Εκτέλεση διαταγής πληρωμής στο εξωτερικό μέλος Ε.Ε.

Κήρυξη εκτελεστής ημεδαπής διαταγής πληρωμής σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.

Στο πλαίσιο του Κανονισμού 1215/2012 η κατ’ άρθρο 631 ΚΠολΔ άμεση εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής δεν προδικάζει τη δυνατότητα κήρυξης εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής αμέσως μετά την έκδοσή της. Αντίθετα, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ), για να κηρυχθεί εκτελεστή διαταγή πληρωμής σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε., προϋποτίθεται ότι η διαταγή έχει επιδοθεί και έχει περάσει άπρακτη η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. ΔΕΚ 13.7.1995, Hengst, ΕπισκΕΔ 1996, σελ. 89, παρατ. ΝίκαΝίκας, ΕλλΔνη 1996, 1214-1215, Διαμαντόπουλο, ανωτ., σελ. 61-66). Και αυτό διότι μόνο στην περίπτωση αυτή θα έχει παρασχεθεί στον καθ’ ου το δικαίωμα υπεράσπισης κατά της διαταγής πληρωμής, τυχόν παραβίαση του οποίου κωλύει την κήρυξη της εκτελεστότητας σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 45 παρ. 1 στοιχ. β’ του ως άνω Κανονισμού (πρώην άρθρο 34 σημ. 2 Καν 44/2001) [βλ. Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση ΙΙΙ, παρ. 77, σελ. 303-304, Άνθιμο, Αναγνώριση και εκτέλεση ερήμην αλλοδαπών αποφάσεων, 2002, σελ. 248 επ.). Όπως επισημαίνεται, η ανωτέρω ερμηνευτική προσέγγιση του ΔΕΚ ενισχύει την εκδοχή ότι η άμεση εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής δεν συμβιβάζεται επαρκώς με το άρθρο 20 παρ. 2 Σ και το αξίωμα της προηγούμενης ακρόασης των διαδίκων (Νίκας, ΕλλΔνη 1996, 1215).

Σε ελληνικό επίπεδο, έχει κριθεί από την υπ’ αριθμ. 2259/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δημ. ΝοΒ 2003, 265= Δ 2003, 189= ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σχετικά (όταν και ακόμα υφίστατο ο Κανονισμός 44/2001, ο οποίος και τροποποιήθηκε από τον Κ 1215/2012) ότι: «[…] Εξάλλου σύμφωνα με τη κρατούσα άποψη στη θεωρία και νομολογία την οποία συμμερίζεται το ΔΕΚ, και την οποία ακολουθεί και το παρόν Δικαστήριο, ο δικαστής που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής ασκεί δικαιοδοτικά καθήκοντα και δεν ενεργεί ως διοικητικό όργανο (βλ. Διαμαντόπουλος, Δ 32. 605). Τέλος με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές αποφάσεις» που ισχύει στην Ελλάδα από την 1/3/2002, αντικαθίσταται η σύμβαση των Βρυξελλών μεταξύ των κρατών μελών, εξαιρουμένων των εδαφών των κρατών μελών, τα οποία υπάγονται στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω συμβάσεως και τα οποία αποκλείονται από τον εν λόγω κανονισμό κατ` εφαρμογή του άρθρου 299 της συνθήκης και κάθε παραπομπή στην εν λόγω σύμβαση νοείται ως γενομένη στον παρόντα κανονισμό (άρθρο 68 ). Στο κεφάλαιο III του ως άνω κανονισμού για την «αναγνώριση και εκτέλεση» ορίζεται ότι «ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτελέσεως, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από το γραμματέα» (άρθρο 32) «απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία» (Άρθρο 33 αρ. Ι) «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται … 2. Αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει» (άρθρο 34 αρ. 2) «το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ζητείται αναγνώριση αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αν η απόφαση αυτή έχει προσβληθεί με τακτικό ένδικο μέσο» (άρθρο 37) «αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου» (άρθρο 38 αρ. 1) «η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 53 χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης που αναφέρονται στα άρθρα 34 και 35″ (άρθρο 41) «η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στο διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο» (άρθρο 42 αρ. 2) «κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της κηρύξεως της εκτελεστότητας μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο και από τους δυο διαδίκους … Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 43 ή 44 δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνο εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35″ (άρθρα 43 αρ. 1 και 45 αρ. 1) «Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο σύμφωνα με τα άρθρα 43 ή 44, μπορεί με αίτηση του διαδίκου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, να αναστείλει τη διαδικασία αν κατά της αλλοδαπής αποφάσεως έχει ασκηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως τακτικό ένδικο μέσο, ή αν η προθεσμία για την άσκηση του δεν έχει ακόμα εκπνεύσει» (άρθρο 46) «ο διάδικος που επικαλείται την αναγνώριση ή ζητεί τη κήρυξη της εκτελεστότητας οφείλει να προσκομίσει αντίγραφο της αποφάσεως, το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας» (άρθρο 53). Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι υπό τις νέες ρυθμίσεις του προαναφερόμενου Κανονισμού ΕΚ με τον οποίο αντικαθίσταται η Σύμβαση των Βρυξελλών, για την αναγνώριση αλλοδαπής απόφασης σε άλλο κράτος μέλος απαιτείται το εισαγωγικό δικόγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο να έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο ώστε αυτός να μπορεί να αμυνθεί και τούτος να έπραξε το δικαίωμα του αυτό ή να παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει. Αναστέλλεται δε η διαδικασία αναγνωρίσεως αν η απόφαση έχει προσβληθεί με ένδικο μέσο ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεώς της. Επίσης για την αναγνώριση της εκτελεστότητας απόφασης που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος δεν χρειάζεται πλέον ο έλεγχος της συνδρομής άλλων προϋποθέσεων παρά μόνο ότι η απόφαση αυτή είναι εκτελεστή και στο κράτος μέλος προέλευσης της και προσκόμιση από τον αιτούντα αντιγράφου της αποφάσεως το οποίο να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας. Η διαδικασία δε της αναγνώρισης της εκτελεστότητας αναστέλλεται επίσης όταν κατά της απόφασης έχει ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους προέλευσης ή η προθεσμία προς άσκηση τέτοιου ενδίκου μέσου δεν έχει ακόμα παρέλθει άπρακτη. Συνεπώς για την αναγνώριση ημεδαπής διαταγής πληρωμής σε άλλο κράτος μέλος και για την εκεί κήρυξη αυτής εκτελεστής απαιτείται να έχει επιδοθεί αυτή στον καθ’ ου η διαταγή πληρωμής και είτε να απορριφθεί τυχόν ασκηθείσα από αυτόν ανακοπή είτε να παρήλθε άπρακτη η προθεσμία προς άσκηση της, εάν δε εκκρεμεί τέτοια ανακοπή αφενός δεν δίδεται το πιστοποιητικό γνησιότητας (αφού θα έχει ενεργοποιηθεί και η διαδικασία αναστολής εκτέλεσης) αφετέρου αναστέλλεται η σχετική διαδικασία στο άλλο κράτος μέλος. […]».

Από την ως άνω παράθεση το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών καταλήγει ότι: «[…] Από τις ρυθμίσεις αυτές συνάγεται ότι η εκτέλεση ημεδαπής διαταγής πληρωμής σε άλλο κράτος μέλος γίνεται υπό τις αυτές προϋποθέσεις που απαιτούνται και για την εκτέλεση της στο εσωτερικό της χώρας μας, δηλ. επίδοση της στον καθ’ ου και ενεργοποίηση της προθεσμίας άσκησης ανακοπής η οποία είτε δεν ασκήθηκε είτε ασκηθείσα απερρίφθη. […]».