Δικαστική συμπαράσταση. Τί είναι και πώς προστατεύει την προσωπικότητα και τα συμφέροντα του πάσχοντα.

Σύμφωνα με το Νόμο, η ηλικία δεν είναι το μόνο κριτήριο για το αν ένα πρόσωπο είναι ικανό για δικαιοπραξία. Η σωματική και διανοητική κατάσταση ενός ενήλικου φυσικού προσώπου ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις να κωλύει μόνιμα ή προσωρινά ή να αναιρεί ολικά ή  μερικά την πραγματική του δυνατότητα να μεριμνά το ίδιο για τις υποθέσεις του και να προστατεύει τα έννομα συμφέροντά του, όπως όταν το πρόσωπο πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή είναι σωματικά ανάπηρο, καθώς και όταν το άτομο εκθέτει σε κίνδυνο στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, καθώς και τους ανιόντες και τους κατιόντες του λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού.

Προκειμένου λοιπόν να προστατευθούν αυτά τα άτομα, καθιερώθηκε ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης.

Τί είναι η Δικαστική συμπαράσταση;

Πρόκειται για την κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ένα πρόσωπο που έχει σοβαρά ψυχοδιανοητικά ή σωματικά προβλήματα ανωμαλίες δια δικαστικής απόφασης, κατά τη διάρκεια της οποίας το πρόσωπο αυτό περιέρχεται σε ολική ή μερική, δικαιοπρακτική ανικανότητα ή έχει ανάγκη της συναίνεσης συγκεκριμένου προσώπου, δηλαδή του δικαστικού συμπαραστάτη, για την έγκυρη κατάρτιση όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών.

Το άρθρο 1667 ΑΚ, ορίζει τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να κινήσουν τη διαδικασία υποβολής του πάσχοντος υπό δικαστική συμπαράσταση, δια της κατάθεσης σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία.

Τα πρόσωπα αυτά είναι ο σύζυγος του πάσχοντος (εφόσον κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης αποδεικνύεται η ύπαρξη της έγγαμης συμβίωσης), τα τέκνα του και οι γονείς του, καθένας εκ των οποίων έχει αυτοτελές δικαίωμα, ακόμη και στην περίπτωση ανηλίκου του οποίου δεν ασκεί τη γονική μέριμνα.

Την αίτηση μπορεί να ασκήσει και ο ίδιος ο πάσχων, ενώ η σχετική διαδικασία κινείται, και μάλιστα υποχρεωτικά, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, μετά την πληροφόρησή του από συγγενικά ή άλλα πρόσωπα του πάσχοντος για την κατάσταση του τελευταίου και αφού πρώτα διαπιστώσει την ακρίβεια των παρασχεθέντων στοιχείων. Επιπλέον, την αίτηση μπορεί να ασκήσει και ο επίτροπος του ανηλίκου κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητάς του και μόνο όταν ο ανήλικος πάσχει από ψυχοδιανοητική διαταραχή.

Στις περιπτώσεις προσώπων που πάσχουν από ψυχοδιανοητικές διαταραχές και μόνο, παρέχεται δυνατότητα και αυτεπάγγελτης επέμβασης του δικαστηρίου, η οποία υποκινείται από την υποχρεωτική γνωστοποίηση της περίπτωσης από πρόσωπα που συνδέονται με τον πάσχοντα.

Η παράλειψη της γνωστοποίησης, η οποία πρέπει να είναι συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη, συνιστά μη εκπλήρωση της εκ του νόμου επιβαλλόμενης υποχρέωσης, γεγονός που δύναται να δημιουργήσει υποχρέωση των προσώπων αυτών προς αποζημίωση, εάν προκλήθηκε ζημία στον συμπαραστατούμενο από την καθυστέρηση υποβολής του σε δικαστική συμπαράσταση.

Το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αίτησης, και σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν επαρκούν τα προσαγόμενα αποδεικτικά μέσα, μπορεί να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση του προσώπου που πρέπει να υποβληθεί σε συμπαράσταση και να αποφασίσει με βάση τα πορίσματά της τον διορισμό ή μη δικαστικού συμπαραστάτη.

Εξάλλου, το δικαστήριο μπορεί να προβεί στον διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για την αντιμετώπιση επείγουσας φύσης ζητημάτων, αλλά και τη διασφάλιση της συμμετοχής του συμπαραστατέου στις τρέχουσες συναλλαγές του.

Ο διορισμός αυτός δεν προαπαιτεί την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης, σε αντίθεση με τον διορισμό οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη για τον οποίον η κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση.

Η δικαστική συμπαράσταση διακρίνεται σε α) στερητική και β) σε επικουρική.

Στην πρώτη περίπτωση, ο συμπαραστατούμενος αντιπροσωπεύεται από τον δικαστικό του συμπαραστάτη τόσο για την επιχείρηση δικαιοπραξιών όσο και για τη διεξαγωγή δικών, για τις οποίες έχει κηρυχθεί ανίκανος με δικαστική απόφαση, ενώ
στη δεύτερη ο συμπαραστατούμενος απαιτείται να έχει λάβει απλώς την προγενέστερη έγγραφη συναίνεση του δικαστικού του συμπαραστάτη για την επιχείρηση των αντίστοιχων ενεργειών.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1669 ΑΚ, το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του και εφόσον το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά νόμο να διορισθεί. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που το προτεινόμενο πρόσωπο δεν κρίνεται κατάλληλο για το παραπάνω έργο, το δικαστήριο επιλέγει μεν ελεύθερα το κατάλληλο πρόσωπο, αλλά οφείλει να λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς του κλπ. Εάν το δικαστήριο δεν μπορέσει να βρει το κατάλληλο πρόσωπο για το λειτούργημα του δικαστικού συμπαραστάτη, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα που έχει συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτό και διαθέτει το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, άλλως στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.

Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το Δικαστήριο αποφασίζει μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου.

Οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας πρέπει να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Δεν διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης:

1.αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα,

2. ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης

3. αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει.

Το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, καθώς και όταν πρόκειται να διορίσει προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στα οποία πρόκειται να ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση.

Το διατακτικό της απόφασης για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη καταχωρίζεται σε
ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου.

Ποια είναι όμως τα αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση;

Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε:

1. τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι’αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε

2. ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η Συναίνεση του δικαστικού συμπαράσταση (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε

3. αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του.

Η υποβολή του συμπαραστατουμένου σε καθεστώς πλήρους στέρησης της δικαιοπρακτικής του ικανότητας πρέπει να ορίζεται στην απόφαση ρητά.

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο ή στη δικαστική απόφαση, ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί να επιχειρεί, αν η δικαστική συμπαράσταση είναι στερητική, αυτοπροσώπως και, αν είναι επικουρική, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, όσες πράξεις δεν μπορεί να επιχειρεί ο επίτροπος του ανηλίκου χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ούτε να διεξάγει τις συναφείς με αυτές δίκες.

Επίσης, δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά, να επιχειρεί μόνος χαριστικές δικαιοπραξίες (δωρεές), να εισπράττει και να παρέχει εξόφληση.

Εν κατακλείδει, η προστασία της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του πάσχοντα, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του δικαίου της δικαστικής συμπαράστασης. Η παρεχόμενη προστασία και η διαδικασία παροχής της έχουν διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εξαιτίας της πάθησής του να μην θίγεται η προσωπικότητά του και οι συναλλαγές του και τα δικαιώματά του να προστατεύονται με γνώμονα το συμφέρον του. Δικαστική συμπαράσταση. πηγήnews

Μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου του συμπαραστατούμενου.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1624 § 1 αρ. 1, 1678 και 1682 ΑΚ με σαφήνεια προκύπτει ότι στην περίπτωση που ο δικαστικός συμπαραστάτης συμπαραστατουμένου που έχει τεθεί σε στερητική δικαστική συμπαράσταση επιθυμεί να εκποιήσει ακίνητο του συμπαραστατουμένου, έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1624 ΑΚ κι εντεύθεν οφείλει με σχετική αίτηση του προς το αρμόδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 797 ΚΠολΔ, δικαστήριο, που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 ΚΠολΔ) να ζητήσει την άδεια εκποίησης (ΕφΑθ 4251/2009, ΕλλΔ/νη 2010/157). Η δικαστική άδεια χορηγείται για συγκεκριμένη διαχειριστική πράξη ή πράξεις από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1624 ΑΚ και όχι αφηρημένα για την περίπτωση που συντρέξει η κατάλληλη ευκαιρία (Κ. Παπαδοπούλος, «Αγωγές Οικογενειακού δικαίου – τομ. Β», έκδ. 2003, σελ. 604).

Εξάλλου κατά ΄ΑΚ 1617 εδ. α’, ο δικαστικός συμπαραστάτης δεν δικαιούται να καταρτίζει χαριστικές δικαιοπραξίες σε βάρος της περιουσίας του συμπαραστατούμενου. Κατ’ εξαίρεση, όπως προβλέπεται στο εδ. β’ της ΑΚ 1617, επιτρέπονται οι χαριστικές δικαιοπραξίες, αν επιβάλλονται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας. Ασφαλιστική δικλείδα αποτελεί η υποχρέωση τήρησης των διατυπώσεων  της ΑΚ 1624, δηλαδή πρέπει να προηγηθούν γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και άδεια του δικαστηρίου. Έτσι, έχει κριθεί ότι επιβάλλεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον η γονική παροχή της ψιλής κυριότητας ακινήτου, όταν ο συμπαραστατούμενος είχε μεταβιβάσει, πριν τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, περιουσιακό στοιχείο σε κάποιο από τα παιδιά του και δεν πρόλαβε να πράξει το ίδιο και προς τα άλλα (ΜονΠρωτΠατρ 446/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εφόσον συντρέχει ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή λόγος ευπρέπειας και τηρηθούν οι διατυπώσεις της ΑΚ 1624, ο δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να προβεί στην κατάρτιση των σχετικών δικαιοπραξιών χωρίς να απαιτείται κάποιο «αντάλλαγμα» εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων.

Γίνεται δεκτό κατά την ερμηνεία της ΑΚ 51, δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον είναι αυτές που αντικειμενικά, κατά τις κρατούσες αντιλήψεις, ανταποκρίνονται σε κάποιο ιδιαίτερο ηθικό καθήκον του δωρητή, ασχέτως προς τα ελατήρια τα οποία τον ώθησαν στη δωρεά (ΜονΕφΠατρ 490/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2731/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 544/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Διαβάστε επίσης για την ακούσια νοσηλεία λόγω ψυχικής ασθένειας.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες συμβουλές.