Αγωγή προσβολής πατρότητας. Ποιοί δικαιούνται να την ασκήσουν, και σε ποιά προθεσμία. Ειδικές περιπτώσεις.

Έχοντας ως βάση ότι η κυοφορία διαρκεί συνήθως εννιά (9) μήνες και ότι μία γυναίκα που είναι παντρεμένη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων γεννά το παιδί του συζύγου της, ο ελληνικός Αστικός Κώδικας έχει περιλάβει ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία κάθε παιδί που γεννιέται κατά την διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από την λύση ή ακύρωσή του, τεκμαίρεται ότι έχει ως πατέρα τον σύζυγο της μητέρας του. Το τεκμήριο αυτό, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τυχαίνει ο βιολογικός πατέρας του παιδιού που γεννιέται να μην είναι ο σύζυγος της μητέρας.

Η ιδιότητα του τέκνου, ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ, ως τέκνου γεννημένου σε γάμο μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς με την άσκηση (κύριας ή παρεμπίπτουσας) αγωγής προσβολής της πατρότητας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1469 ΑΚ, δε, μεταξύ των δικαιουμένων να ασκήσουν την αγωγή αυτή προσώπων συγκαταλέγεται και το ίδιο το τέκνο, που υπό το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς στερούνταν τοιαύτης δυνατότητος. Οι κληρονόμοι του, όμως, δεν απολαύουν του ίδιου δικαιώματος, καθότι το ατομικό δικαίωμα του τέκνου δεν κληρονομείται. Συνεπώς, μετά τον θάνατο αυτού, η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται, εκτός αν η σχετική αγωγή είχε ασκηθεί ήδη προ του θανάτου (άρθρο 1471 ΑΚ).

Κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, σε περίπτωση που το τέκνο αμφισβητεί την ύπαρξη βιολογικής συγγένειας πατέρα-τέκνου ανάμεσα στο ίδιο και τον τεκμαιρόμενο πατέρα του, δύναται να επιδιώξει την ανατροπή του τεκμηρίου «γνησιότητάς» του και την αποκατάσταση της βιολογικής αλήθειας, αποδεικνύοντας ότι η μητέρα του δεν συνέλαβε πράγματι από τον σύζυγό της εν γάμω ή ότι κατά το «κρίσιμο διάστημα της σύλληψης» – ήτοι κατά το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό – ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή απουσίας σχέσεων μεταξύ τους.  Άλλως ειπείν, η κατ’ άρθρο 1467 ΑΚ νομική βάση της αγωγής προσβολής της πατρότητας δύναται να ερείδεται επί δύο διαφορετικών ιστορικών βάσεων, ήτοι στην αμφισβήτηση της σύλληψης από τον σύζυγο παρά τις σεξουαλικές σχέσεις του με τη μητέρα του τέκνου και στη φανερή αδυναμία της τελευταίας να συλλάβει από τον σύζυγό της κατά το ως άνω οριζόμενο κρίσιμο διάστημα της σύλληψης (ΕφΠειρ 359/1997 ΕλΔ 1997, 1668/1669, ΕφΠειρ 4/1988 ΕλΔ 1988, 1442/1443). Ως ενάγων, μάλιστα, το τέκνο μπορεί να στηριχθεί σε αμφότερες τις προρρηθείσες ιστορικές βάσεις, να τις σωρεύσει επικουρικά ή να επιλέξει μία εξ αυτών.

Η ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, είναι δυνατή μόνο κατόπιν ασκήσεως αγωγής προσβολής πατρότητας. Η αγωγή προσβολής πατρότητας μπορεί να ασκηθεί από: α) τον σύζυγο της μητέρας (και τεκμαιρόμενο πατέρα του τέκνου), 2) τον πατέρα ή την μητέρα του συζύγου, εάν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα προσβολής της πατρότητας, 3) το τέκνο, 4) την μητέρα του τέκνου και 5) τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα, ευρισκόμενη σε διάσταση με τον σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου. Το δικαίωμα καθενός εκ των ανωτέρω προσώπων είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο. Το δικαίωμα άσκησης αγωγής προσβολής πατρότητας αποκλείεται: 1) για τον σύζυγο της μητέρας, κατόπιν παρέλευσης ενός (1) έτους από τότε που πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν και, σε κάθε περίπτωση, αφού περάσουν πέντε (5) έτη από τον τοκετό, 2) για τον πατέρα ή την μητέρα του συζύγου, μετά την παρέλευση ενός (1) έτους από τότε που έμαθαν τον θάνατο του υιού τους και τη γέννηση του τέκνου, 3) για το τέκνο, κατόπιν παρέλευσης ενός (1) έτους από την ενηλικίωσή του, 4) για την μητέρα, κατόπιν παρέλευσης ενός (1) έτους από τον τοκετό ή εάν υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά την διάρκεια του γάμου, έξι (6) μήνες από τότε που λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος και 5) για τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με την μητέρα, αφότου περάσουν δύο (2) έτη από τον τοκετό.

Βέβαια, κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του άγαμου τέκνου, το τελευταίο εκπροσωπείται από ειδικό επίτροπο – σύμφωνα με το άρθρο 1517 ΑΚ – κατά την άσκηση της αγωγής προσβολής πατρότητας, δεδομένου ότι υφίσταται σύγκρουση των συμφερόντων του με εκείνα των ασκούντων τη γονική μέριμνα γονέων του (βλ. Κουτσουράδη, ΕλΔ 35, 185, ΕλΔ 29, 1450, Αγαλλοπούλου, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 1517 αρ. 5, Φουντεδάκη, Αρμ. 48, 381 επ., ΕφΑθ 859/1999 ΕλΔ 40, 1186, ΠΘεσ 2423/1992  ΕλΔ 35, 185, ΠΘηβ 234/1985 Αρμ. 40, 149, ΜονΠΛευκ 214/2000 ΕλΔ 2000, 1454), ακόμη και στην περίπτωση που το τέκνο είναι ομόδικο με έναν από αυτούς, αφού δεν μπορεί να αποκλεισθεί η περίπτωση συμπαιγνίας των συζύγων. Συναφώς, η περί ης ο λόγος αγωγή στρέφεται κατά της μητέρας του τέκνου και του συζύγου αυτής, που τοιουτοτρόπως καθίστανται εναγόμενοι.

Όσον αφορά, περαιτέρω, στην ηλικιακή φάση της ενηλικότητάς του, το τέκνο νομιμοποιείται να ασκήσει την εν θέματι αγωγή κατά τον πρώτο μετά την ενηλικίωσή του χρόνο. Αφ’ ης στιγμής παρέλθει το προαναφερθέν χρονικό σημείο, η προσβολή της πατρότητας από το ενήλικο τέκνο καταρχήν αποκλείεται. Δέον, μάλιστα, να επισημανθεί στο παρόν σημείο ότι η ως άνω προθεσμία, που προβλέπεται στο άρθρο 1470 περ. 3 ΑΚ, είναι αποσβεστική και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 280 ΑΚ). Ωστόσο, η παρέλευσή της μπορεί να προταθεί και με (καταχρηστική) ένσταση των εναγομένων.

Η πάροδος της τασσόμενης για το τέκνο προθεσμίας προς άσκηση αγωγής προσβολής πατρότητας ένα (1) μόλις έτος κατόπιν της ενηλικιώσεώς του και η συνακόλουθη δυνατότητα των εναγομένων να προβάλουν, αμυνόμενοι, ένσταση αποκλεισμού του περί ου πρόκειται δικαιώματος λόγω παρελεύσεως της οικείας προθεσμίας συνυφαίνουν, όμως, ένα μάλλον ανεπιεικές νομικό πλαίσιο για το τέκνο που πληροφορήθηκε την αλήθεια αναφορικά με τον τεκμαιρόμενο, πλην όμως μη βιολογικό πατέρα του ύστερα από την ενηλικίωσή του και δη λίγο πριν από ή – πολλώ δε μάλλον – μετά την πάροδο ενός έτους από το προλεχθέν χρονικό σημείο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ωστόσο, ενδέχεται το τέκνο να μπορεί να προβάλει, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 279 ΑΚ, την αντένσταση της αναστολής της παραγραφής, σύμφωνα με τα άρθρα 255 και 257 ΑΚ (βλ. ΠΠρΑθ 853/2012 και αναλογικά ΕφΚρ 63/2011, ΕφΑθ 847/2010, ΕφΑθ 1098/2009, ΑΠ 715/2006, ΕφΘεσ 2831/2003, ΝΟΜΟΣ). Τα τελευταία ορίζουν ότι: «255. Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση. 257. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες». Όπως σαφώς προκύπτει από τα προλεχθέντα, ο λόγος της ανώτερης βίας ή του δόλου του υποχρέου πρέπει να συμπίπτει με το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της αποσβεστικής προθεσμίας. Αν αυτό συμβαίνει, το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της αποσβεστικής προθεσμίας, η πορεία προς τη συμπλήρωση της οποίας συνεχίζεται άμα τη παρελεύσει των συνιστώντων ανώτερη βία ή δόλο του υποχρέου περιστατικών.

Ως λόγος ανωτέρας βίας, δε, λογίζεται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, το οποίο δεν μπορούσε να αποτραπεί, εν προκειμένω, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Δόλος του υποχρέου, από την άλλη, θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο προρρηθείς, ήτοι ο τεκμαιρόμενος πατέρας ή η μητέρα στην αναλυόμενη περίπτωση, με παρελκυστικές συζητήσεις ή δόλιες διαβεβαιώσεις πέτυχε την απραξία του δικαιούχου τέκνου εωσότου συμπληρώθηκε τελικά η αποσβεστική προθεσμία.

Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι, προκειμένου να είναι πλήρης, η αντένσταση της αναστολής της παραγραφής πρέπει να μνημονεύει με σαφήνεια τον χρόνο εκδήλωσης της ανώτερης βίας ή της δόλιας ενέργειας του υποχρέου (βλ. ΑΠ 819/1984 ΝοΒ 33, 612, ΕφΑθ 3566/1997 ΕλΔ 1998, 1680), ώστε να προκύπτει το μεν εάν ο χρόνος αυτός τοποθετείται εντός του τελευταίου εξαμήνου της αποσβεστικής προθεσμίας, το δε εάν η ανώτερη βία ή η δόλια ενέργεια διήρκεσε έως το τελευταίο εξάμηνο προ της ασκήσεως της αγωγής.

Στον αντίποδα της ανωτέρω συζητούμενης αντένστασης αναστολής της παραγραφής, όμως, αντένσταση διακοπής της περί ης ο λόγος προθεσμίας δεν μπορεί να προβληθεί από το τέκνο (ούτε, βέβαια, από έτερο ενάγοντα), καθότι, όπως έχει δεχθεί η νομολογία (βλ. ΑΠ 1631/1995 ΕλΔ 1998, 129/130, ΑΠ 686/1976 ΝοΒ 28, 43), οι διατάξεις για τη διακοπή της παραγραφής και την παραγραφή εν επιδικία δεν εφαρμόζονται αναλογικά στις αποσβεστικές προθεσμίες, όπως είναι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1470 ΑΚ τοιαύτες.

Εν κατακλείδι, εφόσον η προσβολή της πατρότητας ευδοκιμήσει δικαστικά και αφού η σχετική απόφαση καταστεί αμετάκλητη, το τέκνο χάνει την ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμου αναδρομικά από τη γέννησή του. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η απώλεια αυτής της ιδιότητας είναι το μόνο επί του οποίου αποφαίνεται το δικάζον δικαστήριο. Υπ’ αυτό το πρίσμα δύναται ευχερώς κανείς να αντιληφθεί ότι, σε περίπτωση που ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη για την προσβολή της πατρότητας χρησιμοποιηθεί τεστ DNA αποδεικνύον την πατρική ιδιότητα ετέρου ανδρός, η απόφαση που ανατρέπει την τεκμαιρόμενη πατρότητα δεν επιφέρει δικαστική αναγνώριση του τέκνου από τον άνδρα αυτόν, ήτοι από τον βιολογικό πατέρα, αφού τοιαύτη συνέπεια επέρχεται, σύμφωνα με το άρθρο 1472 παρ. 2 ΑΚ, μόνο στην περίπτωση που η αγωγή προσβολής πατρότητας ασκείται από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα.