που περιέχει τη συμφωνία ή τη μονομερή δήλωση, στο ληξίαρχο όπου έχει καταχωριστεί και η σύστασή του.

3. Σχετικά με το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου, ο Ν. 4356/2015 ορίζει ότι εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους, δηλαδή το κάθε μέρος κληρονομεί τον αποθανόντα σύζυγο με τα ίδια δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο σύζυγο από γάμο. Αναγνωρίζεται επίσης το δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου το κάθε μέρος να μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 62 Ν. 4356/2015 τα σύμφωνα συμβίωσης που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (24/12/2015) εξακολουθούν να διέπονται από το ν. 3719/2008. Οι διατάξεις όμως περί της λύσης του συμφώνου συμβίωσης  του  νόμου 4356/2015 εφαρμόζονται και στα σύμφωνα αυτά. Τα μέρη έχουν δικαίωμα να υπαχθούν συνολικά στις διατάξεις του παρόντος νόμου (4356/2015) με συμβολαιογραφική πράξη. Αντίγραφο της πράξης καταχωρίζεται στο ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου, όπου είχε καταχωριστεί και η σύσταση του συμφώνου.

Η νομική φύση του συμφώνου συμβίωσης είναι μικτή. Από τη μια πλευρά πρόκειται για θεσμό του οικογενειακού δικαίου, ενώ από την άλλη αποτελεί μια ακόμη τυπική, επώνυμη, υποσχετική, ενοχική σύμβαση αορίστου χρόνου, ενέχουσα στοιχεία εταιρείας. Η μικτή φύση του συμφώνου σημαίνει ότι επ’ αυτού μπορούν να τύχουν (αν όχι πάντοτε ευθείας, τουλάχιστον αναλογικής) συμπληρωματικής εφαρμογής διατάξεις τόσο από το ενοχικό δίκαιο των συμβάσεων, όσο και από το δίκαιο του γάμου του ΑΚ. Έτσι το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του γάμου και επί του συμφώνου δεν μπορεί να επιλυθεί συλλήβδην προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αλλά απαιτείται η εκτίμηση της εκάστοτε υποτιθέμενης ατέλειας στο ρυθμιστικό σχέδιο του ν. 3719/2008, ώστε να καταφαθεί ή να απορριφθεί κατά περίπτωση η αναλογία (βλ. Κ. Χριστοδούλου Σύμφωνο συμβίωσης – Καταγραφή επί μέρους ζητημάτων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, Περιοδικό Δίκη, Απρίλιος 2009).

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, αναφορικά με τη νομική φύση του συμφώνου συμβίωσης, ότι στα μάτια του νομοθέτη αυτό δεν αποτελεί γάμο, αλλά μια μορφή εναλλακτικής συμβίωσης. Ποιες είναι οι διαφορές του γάμου με το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης;

1.Τρόπος Σύναψης: Ο γάμος συνάπτεται μετά την γνωστοποίηση του με αγγελία ή με ιερολογία, με προφορική δήλωση ενώπιον δημάρχου με την παρουσία δύο μαρτύρων, κατόπιν άδειας του δημάρχου. Το σύμφωνο συνάπτεται με συμβολαιογραφική πράξη και για να ισχύει πρέπει να καταχωρηθεί στο ληξιαρχείο.

2.Επώνυμο: Στον γάμο οι σύζυγοι μπορούν να προσθέτουν ληξιαρχικά στο επώνυμό τους το επώνυμο του συζύγου. Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των μερών, αν και κάθε μέρος μπορεί να χρησιμοποιεί άτυπα το επώνυμο του συντρόφου του μετά τη συγκατάθεση του τελευταίου.

3.Τεκνοθεσία-επώνυμο παιδιών: Ενώ σύζυγοι έχουν δικαίωμα από κοινού τεκνοθεσίας, για το σύμφωνο συμβίωσης αυτό δεν προβλέπεται ρητά, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφαρμόζεται κατ’ αναλογία αυτή η διάταξη μαζί με τις άλλες διατάξεις που ισχύουν αναλογικά και διέπουν τις σχέσεις συζύγων. Το επώνυμο των παιδιών που γεννιούνται κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του, είναι εκείνο που επέλεξαν οι γονείς με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους, που περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο πριν από τη γέννηση του πρώτου παιδιού.

4.Φορολογικό Δίκαιο: Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Κοινή δήλωση μπορούν να υποβάλουν και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης αν και δεν είναι υποχρεωτικό.

5.Κληρονομικό δικαίωμα: Ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους. Κατά την κατάρτιση του συμφώνου το κάθε μέρος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.

6.Λύση: Ο γάμος λύεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Το σύμφωνο λύεται α. με συμβολαιογραφική πράξη,  β. με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση, και γ. αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών.

7.Ακύρωση:  Ο εισαγγελέας μπορεί να ακυρώσει με αγωγή του γάμο για συγκεκριμένους λόγους που προβλέπονται στο νόμο. Το σύμφωνο συμβίωσης μπορεί να το προσβάλλει “αν αντίκειται στη δημόσια τάξη”. Να σημειωθεί ότι δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά, β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα, και γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε. Για τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης, τέλος, απαιτείται ΠΛΗΡΗΣ δικαιοπρακτική ικανότητα, κάτι που δεν ισχύει για τον γάμο.

8.Διατροφή:  Για τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο, εκτός αν τα μέρη παραιτηθούν από το σχετικό δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου.

9.Αναγνώριση στην ΕΕ: Η καταχωρισμένη συμβίωση με τη μορφή του συμφώνου επιτρέπει σε δύο άτομα που ζουν μαζί ως ζευγάρι να δηλώσουν τη σχέση τους στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας διαμονής τους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα περιουσιακά δικαιώματα και το δικαίωμα διατροφής, τα οποία ισχύουν για άτομα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης όμως δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Συνεπώς, τα δικαιώματα που έχει ένα ζευγάρι σε μια χώρα βάσει του συμφώνου συμβίωσης μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά σε μια άλλη.

10.Το δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης ή συνταξιοδότησης λόγω θανάτου του έτερου συμβαλλομένου και ασφαλισμένου μέρους: ;Eχει επικρατήσει στην ασφαλιστική νομοθεσία η πρακτική να μην γίνονται δεκτές αιτήσεις ασφαλιστικής κάλυψης ή συνταξιοδότησης από άτομα τα οποία είναι τα πρόσωπα με το οποίο συζούν οι άμεσα ασφαλισμένοι σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης και με τα οποία ο άμεσα ασφαλισμένος έχει συνάψει το άνω σύμφωνο «ελεύθερης συμβίωσης».Η καθιέρωση της πρακτικής αυτής έχει στηριχτεί στο άρθρο 33 του Α.Ν. 1846/1951 το οποίο καθορίζει την έννοια των συζύγων και το οποίο δέχεται μόνο αυτήν την έννοια κατά την οποία σύζυγοι θεωρούνται όσοι έχουν συνάψει νόμιμο γάμο μεταξύ τους, ενώ στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθμόν 258/2010 γνωμοδότησή του αφού κατά γενική αρχή του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, οι διατάξεις οι οποίες περιέχουν ασφαλιστικό προνόμιο πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δηλαδή να μην καλύπτουν με την ερμηνεία τους περισσότερες περιπτώσεις από αυτές που ο νόμος καθαρά ορίζει (ΣτΕ 2033/90, ΣτΕ 2035/1990, ΣτΕ 4888/1988).