Διαζύγιο λόγω ισχυρού κλονισμού. Λόγοι διαζυγίου, δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 1439 ΑΚ), καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να καθίσταται αφόρητη για τον σύζυγο που ζητεί το διαζύγιο. Ο νόμος εισάγει, επομένως, ως λόγω διαζυγίου τον «ισχυρό κλονισμό» της έγγαμης συμβίωσης.

Ως «ισχυρός κλονισμός» ορίζονται εκείνα τα γεγονότα που βάλλουν και πλήττουν τον θεσμό του γάμου ως ηθική και νομική σχέση και τα οποία είναι πρόσφορα να κλονίσουν τόσο σοβαρά την έγγαμη συμβίωση, ώστε η εξακολούθησή της να είναι πλέον αδύνατη και αφόρητη. Τα γεγονότα αυτά μπορούν μάλιστα να συνδέονται αιτιωδώς είτε με το πρόσωπο του άλλου συζύγου είτε και των δύο συζύγων. Αυτό σημαίνει συνακόλουθα ότι δεν τίθεται ως προϋπόθεση η «υπαιτιότητα», με αποτέλεσμα στην έννοια του κλονιστικού γεγονότος να περιλαμβάνονται καταστάσεις που μπορεί να μην οφείλονται σε υπαιτιότητα του άλλου συζύγου, δηλαδή να μην ευθύνεται για αυτές.

Έτσι, ως κλονιστικά γεγονότα χαρακτηρίζονται οι παραβάσεις της υποχρέωσης των συζύγων για συμβίωση, όπως λ.χ. οι αδικαιολόγητες απουσίες από το σπίτι, η αποφυγή γενετήσιων σχέσεων, η χρήση βίας, οι ύβρεις κ.ο.κ, οι παραβάσεις της συζυγικής πίστης, όπως λ.χ. ερωτοτροπίες με τρίτα πρόσωπα ή σύναψη ερωτικού εξωσυζυγικού δεσμού, καθώς και οι παραβάσεις κατά τη ρύθμιση του συζυγικού βίου, όπως ενδεικτικά η μόνιμη αδυναμία συμφωνίας των συζύγων για θέματα του κοινού συζυγικού τους βίου, η επέμβαση στην σφαίρα της προσωπικότητας του άλλου συζύγου κ.ο.κ. Περαιτέρω, ως κλονιστικό γεγονός μπορεί να θεωρηθεί και η παράβαση της υποχρέωσης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, δηλαδή η συστηματική αποφυγή ή καθυστέρηση στην καταβολή της οφειλόμενης συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες, το ύψος της οποίας καθορίζεται ανάλογα με τις δυνάμεις εκάστου συζύγου. Κλονιστικά γεγονότα μπορεί να αποτελέσουν, ωστόσο, και καταστάσεις κατεξοχήν αντικειμενικού χαρακτήρα, για τις οποίες δεν συντρέχει υπαιτιότητα του άλλου συζύγου, όπως λ.χ. η διαφορά χαρακτήρων, ηλικίας, μόρφωσης και κοινωνικής θέσης, τα οικονομικά προβλήματα, η ανικανότητα στις γενετήσιες σχέσεις, οι ψυχικές ασθένειες, ο αλκοολισμός, η τοξικομανία κλπ.

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αρκει απλώς και μόνο η επίκληση και απόδειξη του κλονιστικού γεγονότος εκ μέρους του συζύγου που ζητάει την λύση του γάμου με διαζύγιο, αλλά θα πρέπει περαιτέρω να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι εξαιτίας του επικαλούμενου κλονιστικού γεγονότος, έχει πράγματι κλονιστεί ο γάμος, κατά τρόπο ώστε να μην είναι πλέον για αυτόν ανεκτή η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης. Πρέπει, επομένως, να συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του κλονιστικού λόγου και του κλονισμού του γάμου.

Ο νομοθέτης, αποσκοπώντας στην διευκόλυνση του συζύγου που επιθυμεί την λύση του γάμου με διαζύγιο, εισήγαγε ορισμένα μαχητά τεκμήρια κλονισμού, δηλαδή ορισμένες καταστάσεις στις οποίες τεκμαίρεται μαχητά ότι έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο σύζυγος που αιτείται την λύση του γάμου με διαζύγιο δεν χρειάζεται να αποδείξει τον κλονισμό, αλλά μόνο την συνδρομή κάποιου από τους αναφερόμενους στο άρθρο 1439 παρ. 2 ΑΚ λόγους και τότε απόκειται στον έτερο σύζυγο να ανταποδείξει ότι δεν έχει επέλθει κλονισμός του γάμου, παρά την συνδρομή κάποιου κλονιστικού γεγονότος. Τα εν λόγω μαχητά τεκμήρια κλονισμού είναι τα εξής:

α) η διγαμία,

β) η μοιχεία,

γ) η εγκατάλειψη,

δ) η επιβουλή της ζωής και

ε) η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας, σύμφωνα με τον Ν. 3500/2006.

Περαιτέρω, ο νομοθέτης εισήγαγε και ένα αμάχητο τεκμήριο κλονισμού, το οποίο οδηγεί στην λύση του γάμου, χωρίς να μπορεί ο έτερος σύζυγος στην περίπτωση αυτή να αποδείξει ότι δεν επήλθε κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης. Πρόκειται, ειδικότερα, για την διετή διάσταση, δηλαδή την επί τουλάχιστον δύο (2) έτη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των συζύγων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ως διάσταση νοείται η φυσική και ψυχική απομάκρυνση μεταξύ των συζύγων, με την πρόθεσή τους να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου. Η συμπλήρωση του χρόνου της διάστασης υπολογίζεται κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων. Από την συμπλήρωση, επομένως, διετούς διάστασης, τεκμαίρεται αμάχητα ο αντικειμενικός κλονισμός του γάμου, ο οποίος δεν χρειάζεται επομένως να αποδειχθεί, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να προχωρά αμέσως στην λύση του γάμου, αφού διαπιστώσει την συνδρομή διετούς διάστασης.

Ο σύζυγος που επιθυμεί την λύση του γάμου με διαζύγιο λόγω του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης οφείλει να ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του έτερου συζύγου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της τελευταίας κοινής τους διαμονής, η οποία εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 επ. ΚΠολΔ). Για να επέλθει η λύση του γάμου, θα πρέπει η σχετική απόφαση διαζυγίου που εκδίδεται να καταστεί αμετάκλητη, δηλαδή να μην είναι δυνατή η άσκηση τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων κατά αυτής.

Τέλος η άσκηση του δικαιώματος προς διάζευξη απαγορεύεται όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του γενικού και έχοντος χαρακτήρα αφηρημένης δικαϊκής αρχής, εφαρμοζόμενου, ωστόσο και στην παρούσα περίπτωση ελλείψει ειδικότερης διατάξεως, άρθρου 281 ΑΚ, όταν με άλλα λόγια η άσκηση του υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός σκοπός του.  Η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος χαρακτηρίζεται ως καταχρηστική και συνακόλουθα ως ανεπίτρεπτη μόνο όταν οι συνέπειες του διαζυγίου (του ίδιου του διαζυγίου και όχι απλώς του κλονιστικού λόγου που το πυροδοτεί ή της διάστασης) προβλέπεται βασίμως πως θα είναι ιδιαίτερα επαχθείς και δυσβάσταχτες για τον εναγόμενο ή τα ανήλικα τέκνα της οικογένειας, με αποτέλεσμα τελικά κατόπιν μίας εκλογικευμένης σταθμίσεως το συμφέρον για τη διατήρηση της έγγαμης κατάστασης να υπερτερεί εν συγκρίσει με το συμφέρον του αιτούντος το διαζύγιο ενάγοντος συζύγου για τη λύση του. Οι ηθικές ή οικονομικές συνέπειες που επέρχονται στον εναγόμενο ή τα τέκνα θα πρέπει να είναι δριμείες για να τίθεται θέμα κατάχρησης δικαιώματος και δε θεωρούνται ως τέτοιες σε καμία περίπτωση π.χ. το γεγονός ότι ο σύζυγος που θα τον έχουν «χωρίσει» θα στιγματιστεί κοινωνικά ή θα χάσει το κληρονομικό του δικαίωμα ως σύζυγος ή ότι θα εξαναγκαστεί μετά το χωρισμό του για πρώτη φορά να εργαστεί, αφού δε θα μπορεί να βασίζεται πλέον οικονομικά στον άλλο σύζυγο.

Αντιθέτως ιδιαίτερα σκληρή και επώδυνη συνέπεια του διαζυγίου μπορεί να στοιχειοθετήσει η αναμενόμενη επιδείνωση της ήδη υπάρχουσας εξαιρετικά βαριάς σωματικής ή ψυχικής ασθένειας του εναγομένου των παιδιών, αν συνδυαζόταν με το διαζύγιο ή ο βάσιμος φόβος αυτοκτονίας του συζύγου ή των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου. Τα κριτήρια για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος διάζευξης είναι πάντως και δικαιολογημένα πολύ αυστηρά, αφού πρόκειται πάνω από όλα για δικαίωμα και μία φιλελεύθερη προσέγγιση του θεσμού του γάμου και του δικαιώματος του διαζυγίου επιβάλλει τουλάχιστον καταρχήν και ελλείψει σοβαρού λόγου, τον πλήρη σεβασμό και την τήρησή του. Στην περίπτωση συνδρομής κλονιστικού λόγου που αφορά και τους δύο συζύγους, η αποδοχή της ένστασης κατάχρησης δικαιώματος δεν αποκλείεται, αφού και πάλι μπορεί η προηγούμενη συμπεριφορά του ενάγοντος να αποβαίνει κρίσιμη για την τύχη της αγωγής διαζυγίου.