Κατάσχεση εταιρικών μεριδίων λόγω προσωπικών οφειλών. Κατάσχεση συμμετοχών σε νομικά πρόσωπα.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν, κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ, να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου.

Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή.

Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών πρόσωπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του.

Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 § 2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του.

Ειδικότερα, η εταιρεία, ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5 § 1 και 12 §§ 1 και 3. Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας.

Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος.

Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (Ολ.ΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρ. 1 § 3 κ.ν. 2190/ 1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 3604/2007, 41 § 2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της.

Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, κατά την παραπάνω έννοια, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία, με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας, διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία τού εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου.

Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή, αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού, εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή, αντιστρόφως, επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. (2/2013 Ολομ. Α.Π.)

Εξάλλου, το άρθρο 1022 του ΚΠολΔ, που περιέχεται στο κεφάλαιο για την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων, ορίζει ότι “κατάσχεση μπορεί να γίνει και σε περιουσιακά δικαιώματα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, τα οποία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης κατά τη διαδικασία των άρθρων 953 παρ. 1 και 2, 982 και 992, ιδίως σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ευρεσιτεχνίας, εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών, σε απαιτήσεις κατά τρίτων εξαρτώμενες από αντιπαροχή, εφόσον κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου επιτρέπεται η μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων”.

Λόγω της ιδιομορφίας των κατά το άρθρο 1022 ΚΠολΔ περιουσιακών δικαιωμάτων και της συνεπαγόμενης δυσχέρειας υπαγωγής των θεμάτων, καθενός από αυτά, σε κοινούς κανόνες, καθορίστηκε, αφενός μεν, το δικαστήριο να διατάζει την κατάσχεσή τους, δυνάμενο μάλιστα και να μην την επιτρέψει (άρθρ. 1023 παρ. 2), αφετέρου δε, να ορίζει και τα, κατά την κρίση του, πρόσφορα μέσα για την αξιοποίηση του δικαιώματος (άρθρ. 1024). Επομένως, η επιβολή κατάσχεσης, κατά τα άρθρα 1022 επ. ΚΠολΔ, προϋποθέτει: 1) περιουσιακό δικαίωμα που να μην είναι δεκτικό κατάσχεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 953 επ. (κατάσχεση κινητής περιουσίας οφειλέτη), 982 επ. (κατάσχεση στα χέρια τρίτου) και 992 επ. (κατάσχεση ακινήτων κ.λπ. του οφειλέτη) και που να επιτρέπεται η μεταβίβασή του κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου και 2) δικαστική απόφαση.

Ως περιουσιακό δικαίωμα νοείται το δικαίωμα, το οποίο, χωρίς να υπόκειται στην κατάσχεση των παραπάνω άρθρων (κινητών, απαιτήσεων και κινητών στα χέρια τρίτου, ακινήτων, πλοίων κ.λπ.), αποτελεί ή είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο ιδιωτικών συναλλαγών και, ως εκ τούτου, έχει χρηματική αξία κατά τις συναλλαγές. Να σημειωθεί ότι ο όρος “περιουσιακό δικαίωμα” δεν τέθηκε για να τονιστεί ότι το κατασχεμένο δικαίωμα πρέπει να ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη – καθ` ου η εκτέλεση, αφού η αυτονόητη αυτή προϋπόθεση της ιδιότητας του οφειλέτη, ως δικαιούχου του δικαιώματος, προκύπτει από το άρθρο 951 παρ. 1 ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή σε κάθε είδους κατάσχεση. Γενικά στη ρύθμιση των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ υπάγεται οποιοδήποτε περιουσιακής φύσης δικαίωμα του οφειλέτη που δεν υπόκειται σε κατάσχεση κατά τις πιο πάνω διατάξεις. (154/2018 Α.Π.)

Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 249 και 251 ν. 4072/2012 (και, υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, 22 – που επαναλαμβάνεται με νεότερη διατύπωση του άρθρ. 249 – και 28 ΕμπΝ), 72, 759, 777 εδάφ. α`, 780 εδάφ. α`, 781, 782 και 784 ΑΚ προκύπτει ότι οι εταιρείες που έχουν νομική προσωπικότητα, την οποία διατηρούν μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, [όπως είναι και οι ομόρρυθμες εταιρείες, που τήρησαν τις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 42 ΕμπΝ, ήδη άρθρου 251 ν. 4072/ 2012 – ΦΕΚ 86/Α/11-4-2012, που ισχύει, κατ` άρθρ. 294 παρ. 2 και 330 παρ. 2 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, με τη μόνη προϋπόθεση η εταιρεία που έχει ιδρυθεί πριν από τις 11-4-2012 να μην τελεί σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση κατά την ημερομηνία αυτή], έχουν δική τους περιουσία. Κύριος των εισφορών των εταίρων, αλλά και των αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν την εταιρική περιουσία, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 1648/ 2014, ΑΠ 1947/2006).

Κατά συνέπεια, δικαιούχος – κύριος των κερδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΑΠ 1036/2007), ενώ οι εταίροι έχουν απλώς δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρείας ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στην περιουσία αυτής (με την έννοια ότι το εν λόγω ποσοστό εκλαμβάνεται ως ένα λογιστικό μέγεθος και υποδηλώνει την αξία συμμετοχής του κάθε εταίρου στην εταιρική περιουσία ως μαθηματική ποσότητα, αφού, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, κύριος αυτής -της εταιρικής περιουσίας- είναι η εταιρεία ως νομικό πρόσωπο), εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία (ΑΠ 522/2014), ήδη, κατά την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 255 εδάφ. γ` Ν. 4072/2012. Η κατάσχεση του εταιρικό μεριδίου διαφέρει από την κατάσχεση των εταιρικών κερδών.

Ως κέρδος, κατά την έννοια του νόμου, νοείται το καθαρό κέρδος, ήτοι το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων και ιδίως των δαπανών για το έργο, που πρέπει και να προσδιορίζεται επακριβώς στη σχετική αγωγή (ΑΠ 362/2008, ΑΠ 581/2004). Η αξίωση, πάντως, του εταίρου για την καταβολή των κερδών συγκεκριμένων διαχειριστικών περιόδων, ακόμη και μελλοντικών, εκχωρείται ελεύθερα, κατ` άρθρ. 760 παρ. 2 ΑΚ (ΑΠ 1688/1998) και αποτελεί αντικείμενο κατάσχεσης.

Ωστόσο εισάγονται ειδικότερες νομοθετικές ρυθμίσεις με τις οποίες επιτρέπεται η κατάσχεση των εταιρικών συμμετοχών για οφειλές των μελών. Συνοπτικά:

Ως προς τις Ε.Π.Ε.

Το θέμα αναφέρεται ρητά στο άρθρο 30 του Ν. 3190/1955 κατά το οποίο το εταιρικό μερίδιο είναι δεκτικό κατασχέσεως μόνον με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών, ακόμη και αν υπάρχει καταστατική πρόβλεψη απαγόρευσης μεταβίβασης μεριδίου.

Ως προς τις Ι.Κ.Ε.

Ο Ν. 4072/2012 στο άρθρο 88 προβλέπει τη διαδικασία κατάσχεσης αυτών. Αρχικά, σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 1 εδ. α του Ν. 4072/2012 η κατάσχεση των εταιρικών μεριδίων δεν υπόκειται σε περιορισμούς ούτε αποκλείεται, ακόμη και στην περίπτωση που στο καταστατικό έχει συμπεριληφθεί όρος που αποκλείει ή περιορίζει τη μεταβίβαση τους, δεδομένου ότι εκ του νόμου δεν συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία των ακατάσχετων.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάθεση αίτησης στο δικαστήριο για την εκκίνηση της διαδικασίας κατάσχεσης είναι η ύπαρξη βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαίτησης και εκτελεστού τίτλου. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο της έδρας της εταιρείας, το οποίο θα δικάσει με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρο 1023 ΚΠολΔ).

Κρίσιμο είναι το γεγονός ότι τόσο η αίτηση όσο και η απόφαση που θα εκδοθεί επ’ αυτής πρέπει να επιδίδεται και στον οφειλέτη και στην εταιρεία, άλλως η κατάσχεση θα καθίσταται ανύπαρκτη, λόγω έλλειψης όρου του υποστατού.

Ο αιτών την κατάσχεση θα πρέπει με το δικόγραφο του να αιτείται την κατάσχεση των εταιρικών μεριδίων του οφειλέτη σύμφωνα με τα άρθρα 1022 επ. του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 4345/1991, ΕφΠειρ 290/1999) και να μην επεκτείνεται σε περισσότερα εταιρικά μερίδια από εκείνα που είναι απαραίτητα προκειμένου κατά το άρθρο 951 παρ. 2 του ΚΠολΔ να ικανοποιηθεί η απαίτηση του και να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, μη υπερβαίνοντας με αυτό τον τρόπο το αναγκαίο μέτρο.

Επιπρόσθετα με την αρχή του αναγκαίου μέτρου, επιβάλλεται να τηρηθούν και οι αρχές της αναλογικότητας και του ηπιότερου μέσου. Πιο αναλυτικά, το Δικαστήριο προκειμένου να εκδώσει απόφαση με την οποία θα διατάσσει την κατάσχεση του εταιρικού μεριδίου του εκάστοτε οφειλέτη/εταίρου πρέπει να εξετάσει αν το εταιρικό μερίδιο του οποίου ζητείται η κατάσχεση είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη/εταίρου (ΜΕφΑθ 5907/2012). Σε περίπτωση που δεν είναι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο πρέπει να εξετάσει αν είναι ένα από τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία ή το μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο (ΕιρΡοδ 55/2015). Με το συγκεκριμένο τρόπο προστατεύεται ο προσωπικός χαρακτήρας που διακρίνει την Ι.Κ.Ε. σαν εταιρικό τύπο. Μάλιστα το άρθρο 1023 παρ. 2 του ΚΠολΔ δίνει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να μην επιτρέψει την κατάσχεση σε δύο περιοριστικά αναφερόμενες περιστάσεις και ειδικότερα όταν κρίνει ότι είναι δύσκολο να γίνει η αναγκαστική εκτέλεση ή ότι το αποτέλεσμα της είναι ασύμφορο. Σε αυτό το σημείο να αποσαφηνιστεί ότι ως δυσχέρεια εκτέλεσης εκλαμβάνεται όχι η δυσκολία διενέργειας διαδικαστικών της αναγκαστικής εκτέλεσης πράξεων, αλλά δυσκολιών που ενδέχεται να προκύψουν λόγω της φύσης και του είδους του στοιχείου του οποίου ζητείται η κατάσχεση, όπως για παράδειγμα του τίτλου επιχείρησης, λόγω  της αποκοπής του από την υπόλοιπη επιχείρηση.  Ασύμφορο δε είναι το αποτέλεσμα της αναγκαστικής εκτέλεσης όταν το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι δεν θα υπάρξει ικανοποίηση του αιτούντος την κατάσχεση, οπότε και δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του. (ΕφΑθ 726/2016)

Απόρριψη της αίτησης κατάσχεσης λόγω καταχρηστικότητας δεν χωρεί, δεδομένου ότι η άσκηση του δικαιώματος του αιτούντος την εκποίηση αναγκαστικά επάγεται ορισμένες δυσμενείς συνέπειες για τον οφειλέτη.(ΕφΘεσσαλ 78/2000)

Όσον αφορά τον τρόπο αξιοποίησης του δικαιώματος, το άρθρο 88 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 παρέχει διακριτική ευχέρεια επιλογής στο Δικαστήριο, αφού προβλέπει εφαρμογή του άρθρου 1024 του ΚΠολΔ.

Κατά το τελευταίο άρθρο μία επιλογή αξιοποίησης είναι η μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων στον υπέρ ου η εκτέλεση, ειδικά στην περίπτωση που είναι και εταίρος, σε εταίρους ή σε πρόσωπο που υποδεικνύει η εταιρεία με πληρωμή πλήρους τιμήματος που προσδιορίζεται (ΜΕφΑθ 5907/2012) αποκλειστικά και μόνο από το Δικαστήριο, αποκλειόμενης κάθε άλλης δυνατότητας όπως σχετικής καταστατικής πρόβλεψης. Το Δικαστήριο λαμβάνει γνώση του ενδιαφέροντος των εταίρων ή του τρίτου που υποδεικνύεται από την εταιρεία με οποιονδήποτε πρόσφορο δικονομικό τρόπο. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί και η ελεύθερη διάθεση του εταιρικού μεριδίου. Η διάθεση που πραγματοποιείται με αυτούς τους τρόπους συμβάλλει στην προστασία του προσωπικού χαρακτήρα της εκάστοτε Ι.Κ.Ε. .

Άλλη δυνατότητα αξιοποίησης είναι η διενέργεια πλειστηριασμού. Σε αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο ορίζει και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, αναφορικά με τη διεξαγωγή του οποίου εφαρμόζονται οι σχετικές με τον πλειστηριασμό κινητών διατάξεις. Κατά τη γνώμη του γράφοντος αυτός ο τρόπος εκποίησης είναι ο ιδανικός προκειμένου να προκύψει η πραγματική αξία του εκποιούμενου εταιρικού μεριδίου (ΕφΘεσσαλ 78/2000).

Ο αιτών την εκποίηση δύναται στο δικόγραφο του να προτείνει στο Δικαστήριο τον κατά τη γνώμη του καλύτερο τρόπο εκποίησης. Εάν το Δικαστήριο δεν κρίνει πρόσφορο κανένα μέτρο αξιοποίησης διορίζει διαχειριστή.

Σε κάθε περίπτωση η εκποίηση επιβάλλεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 84 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 να καταχωρηθεί στο βιβλίο εταίρων προκειμένου να παράγει η μεταβίβαση αποτελέσματα και έναντι τρίτων. Επιπλέον, είναι απαραίτητη και σχετική καταχώρηση στο Γ.Ε.ΜΗ., αλλά και στην εταιρική ιστοσελίδα (άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. 4072/2012).

Τα άρθρα 78 παρ. 4 και 79 παρ. 6 του Ν. 4072/2012 ρυθμίζουν την πιθανότητα τα εταιρικά μερίδια που κατασχέθηκαν και εκποιούνται αναγκαστικώς να αντιστοιχούν σε εξωκεφαλαιακές ή εγγυητικές εισφορές αντίστοιχα.

Τέλος, επειδή η διαδικασία της συντηρητικής κατάσχεσης δεν ρυθμίζεται από τα άρθρα 1022 επ. του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι ακολουθείται η διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Ως προς τις Α.Ε.

Στην ανώνυμη εταιρεία, η οποία αποτελεί κεφαλαιουχική ένωση που στηρίζεται όχι στην προσωπική, αλλά στην περιουσιακή συμβολή των εταίρων, τα πρόσωπα των οποίων είναι αδιάφορα προς αυτήν, ο εταιρικός δεσμός εκφράζεται με τη μετοχή. Ο όρος αυτός (μετοχή) είναι πολυσήμαντος. Δηλώνει το μερίδιο του εταιρικού κεφαλαίου που είναι πάντα σταθερό, το δικαίωμα συμμετοχής στην εταιρεία, αλλά και το αξιόγραφο, δηλαδή τον τίτλο (το χαρτί) στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα αυτό.

Η μετοχή είναι αυτοτελής και αδιαίρετη. Έτσι, αν περισσότερες μετοχές περιέλθουν στο ίδιο πρόσωπο, διατηρούν την ατομικότητα τους. “Συνεπώς, καθιστούν το πρόσωπο μέτοχο τόσες φορές, όσες και ο αριθμός τους (ΑΠ 2185/2007, ΕφΘεσ 577/2010 ΕΠ1ΣΚΕΜΠΔ 2010.870, ΕφΠατρ 282/2008, ΕφΑθ 3126/2000). Οι μέτοχοι έχουν μόνο τα παρεχόμενα σε αυτούς από το νόμο δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρεία. Στο δικαιώματα αυτά δεν περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης εταιρείας.

Εξάλλου, όμως, η μετοχή, ως αξιόγραφο, είναι περιουσιακό αγαθό. Πλην της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της, που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της εταιρείας με το συνολικό αριθμό των μετοχών σε δεδομένη στιγμή. Έτσι, η αξία που περικλείεται στη μετοχή αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας ή, κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων «έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρείας» (ΟλΑΠ 14/1999 ΕλλΔνη 40.758, ΑΠ 795/2000 ΝοΒ 49.1307, ΕφΑθ 5920/2006 ΔΕΕ 2007.57, ΕφΑθ 5423/2006 ΔΕΕ 2007.195, ΕφΘεσ 2288/2002 ΧρίΔ 2002.73).

Ο προσδιορισμός της πραγματικής αξίας της μετοχής γίνεται με βάση μία συνεχώς (κατά τη διάρκεια της εταιρείας) μεταβαλλόμενη ποσότητα, την εταιρική περιουσία, η οποία μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη του μετοχικού κεφαλαίου, καθορίζοντας ταυτόχρονα την αντιστοιχία ονομαστικής και πραγματικής αξίας της μετοχής (ΕφΑθ 5423/2006 ΔΕΕ 2007.195). Το μετοχικό κεφάλαιο πρέπει να διακρίνεται σαφώς από την εταιρική περιουσία. Η εταιρική περιουσία αποτελείται από το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, δηλαδή χρήματα, απαιτήσεις, ακίνητα, μηχανήματα, εμπορεύματα κ.οκ. και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το κεφάλαιο, αυτή αυξομειώνεται. Η εταιρική περιουσία μεταβάλλεται συνεχώς σε αξία όσο και σε σύνθεση κατά τη διάρκεια του βίου της εταιρείας και μόνο μια χρονική στιγμή μετοχικό κεφάλαιο και εταιρική περιουσία καλύπτονται και αυτό συμβαίνει κατά το χρόνο σύστασης της εταιρείας. Μετά την έναρξη της λειτουργίας της εταιρείας η εταιρική περιουσία υφίσταται συνεχώς μεταβολές και οι οποίες, όμως, δεν επηρεάζουν (άνευ ετέρου) το μετοχικό κεφάλαιο, επειδή αυτό αποτελεί, κατά το νόμο, σταθερό μέγεθος.

Ακολούθως, η ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ προϋποθέτει ότι το περιουσιακό δικαίωμα που πρόκειται να κατασχεθεί με την παραπάνω διαδικασία, να μην είναι δεκτικό κατάσχεσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 953 επ., 982 επ. και 992 επ. ΚΠολΔ. Ως προς τις μετοχές ανώνυμης εταιρείας, η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός τους γίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 953 επ. ΚΠολΔ, επομένως δεν ακολουθείται ως προς αυτές η διαδικασία των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 205/2008 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2008.760). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 953 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι κατάσχεση μπορεί να γίνει στα κινητά πράγματα που βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη. Κινητά πράγματα είναι όσα έχουν αυθύπαρκτη νομική υπόσταση, ως μέρος του περιουσιακού συνόλου του οφειλέτη, κατά την καθοριζόμενη στο αστικό δίκαιο έννοια, είτε ως σύνολό τους, είτε και κατ’ ιδανικό τους μέρος. Στην κατηγορία των κινητών πραγμάτων εντάσσονται και τα χρεόγραφα, τα οποία, κατά συνέπεια κατάσχονται κατά τις παραπάνω διατάξεις.

Μέχρι πρότινως και πριν την υποχρεωτική μετατροπή των μετοχών σε ονομαστικές, υφίστατο διάκριση μεταξύ ονομαστικών και ανωνύμων μετοχών. Έτσι εάν επρόκειτο για ανώνυμες μετοχές η κατάσχεση και ο πλειστηριασμός γινόταν κατά τις διατάξεις των άρθρων 953 επ. ΚΠολΔ, εφαρμοζομένου και του άρθρου 967 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον επρόκειτο περί μετοχών αναγραφομένων στο δελτίο του Χρηματιστηρίου Αξιών. Άλλως εάν επρόκειτο για ονομαστικές μετοχές τύγχαναν εφαρμογής οι κοινές διατάξεις των άρθρων 953 επ. ΚπολΔ περί κατάσχεσης και πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων (βλ. I. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεση αρθ. 953, σελ. 709 επ. 8 Βαθρακοκοίλη. ΕρμΚΠολΔ, τομ. Ε. αρθ. 953, σελ. 674 επ.).

Αν το απαλλοτριωθέν κινητό δεν βρίσκεται στα χέρια του οφειλέτη αλλά του τρίτου, θα πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση: Αν ο τρίτος είναι πρόθυμος να το αποδώσει τότε εφαρμόζεται κανονικά η διάταξη του άρθρου 953 ΚΠολΔ και η εκτέλεση στρέφεται μόνο κατά του οφειλέτη. Αν αντίθετα ο τρίτος δεν είναι πρόθυμος να αποδώσει το απαλλοτρωθέν, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, ήτοι τα άρθρα 982 επ. ΚΠολΔ. Η κατοχή αποτελεί το εξωτερικό γνώρισμα της κυριότητας επί των κινητών (3483/2018 ΠΠΡ Αθ).

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 39 επ. του ν. 2396/1996 ορίσθηκε ότι για τις μετοχές των ελληνικών ανωνύμων εταιριών, που εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, δεν εκδίδονται πλέον τίτλοι, αλλά οι μετοχές αυτές καταχωρίζονται στα αρχεία της ανώνυμης εταιρίας αποθετηρίων τίτλων και παρακολουθούνται με λογιστικές εγγραφές στα αρχεία αυτά. Κατά το άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 2396/1996, που προστέθηκε με το άρθρο 107 παρ. 1 του ν. 2533/1997, σε περίπτωση κατάσχεσης άυλων μετοχών, ισχύουν κατ’ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 982 έως 991 ΚπολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 967 του ίδιου Κώδικα, η ερμηνευτική προσέγγιση των οποίων, στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται να είναι προσανατολισμένη στο πνεύμα και το σκοπό του θεσμού.

Η μετοχή υπό υλική μορφή είναι δηλωτικό αξιόγραφο, που βεβαιώνει την ιδιότητα του μετόχου. Ενσωματώνει σύνθετά δικαιώματα συμμετοχής σε ανώνυμη εταιρία. Την ίδια μετοχική σχέση βεβαιώνει και η άυλη μετοχή, με τη διαφορά ότι, αντί τα μετοχικό δικαιώματα να ενσωματώνονται σε έγγραφο με υλική μορφή, καταχωρίζονται στα αρχεία της ανώνυμης εταιρίας αποθετηρίων τίτλων και παρακολουθούνται με λογιστικές εγγραφές σ’ αυτά. Το αν η εγγραφή των μετοχικών δικαιωμάτων γίνεται σε υλικό σώμα (κατά κυριολεξία έγγραφο) ή σε ηλεκτρονικό μητρώο δεν αλλάζει το χαρακτήρα της μετοχής και τις έννομες σχέσεις που πηγάζουν απ’ αυτή. Ούτε βέβαια η κυκλοφοριακή αξία των μετοχών θίγεται. Και οι άυλες μετοχές αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο.

Από την άποψη αυτή, κρίσιμη για την αναγκαστική εκτέλεση, σε σχέση με την περιουσιακή αξία της μετοχής, είναι η ρευστοποίησή της, που επιτυγχάνεται στο χρηματιστήριο και όχι η μεταβίβαση της οποιοσδήποτε έννομης σχέσης, που ενσωματώνει αυτή, στον επισπεύδοντα δανειστή. Σημασία έχει ο χαρακτήρας της μετοχής, ως αξίας διαπραγματεύσιμης στο χρηματιστήριο και, ως εκ τούτου, ευχερώς ρευστοποιήσιμης σε οργανωμένη αγορά, στην οποία διαμορφώνεται η τιμή της μετοχής και όχι αν αυτή έχει υλική ή άυλη μορφή. Δηλαδή, ναι μεν το αντικείμενο της κατάσχεσης άυλων μετοχών δεν είναι υλικό, ο σκοπός, όμως, της αναγκαστικής εκτέλεσης συνίσταται στην ικανοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή από τη χρηματιστηριακή εκποίηση των κατασχομένων άυλων τίτλων.

Πρέπει, επομένως, στην κατάσχεση άυλων μετοχών να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του άρθρου 982 παρ. 1 περ. β του ΚΠολΔ, που αφορά κατάσχεση κινητών πραγμάτων στα χέρια τρίτου. Άλλωστε και το άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 2396/1996 παραπέμπει, όπως προαναφέρθηκε, στη διάταξη του άρθρου 967 ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται στη χρηματιστηριακή εκποίηση των αναγραφομένων στο δελτίο του χρηματιστηρίου αξιών πραγμάτων και βρίσκεται στο κεφάλαιο του ΚΠολΔ για την κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη.

Εξάλλου, η εφαρμογή των περιπτώσεων του άρθρου 982 παρ. I περ. α ΚΠολΔ δεν προσιδιάζει στις ανάγκες της αναγκαστικής κατάσχεσης άυλων τίτλων γιατί οι άυλες μετοχές δεν συνιστούν χρηματική απαίτηση ούτε απαίτηση για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητών. Αλλωστε, αν οι άυλες μετοχές εξισώνονταν με χρηματική απαίτηση, αυτό θα οδηγούσε στο άτοπο συμπέρασμα ότι ισοδυναμούν με νόμιμο χρήμα και μέσο πληρωμής. Οι άυλες μετοχές που πωλούνται χρηματιστηριακά, μετά την πώλησή τους, σε διάστημα τριών το πολύ εργασίμων ημερών εξακολουθούν να είναι καταχωρισμένες στο λογαριασμό της ημερίδας του πωλητή, με χειριστή εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, μέλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, η οποία, όμως, υποχρεούται να παραδώσει τις πωληθείσες μετοχές προς εκκαθάριση το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τη χρηματιστηριακή συναλλαγή, με βάση τις διατάξεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και επαπειλούνται διοικητικές κυρώσεις αν δε συμμορφωθεί στην υποχρέωσή της αυτή, πέρα από την αστική της ευθύνη (ΕφΑΘ 7258/2005 ΝΟΜΟΣ, βλ. Δ. Τσιμπανούλη. Η αναγκαστική κατάσχεση άυλων μετοχών, ΔΕΕ 8-9/2002.823).

Εξάλλου, με το άρθρο δε 58 I ν. 3994/2011 προστέθηκε στον ΚΠολΔ γενική διάταξη (991Α) σύμφωνα με την οποία διατάξεις των άρθρων 983 επ. εφαρμόζονται αναλόγως και όταν αντικείμενο της κατάσχεσης είναι κινητές αξίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, που τηρούνται σε άυλη μορφή και εκποιούνται σε χρηματιστήριο ή άλλη ρυθμιζόμενη αγορά που λειτουργεί στην ημεδαπή. Στην έννοια των κινητών αξιών περιλαμβάνονται και οι μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιριών, προσωπικών εταιριών και άλλων οντοτήτων, καθώς και πιστοποιητικά καταθέσεως αυτών, ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, αξιόγραφα εν γένει που προσφέρονται για επενδύσεις, ενώ στην έννοια των χρηματιστικών μέσων οι κινητές αξίες, τα μέσα χρηματαγοράς, τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και μια σειρά παράγωγων προϊόντων. Η κατάσχεση των ανωτέρω κινητών αξιών ή χρηματοπιστωτικών μέσων που τηρούνται σε άυλη μορφή, θεωρείται πλέον ρητά ως κατάσχεση πράγματος, που βρίσκεται στα χέρια τρίτου (991Α.2) μετά την κατάργηση του άρθρου 49 IV 2 ν. 2396/1996. τρίτος στα χέρια του οποίου πρέπει να επιβληθεί η κατάσχεση και επιδίδεται το σχετικό κατασχετήριο υπό τους όρους του άρθρου 983 νοείται σύμφωνα με το άρθρο 50 της απόφασης 3/304/10.6.2004 του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «Κανονισμός Λειτουργίας Συστήματος Άυλων Τίτλων», όπως ισχύει, ο χειριστής που ορίζεται στον εν λόγω Κανονισμό, κατ’ ουσία δηλαδή ο θεματοφύλακας που τηρεί (στο ΣΑΤ) τις σχετικές αξίες για τον παρακαταθέτη (καθου η κατάσχεση).

Σε ειδικές και μόνο περιπτώσεις νοείται ως τρίτο το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (ΚΑΑ), ήδη ο Διαχειριστής του ΣΑΤ με βάση τον ν. 3756/2009, που είναι η εταιρία «Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ» (ΕΧΑΕ). Ορθό δε είναι να γίνει δεκτό ότι το ΚΑΑ ενεργεί ως απώτερος θεματοφύλακας και τέταρτος σε σχέση με τον χειριστή του λογαριασμού. Το ΚΑΑ δεν έχει εκ του νόμου εξουσία διαθέσεως των άυλων μετοχών που είναι καταχωρισμένες στους λογαριασμούς της μερίδας του επενδυτή. Γνωρίζει όμως τους τελικούς δικαιούχους των άυλων μετοχών, καθόσον οι μετοχές τους είναι καταχωρισμένες στα αρχεία του ΚΑΑ, στη μερίδα ενός έκαστου. Από τον ΚΠολΔ δεν προκύπτει σαφώς υποχρέωση παροχής πληροφοριών από το ΚΑΑ, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί τρίτος, με τη στενή έννοια των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ. Ούτε είναι η γνωστοποίηση αυτών των στοιχείων στον επισπεύδοντα δανειστή προϋπόθεση για την κατάσχεση. Διευκολύνει όμως σημαντικά η ανακοίνωση των χειριστών λογαριασμών αξιών τη διαδικασία, διότι διαφορετικά, ο επισπεύδων δανειστής θα έπρεπε να επιδώσει το κατασχετήριο σε όλους τους χειριστές λογαριασμών – χρηματιστηριακές εταιρίες και τράπεζες – θεματοφύλακες – πράγμα το οποίο, περάν των εξόδων, ούτε τα συμφέροντα του ίδιου του οφειλέτη εξυπηρετεί (3483/2018 ΠΠΡ Αθ).

Ως προς τις προσωπικές εταιρίες (Ο.Ε., κλπ)

Σε αντίθεση µε όσα αναφέρθηκαν, η κατάσχεση εταιρικής συμμετοχής στις προσωπικές εταιρίες δεν επιτρέπεται, όπως άλλωστε ορίζεται και στο άρθρ. 982 παρ.2β ΚΠολΔ. Ωστόσο, το άρθρ. 262 του Ν. 4072/2012 , παρέχει τη δυνατότητα στους ατοµικούς δανειστές του εταίρου προσωπικής εταιρίας να ζητήσουν την έξοδό του από αυτή, ώστε να κατασχεθεί εις χείρας της εταιρίας η αξία της εταιρικής συμμετοχής. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται µόνον επικουρικά, όταν δηλαδή απέβη άκαρπη άλλη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Διαβάστε επίσης: Η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.). Χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα.

Η Αστική μη Κερδοσκοπική εταιρεία (ΑΜΚΕ). Χαρακτηριστικά και αντιμετώπιση νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Νέος πτωχευτικός και ρύθμιση οφειλών, πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία. Προυποθέσεις και διαδικασία πτώχευσης. [Ν 4738/2020]

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.