Πότε παραγράφεται η δικαστική απόφαση?

Το άρθρο 268 εδ. α΄ ΑΚ ορίζει ότι «κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή.».

Με τη ρύθμιση αυτή εισάγεται εξαίρεση από την αρχή του άρθρου 275ΑΚ περί του αναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων της παραγραφής και από τους ορισμούς του άρθρου 270ΑΚ σχετικά με τα αποτελέσματα της διακοπής της παραγραφής που επιφέρει η άσκηση της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου. Με το άρθρο 268ΑΚ δηλαδή επιμηκύνεται η παραγραφή σε εικοσαετία και αν ακόμη η αξίωση υπέκειτο σε βραχύτερη παραγραφή. Νομοθετικό έρεισμα της διάταξης αποτελεί το γεγονός ότι μετά τη βεβαίωση της αξίωσης με τελεσίδικη απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό δεν υφίσταται πλέον ο κίνδυνος αμφισβητήσεως της αξιώσεως ή δυσχέρεια στην απόδειξή της, αλλά ούτε και ανάγκη ταχύτερης περάτωσης εφόσον έχει πλέον «ξεκαθαρίσει» η νομική κατάσταση της αξιώσεως και έχει αποκρυσταλλωθεί σε τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή σε δημόσιο εκτελεστό έγγραφο.

Η θεσμοθέτηση της διατάξεως αυτής νομοθετικό λόγο έχει το γεγονός ότι μετά τη βεβαίωση της αξιώσεως αυτής με τελεσίδική δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο εκτελεστό δεν υφίσταται ούτε δυνατότητα αμφισβητήσεώς της ούτε δυσχέρεια στην απόδειξή της που με την πάροδο του χρόνου λόγω εξασθενήσεως των αποδεικτικών μέσων δημιουργεί αβεβαιότητα η οποία με τη σειρά της καθιστά την απονομή της δικαιοσύνης προβληματική και επισφαλή. Για το λόγο αυτό παύει έκτοτε να υφίσταται η ανάγκη αποφυγής αυτών των δυσμενών για την απονομή της δικαιοσύνης συνεπειών, η οποία (ανάγκη) αποτελεί και το λόγο για τον οποίο καθιερώθηκαν οι διάφορες βραχυχρόνιες παραγραφές (βλ. ΟλΑΠ 610/1976 και ΟλΑΠ 30/1987 (ΝοΒ 1988, 96).

Η αξίωση αυτή του νόμου ως προς τη βεβαιωτική της απαιτήσεως δικαστική απόφαση είναι προσδιοριστική και της έννοιας στην ως άνω διάταξη του άρθρου 268ΑΚ, του δημοσίου εκτελεστού εγγράφου στο οποίο όταν βεβαιώνει την απαίτηση αρκείται επίσης η διάταξη αυτή για την επιμήκυνση της παραγραφής σαν του εγγράφου που βεβαιώνει κατά τρόπο μη επιτρέποντα πλέον αμφισβήτηση της απαιτήσεως και γι’ αυτό αποδεικνύει αυτή ευχερώς και άμεσα. Στην έννοια όμως αυτή δεν περιλαμβάνονται όλα τα έγγραφα του άρθρου 904 παρ.2 ΚΠολΔ που θεωρούνται ότι είναι τίτλοι εκτελεστοί. Στην έννοια δηλαδή του άρθρου 268ΑΚ δεν υπάγονται όλα τα δημόσια εκτελεστά έγγραφα, αλλά μόνο εκείνα που βεβαιώνουν την αξίωση κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση γι’ αυτό την αποδεικνύουν ευχερώς και άμεσα. Η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δημόσιο εκτελεστό έγγραφο κατά την έννοια της ΑΚ268 παρά μόνο μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής του άρθρου 632 παρ.2 ΚΠολΔ ή σε περίπτωση μη ασκήσεως της ανακοπής αυτής μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ως άνω ανακοπής, μετά την οποία η διαταγή πληρωμής αποκτά κατά τη ρητή διάταξη του 633 παρ.2 in finem ΚΠολΔ ισχύ δεδικασμένου και όχι από μόνη την έκδοση ή και την επίδοση της διαταγής προς τον οφειλέτη.

Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι η ύπαρξη της αξίωσης του άρθρου 247ΑΚ που να υπόκειται σε βραχύτερη της εικοσαετίας παραγραφή και να υπάρχει βεβαίωση της αξίωση ή με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο εκτελεστό έγγραφο. Απαιτείται δικαστική βεβαίωση της αξίωσης, δηλαδή της ύπαρξης αυτής, χωρίς κατ’ ανάγκην και την επιδίκαση ορισμένου ποσού. Η βεβαίωση αυτή ταυτίζεται με την αναγνώριση της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση.

Η με τελεσίδικη δικαστική απόφαση αυθεντική αναγνώριση δικαιώματος υπόκειται σε 20ετή παραγραφή. Η 20ετία αυτή αρχίζει αφότου η απόφαση γίνει τελεσίδικη ή υπογραφεί το δημόσιο έγγραφο. Ενώ δεν απαιτείται η απόφαση ή το δημόσιο εκτελεστό έγγραφο να περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., Κατ’ άρθρο ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 268 αρ.8 και 10).

Αναγκαστική εκτέλεση, όμως, δεν μπορεί να γίνει χωρίς εκτελεστό τίτλο που να βεβαιώνει την εκτελεστέα αξίωση του δανειστή εναντίον του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Προϋπόθεση λοιπόν της νόμιμης και έγκυρης εκκίνησης της εκτελεστικής διαδικασίας είναι κατά άρθρο 933ΚΠολΔ αφενός η εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και το νομότυπο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και αφετέρου η ύπαρξη της αξίωσης του δανειστή. Συνεπώς, ακόμη και αν υπάρχει τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο εκτελεστό έγγραφο που αναγνωρίζει την ύπαρξη αξιώσεως-απαιτήσεως ενός δανειστή, εάν αυτή δεν έχει εκτελεστεί το αργότερο εντός 20 ετών, οπότε και κατά το άρθρο 268ΑΚ δεν υπάρχει πλέον η αξίωση αυτή διότι έχει υποπέσει σε παραγραφή, ο εκτελεστός τίτλος δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω παραγραφής της εκτελούμενης απαιτήσεως που θα προβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933ΚΠολΔ μέσω της γνήσιας καταλυτικής ένστασης της παραγραφής, αφού η ένσταση αυτή, μη δυναμένη, ως οψιγενής, να προταθεί στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποσβήνεται πλήρως η αξίωση (βλ. ΑΠ 1309/2007, ΕφΠατρ 834/2008).

Έτσι, μένει μεν ανεκτέλεστος ο εκτελεστός τίτλος, αλλά δεν χάνει και τη σημασία του, διότι δεν αποσβήνεται η αξίωση δια της παραγραφής. Μπορεί μάλιστα η απαίτηση εγκύρως να εκπληρωθεί. Η διατήρηση του δικαιώματος εκδηλώνεται με τους ακόλουθους τρόπους, όπως και στην παραγραφή της αξίωσης πριν τη βεβαίωσή της με δικαστική απόφαση η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ως ατελής ή φυσική ενοχή (ΕφΑθ2644/2005): α) ό,τι καταβλήθηκε, ακόμα και χωρίς γνώση της παραγραφής, δεν αναζητείται με την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, β”) έγγραφη συμβατική αναγνώριση αξίωσης που έχει παραγραφεί καθώς και η παροχή ασφάλειας είναι έγκυρες, ακόμα και αν έγιναν χωρίς γνώση της παραγραφής, γ) η παραγεγραμμένη αξίωση είναι δυνατό να αντιταχθεί σε συμψηφισμό με τις προϋποθέσεις του άρθρου 443 ΑΚ, δ”) είναι δυνατή η κατ” ένσταση άσκηση της παραγεγραμμένης αξίωσης κατ” άρθρο 273 ΑΚ (ΑΠ 1450/1988 ΕλΔ 31, σελ. 329, ΕφΑΘ 5241/2003 ΕλΔ 45, σελ. 588, ΕφΑΘ 888/2002 ΕλΔ 45, σελ. 248, Α. Γεωργιάδη: Γενικές Αρχές Αστι κού Δικαίου, δεύτερη έκδοση, σελ. 249 επ. Κων. Σημαντήρα: Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 1980, σελ. 710, Ποδηματά: Δεδικασμένο, Αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων, έκδ. 1995, σελ. 172-173).