Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπίας και εμπορικής διανομής. Διαφορές, εφαρμοστέο δίκαιο και αξιώσεις μετά την λύση της σύμβασης.

Οι έμποροι-επιχειρηματίες-παραγωγοί προκειμένου να επεκτείνουν τις δραστηριότητες τους ακόμη και εκτός των γεωγραφικών συνόρων της περιοχής τους, με σκοπό να είναι περισσότερο ανταγωνιστικοί και αποτελεσματικοί στην παροχή των υπηρεσιών τους και στη διάθεση των προϊόντων τους, καθώς επίσης και με στόχο να περιστείλουν τα έξοδά τους, χρησιμοποιούν τρίτα πρόσωπα, βοηθητικά ως προς τους ίδιους.

Στα βοηθητικά πρόσωπα του εμπόρου περιλαμβάνονται αρχικά τα πρόσωπα, που συνδέονται με αυτόν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή το προσωπικό της εμπορικής επιχείρησης (πρόκειται για τα μη αυτοτελή βοηθητικά πρόσωπα, τα οποία εξαρτώνται από τον έμπορο και ανήκουν στην επιχείρηση του), αλλά και τα ανεξάρτητα (αυτοτελή βοηθητικά πρόσωπα) από τον επιχειρηματία πρόσωπα , όπως είναι ο παραγγελιοδόχος, ο μεσίτης, ο πράκτορας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ο διανομέας, ο franchisee, κλπ.

Οι έμποροι με τα βοηθητικά αυτά πρόσωπα συνθέτουν δίκτυα διανομής, μέσω των οποίων το προϊόν ή η υπηρεσία φθάνει στον τελικό αποδέκτη, που συνήθως είναι ο καταναλωτής. Η επιλογή του κάθε βοηθητικού προσώπου από τον έμπορο-επιχειρηματία έχει να κάνει με τους στόχους που προσπαθεί να επιτύχει, καθώς επίσης και με τη σχέση που θέλει να έχει με το βοηθητικό αυτό πρόσωπο. Η ευκαιριακή παραδείγματος χάρη διαμεσολάβηση του μεσίτη ή του παραγγελιοδόχου δεν καλύπτει π.χ. την ανάγκη για επέκταση της διανομής των αγαθών από τους παραγωγούς σε νέες αγορές, σε αντίθεση με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, του οποίου η διαμεσολάβηση είναι σταθερή και διαρκής και έτσι επιτρέπει σε εκείνους (τους επιχειρηματίες) να οργανωθούν σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές .

Το θετικό ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ότι αυτοί οι κατά τόπους συνεργάτες είναι πιο εξοικειωμένοι με τις τοπικές συνθήκες ή συνήθειες και είναι σε θέση να γνωρίζουν µια πιο αποτελεσματική στρατηγική μάρκετινγκ. Επομένως, μπορούν να προωθήσουν τα προϊόντα με τρόπο πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό. Αυτού του είδους η συνεργασία (η μορφή συνεργασίας) επιλέγεται συχνά από ξένες επιχειρήσεις, και είναι γνωστή με τις μορφές του εμπορικού αντιπροσώπου και του διανομέα. Η νομοθεσία περί εμπορικών αντιπροσώπων είναι κωδικοποιημένη στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έτσι ώστε τα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου σε σχέση με τον προμηθευτή να προστατεύονται από πολλές διατάξεις Αναγκαστικού Δικαίου. Δεν υπάρχουν διατάξεις, ωστόσο, που να προστατεύουν τους διανομείς, οπότε τίθεται το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι διατάξεις της προστασίας των εμπορικών αντιπροσώπων ισχύουν και για τους (αποκλειστικούς) διανομείς. Ως εκ τούτου, πρώτα πρέπει να καθορίζονται λεπτομερώς οι διάφορες μορφές της συνεργασίας και οι επακόλουθες νομικές συνέπειες.

Εμπορικός αντιπρόσωπος

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας που συνάπτει δικαιοπραξίες για λογαριασμό μίας άλλης εταιρείας και επ΄ονόματι της τελευταίας (π.χ. πώληση προϊόντων στους πελάτες στο όνομα μιας άλλης εταιρείας). Ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό τρίτων και λαμβάνει προμήθειες για τις υπηρεσίες του από τον προμηθευτή.

Σε αντίθεση με τον διανομέα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν αγοράζει τα προϊόντα, αλλά ενεργεί ως μεσολαβητής μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη. Εφόσον υφίστανται τα χαρακτηριστικά αυτά στη σχέση μεταξύ των δύο, προμηθευτή και εμπορικού αντιπροσώπου, τότε θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη έγγραφης ή προφορικής σύμβασης: ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει τα ίδια δικαιώματα έναντι του προμηθευτή σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καταρτίζεται ατύπως, το δε «ενυπόγραφο έγγραφο» που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. β του ΠΔ 219/1991, δεν συνιστά συστατικό τύπο, αλλά προβλέπεται για λόγους αποδεικτικής διευκολύνσεως των µερών, αναφορικά με το περιεχόμενο της σύµβασης.

Προκειμένου να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο, θα πρέπει να γίνεται διάκριση στη σχέση μεταξύ του εμπορικού αντιπροσώπου με τον προμηθευτή αφενός, και της σύμβασης πώλησης μεταξύ του προμηθευτή και του πελάτη από την άλλη. Εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος χρησιμοποιείται για τη διανομή προϊόντων στο εξωτερικό, τότε η σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και τελικού πελάτη αποτελεί μια διεθνή σύμβαση πώλησης, οπότε εφαρμόζεται η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών περιουσιακών στοιχείων, εφόσον φυσικά τα κράτη της έδρας των συμβαλλομένων συμμετέχουν στη σύμβαση και δεν έχει αποκλειστεί η εφαρμογή της με συμφωνία των μερών.

Ανεξάρτητα από το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, τίθεται και το ζήτηµα των αρμοδίων δικαστηρίων, στα οποία τα συμβαλλόμενα µέρη μπορούν να υπαγάγουν τυχόν διαφορές που θα προκύψουν μεταξύ τους. Η επιλογή μπορεί να γίνει συμβατικά μέσω μίας ρήτρας δικαιοδοσίας. Με τη ρήτρα αυτή καθορίζονται τα αρµόδια δικαστήρια σε περίπτωση διαφορών. Αν δεν ορίσουν κάτι άλλο τα μέρη, τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για τις εν λόγω διαφορές. Σε περίπτωση που δεν καθοριστούν δικαστήρια ως αποκλειστικά αρμόδια, μπορεί να συμφωνηθεί ως αρµόδιο δικαστήριο αυτό του τόπου εκπλήρωσης της παροχής των μερών.

Η σύμβαση μπορεί να συναφθεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και μπορεί να τερματιστεί με καταγγελία που απευθύνεται προς τον έτερο συμβαλλόμενο. Η προθεσμία καταγγελίας είναι διαφορετική ανάλογα με τον χρόνο που διήρκεσε η σύμβαση. Για αποδεικτικούς σκοπούς είναι καλό ή έγγραφη καταγγελία να αποστέλλεται είτε µε courier είτε με δικαστικό επιμελητή.

Σύμφωνα µε την ελληνική νομοθεσία (Π.Δ. 219/1991, άρθρο 9), ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται εύλογης αποζηµίωσης, µε την οποία αντισταθμίζεται η ωφέλεια που προσέφερε αυτός στον προμηθευτή. ΄Ετσι, η αποζημίωση πελατείας, όπως αυτή ονομάζεται, είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης. Με το άρθρο 9 του Π.Δ. 219/1991 τίθενται τρεις ισοδύναμες προύποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (προκειμένου ο εμπορικός αντιπρόσωπος να δικαιούται αποζημίωση πελατείας, μετά τη λύση της σύμβασης): α) η εισφορά νέων πελατών ή η σε σημαντικό βαθμό προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα – αντιπροσωπευόµενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι «δίκαιη» αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμίας συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδιαίτερα οι προμήθειες που χάνει ο εµπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.

Για να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης αυτός που εφαρμόζει το δίκαιο θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής: α) την πελατεία που παραμένει μετά τη λύση της σύμβασης στον αντιπροσωπευόμενο, β) αν αυτή η πελατεία δημιουργήθηκε από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, καθώς και γ) το κέρδος που προσδοκούσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αν συνεχιζόταν η σύμβαση, προφανώς, από τις προμήθειες που θα λάμβανε. Για το ύψος της αποζημίωσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και τυχόν υπάρχουσα ρήτρα μη ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης. Τέλος, σημειώνεται ότι το ίδιο άρθρο στην παρ. 2 θεσπίζει το ανώτατο ύψος στο οποίο είναι δυνατό να διαμορφωθεί η αποζημίωση πελατείας. Η αξίωση δεν υφίσταται σε περίπτωση που ο εμπορικός αντιπρόσωπος συμφωνεί με τον προμηθευτή να εκχωρηθεί η συμβατική σχέση σε κάποιον τρίτο.

Εξάλλου, δεν αποκλείονται περαιτέρω αξιώσεις αποζημίωσης (π.χ. από αδικοπραξία ή σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου). Εφόσον προκύπτει περαιτέρω ζημία λόγω της καταγγελίας της σύμβασης – πέραν της απώλειας των προμηθειών και των πελατών – μπορεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να εγείρει περαιτέρω αξιώσεις αποζημίωσης βάσει των γενικών αρχών του αστικού δικαίου. Αυτό μπορεί να συμβαίνει π.χ. σε περίπτωση βλάβης της φήμης ή όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναγκάστηκε να προβεί σε μεγάλες επενδύσεις λίγο πριν από τον τερματισμό της συνεργασίας, ενώ ευλόγως ανέμενε, βάσει της συμπεριφοράς του προμηθευτή, ότι η συνεργασία θα ήταν μακροχρόνια. Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται μερικές υποθέσεις παράβασης του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, εφόσον επιδιώκεται ο εκτοπισμός του εμπορικού αντιπροσώπου από την αγορά ή παράβασης του νόμου περί ελευθέρου ανταγωνισμού με την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης του προμηθευτή.

Αποκλειστικός διανομέας

Δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας αποτελεί η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δηλαδή η ιδιόρρυθμη και διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πουλάει, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο.

Και ενώ, καταρχήν, σε αντίθεση με τον αποκλειστικό διανομέα, που συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, τελικά δεν αποκλείεται μια συγκεκριμένη σύμβαση αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) να προσομοιάζει, κατά περιεχόμενο, με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη μέρη.

Στη σύµβαση αποκλειστικής διανομής, το πλεονέκτημα για τον προμηθευτή από τη μια πλευρά είναι ότι λαμβάνει το τίμημα των προϊόντων, ακόμη και πριν αυτό καταλήξει στον τελικό καταναλωτή. Από την άλλη µεριά, δεν υπάρχει καµία άμεση έννομη σχέση μεταξύ του τελικού πελάτη και του προμηθευτή, µε αποτέλεσμα ο διανομέας να φέρει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του τελικού πελάτη. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο διανομέας είναι συµβατικά υποχρεωμένος να αγοράζει ελάχιστες ποσότητες από τον προμηθευτή, ενώ κατά κανόνα θα πρέπει να διενεργήσει κάποιες επενδύσεις για να επιτύχει τούτο.

Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, τα δικαστήρια επιφυλάσσουν ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τους εµπορικούς αντιπροσώπους υπό την προυπόθεση ότι η συμβατική σχέση παρουσιάζει κάποια στοιχεία συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου.

Ο αποκλειστικός διανομέας, ειδικότερα, θα πρέπει να παρουσιάζεται ως ενσωµατωμένος στο δίκτυο πωλήσεων του προμηθευτή (π.χ. κατανοµή σε μια συγκεκριµένη περιοχή πωλήσεων, δέσμευση ελαχίστων αγορών, απαγόρευση του ανταγωνισμού). Επιπλέον, ο αποκλειστικός διανομέας πρέπει να έχει συμβατική δέσμευση να παραδώσει στον προμηθευτή τα στοιχεία και τις διευθύνσεις των πελατών που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια της σύμβασης και να εξασφαλίσει την πρόσβαση στα στοιχεία των πελατών.

Η τελευταία τάση της νοµολογίας είναι να αναγνωρίζεται αξίωση αποζημίωσης πελατείας στους αποκλειστικούς διανομείς, ακόμη και σε περίπτωση μίας μη εγκύρως συμφωνηθείσας μεταβίβασης της πελατείας κατά τον τερματισμό της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό προτείνεται να συμφωνείται τουλάχιστον μία υποχρέωση διαγραφής του πελατολογίου κατά τη λύση της σύμβασης.

Εάν πληρούνται οι παραπάνω προύποθέσεις για ανάλογη εφαρµογή των διατάξεων περί εμπορικών αντιπροσώπων, η σύμβαση διανομής μπορεί να λυθεί τηρώντας τις προθεσμίες που ισχύουν και για τους εμπορικούς αντιπροσώπους. Ο αποκλειστικός διανομέας μπορεί να διεκδικήσει και εύλογη αποζηµίωση σύμφωνα με τις ίδιες αρχές, όπως και ο εμπορικός αντιπρόσωπος, κατά τον τερματισμό της σύμβασης. Υπάρχουν, όμως, κάποιες ιδιαιτερότητες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της εύλογης αποζημίωσης, καθώς ο αποκλειστικός διανομέας δε λαµβάνει προμήθειες. Το κέρδος του προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης ή από πιθανές πληρωμές μπόνους, αντίστοιχα.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ο προμηθευτής μπορεί επιπλέον να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης χωρίς την τήρηση της νόμιμης προθεσµίας. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά µε τον εμπορικό αντιπρόσωπο ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. Ο προμηθευτής μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση για το διάστημα της προθεσμίας για την καταγγελία που δεν τηρήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τα κέρδη που απώλεσε ο αποκλειστικός διανοµέας.

Διαβάστε επίσης: Τα είδη των εταιρειών στην Ελλάδα. Διαφορές και πλεονεκτήματα.

Πτωχές εταιρείες και πλούσιοι μέτοχοι. Ενέργειες αποφυγής πληρωμής εταιρικών υποχρεώσεων. Νομοθετικό καθεστώς και τρόποι αντιμετώπισης των εταιρικών τακτικών που σκοπούν στην μη αποπληρωμή των οφειλών και στην καταδολίευση των δανειστών.

Η σύμβαση Δικαιόχρησης ή Δικαιοχρησίας, ευρύτερα γνωστή ως σύμβαση Franchising. Τί είναι και πώς λειτουργεί. Πώς μπορεί κάποιος να κάνει την επιχείρησή του Franchise?

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.