Λύση του γάμου και κοινή περιουσία των συζύγων. Τα δικαιώματα των συζύγων και οι προγαμιαίες συμβάσεις.

Λύση του γάμου και αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα:

Αν  ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και σε περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων  από αυτές τις αιτίες.

Η αξίωση αυτή δεν γεννιέται σε περίπτωση θανάτου στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε. Δεν εκχωρείται, δεν κληρονομείται εκτός εάν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου.

Με τις νέες ρυθμίσεις του ν. 4335/2016, η εν λόγω διαφορά, ανήκουσα πλέον στις περιουσιακού δικαίου διαφορές, που απορρέουν από τη σχέση των συζύγων, υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (ΠΠρΠατρών 421/2016, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Ο κάθε ένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή που ο ίδιος άσκησε με αγωγή την αξίωση του άρθρου 1400, να ζητήσει μεριδίου από τον άλλο σύζυγο ή από τους κληρονόμους τους την παροχή ασφάλειας εάν εξαιτίας της συμπεριφοράς τους υπάρχει βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωσή του.

Προγαμιαίες συμβάσεις

Σύμβαση Κοινοκτημοσύνης:

Οι σύζυγοι μπορούν πριν από το γάμο ή κατά τη διάρκειά του, να επιλέγουν με σύμβαση, για τη ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην περιουσιακή τους κατάσταση, σύστημα κοινωνίας κατά ίσα μέρη σε περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους του ιδανικού  του μεριδίου (σύστημα κοινοκτημοσύνης). Με άλλα λόγια,  το σύστημα της κοινοκτημοσύνης θεσπίζει συμμετοχή στην περιουσία που δημιουργείται μέσα στο γάμο και των δύο συζύγων και διακρίνεται σε καθολική και μερική κοινοκτημοσύνη. Επίσης με το σύστημα αυτό κανένας σύζυγος δεν μπορεί να διαθέσει την κοινή περιουσία, χωρίς τη συναίνεση του άλλου.

Οι συμβάσεις αυτές καταρτίζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζονται στο ενιαίο ειδικό  δημόσιο βιβλίο που τηρείται για τον σκοπό αυτό. Πριν την καταχώρηση, οι συμβάσεις αυτές δεν ισχύουν έναντι των τρίτων. Οι σύζυγοι αποφασίζουν οι ίδιοι για τις λεπτομέρειες της κοινοκτημοσύνης που θα εφαρμόσουν με την σύμβασή τους: για την έκτασή της, τη διοίκηση των στοιχείων της κοινής περιουσίας, την εκκαθάριση τυχόν αμοιβαίων αποκαταστατικών αξιώσεων, τη διανομή των κοινών πραγμάτων μετά τη λήξη της κοινοκτημοσύνης. Η σύμβαση δεν παραπέμπει σε έθιμα, σε νόμο καταργημένο ή σε αλλοδαπό δίκαιο.

Αν η σύμβαση δεν προβλέπει για την έκταση της κοινοκτημοσύνης, αυτή περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία έχουν αποκτήσει οι σύζυγοι από αιτία μη χαριστική, κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Εξαιρούνται: (1) τα εισοδήματα που είχαν προ του γάμου, (2) τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται αυστηρά για προσωπική χρήση έκαστου συζύγου ή για την άσκηση του επαγγέλματός του και τα παραρτήματά τους, ακόμα και εάν αποκτήθηκαν από μη χαριστική αιτία, (3) τα δικαιώματα σε προϊόντα διάνοιας, ακόμα και εάν αποκτήθηκαν από μη χαριστική αιτία. Αν η σύμβαση δεν προβλέπει για την χρήση, την κάρπωση, τη διοίκηση και τη διάθεση των κοινών πραγμάτων, εφαρμόζεται οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Ό,τι αποκτά κάθε σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου με διάθεση των στοιχείων της ατομικής του περιουσίας, περιέρχεται σε αυτήν.

Δικαιοπραξίες περιουσιακών στοιχείων της κοινοκτημοσύνης, που έχει συμφωνηθεί να επιχειρούνται είτε και από τους δύο συζύγους από κοινού είτε από τον ένα με την συναίνεση του άλλου, μπορούν να επιχειρούνται εγκύρως από τον ένα σύζυγο μόνο με δικαστική απόφαση, σε περίπτωση που ο άλλος βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία ή αρνείται να δηλώσει τη βούλησή του και η δικαιοπραξία επιβάλλεται για το καλό της οικογένειας.

Στην περίπτωση που επιλέγεται σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία πέρα από τα εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα βάρη με τα οποία βαρύνεται, είναι υπέγγυα και: (1) για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος μέσα στο όρια της διαχειριστικής του εξουσίας, για τη διαχείριση αυτής της περιουσίας, (2) για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος για τις ανάγκες τις οικογένειας (3) για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνουν και οι δύο σύζυγοι.

Η κοινή περιουσία είναι υπέγγυα έως το μισό της  αξίας της και απέναντι στους ατομικούς δανειστές του κάθε συζύγου, εφόσον δεν είναι δυνατή η ικανοποίησή τους από την ατομική περιουσία του: (1) για υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε μόνος του για τη διαχείριση της περιουσίας αυτής πέρα από τα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας, (2) για ατομικά του χρέη, οποτεδήποτε και αν αυτά γεννήθηκαν. Αν οι δανειστές είναι εγχειρόγραφοι, προτιμώνται οι δανειστές της προηγούμενης παραγράφου.

Για τα ατομικά χρέη οι δανειστές μπορούν να στραφούν επικουρικά και κατά της ατομικής περιουσίας του μη οφειλέτη συζύγου έως το μισό της αξίας της απαίτησής τους, εφόσον η κοινή περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των χρεών του.

Η κοινοκτημοσύνη λήγει (1) αυτοδίκαια με τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, και τότε είναι αναδρομική από την ημέρα της επίδοσης  της σχετικής αγωγής, (2)  όταν ένας από τους δύο συζύγους κηρυχθεί σε αφάνεια ή σε πτώχευση και η σχετική απόφαση γίνει τελεσίδικη, (3) με συμφωνία των συζύγων που περιβάλλεται συμβολαιογραφικού εγγράφου, (4) με δικαστική απόφαση. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση, ο κάθε ένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λύση της κοινοκτημοσύνης (1) αν επήλθε διακοπή της έγγαμης συμβίωσης που διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος και συνεχίζεται κατά την συζήτηση της αγωγής, (2) αν λόγω της κακής κατάστασης της περιουσίας του άλλου συζύγου ή της κακής διαχείρισης από αυτόν της κοινής περιουσίας, κινδυνεύουν τα συμφέροντα του ενάγοντος, (3) αν υπάρχει αθέτηση, από τον άλλο σύζυγο της υποχρέωσης του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας. Η απόφαση που διατάσσει τη λύση της κοινοκτημοσύνης ενεργεί αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης της  αγωγής στον εναγόμενο.

Η λήξη της κοινοκτημοσύνης (εκτός από την λήξη της λόγω θανάτου) ισχύει έναντι των τρίτων από την καταχώρησή της στο ειδικό δημόσιο βιβλίο. Με την πρόωρη λήξη της κοινοκτημοσύνης, οι σύζυγοι επανέρχονται στο σύστημα προ κοινοκτημοσύνης. Όταν η λήξη επέρχεται λόγω λύσης ή ακύρωσης του γάμου, εφαρμόζονται οι κανόνες για τη λύση της κοινωνίας και τη διανομή των κοινών πραγμάτων.

Προγαμιαίο συμβόλαιο:

Το προγαμιαίο συμβόλαιο είναι μία ιδιότυπη νομική κάλυψη των σχέσεων του ζευγαριού, η οποία προβλέπεται από το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Οι σύζυγοι υπόσχονται εγγράφως τις υποχρεώσεις τους, από τον τρόπο διαχείρισης των οικονομικών τους ως την έγγαμη συμπεριφορά τους, όπως: να βγάζουν τα σκουπίδια τρεις φορές την εβδομάδα, ή σε περίπτωση αδυναμίας του άλλου να εργαστεί να προβλέπεται διατροφή του αδύναμου μέλους της οικογένειας.

Οι σύζυγοι έχουν τη δυνατότητα να αναθεωρούν τις υποχρεώσεις τους κάθε 10 ή 20 χρόνια. Προβλέπουν επίσης τον τρόπο διανομής της περιουσίας σε περίπτωση διαζυγίου. Με τον τρόπο αυτό μπορεί ο γάμος να γίνεται «σύμβαση εργασίας» αλλά σίγουρα προστατεύει και τους δύο από έριδες που συνήθως προκύπτουν όταν οι θυμός δίνει τη θέση του στη λογική.

Το προγαμιαίο δεν ισχύει νομικά στην Ελλάδα Στην περίπτωση δε που συναφθεί, θα είναι άκυρο ως αντίθετο στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη.