Υπάλληλος που προκαλεί την απόλυσή του δεν δικαιούται αποζημίωσης. [ΜονΕφΘεσ 1861/2019]

Μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση που καθορίζει τα όρια μέσα στα οποία ένας εργοδότης οφείλει να αποζημιώσει τον υπάλληλό του σε περίπτωση που τον απολύσει, εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο της Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση (1861/2019) κρίθηκε ότι είναι νόμιμη η μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης σε εργαζόμενο, αν ο ίδιος την προκάλεσε μη εκπληρώνοντας σκόπιμα και κακόβουλα τις συμβατικές του υποχρεώσεις προς τον εργοδότη του, έχοντας ως σκοπό του να τον εξαναγκάσει να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως κρίθηκε από το δικαστήριο, η εργοδότρια εταιρεία μπορεί να καταθέσει ένσταση για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους του μισθωτού, ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να του καταβάλλει την αποζημίωση.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, «όταν ο μισθωτός δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή εκπληρώνει αυτές κακόβουλα και συγκεκριμένα με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την αποζημίωση του Ν.2112/1920, στην οποία και μόνο αποβλέπει, τότε η ενάσκηση της αξίωσης για αποζημίωση λόγω απόλυσης ή η προβολή της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων του νόμου και η εντεύθεν αναγνώριση της υπερημερίας του εργοδότη περί την αποδοχή των υπηρεσιών προς αυτόν του ενάγοντος μισθωτού υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς μπορούν να αποκρουσθούν με την προβολή από τον εργοδότη της ένστασης για καταχρηστική άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων του μισθωτού, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 182/2008 δημ. Νόμος)».

Σύμφωνα εξάλλου με την απόφαση, για να αποδείξει ο εργοδότης την πρόθεση του υπαλλήλου του να προκαλέσει την απόλυσή του, καθοριστικής σημασίας είναι και οι τυχόν έγγραφες προειδοποιήσεις (εξώδικα) και συστάσεις που του έχει απευθύνει για την συμπεριφορά του. Αν ο εργαζόμενος κατ’ επανάληψη αγνοήσει τις προειδοποιήσεις του εργοδότη του, τότε «αυτή η εξακολουθητική παραγνώριση υποδηλώνει μια ευσυνείδητη και ενδεχομένως με απώτερα κίνητρα παραβατική συμπεριφορά» εκ μέρους του.

Η υπόθεση

Η συγκεκριμένη υπόθεση που εξέτασε το δικαστήριο αφορά σε πρώην, σήμερα, υπάλληλο ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος είχε προσληφθεί ως οδηγός εθνικών μεταφορών αλλά απολύθηκε. Μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ο ίδιος προσέφυγε στη Δικαιοσύνη (αλλά και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), υποστηρίζοντας ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έγινε χωρίς να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, αλλά και χωρίς να του καταβληθούν δεδουλευμένες αποδοχές, αποδοχές υπερεργασίας, αμοιβή παράνομων υπερωριών, δώρα εορτών, αποζημίωση για την εργασία του Σαββάτου και αποδοχές και επιδόματα αδείας.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με απόφαση του δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή του πρώην υπαλλήλου, υποχρεώνοντας έναν εκ των εργοδοτών του, να του καταβάλει το ποσά των 12490, 48 ευρώ και των 64138,35 ευρώ. Ωστόσο, απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα της αγωγής του υπαλλήλου για καταβολή επιπλέον ποσών για υπερωριακή εργασία, αποζημίωση για εργασία Σαββάτου, κ.ά.

Η υπόθεση έφτασε και σε δεύτερο βαθμό – στο Εφετείο – καθώς ο πρώην εργαζόμενος θεώρησε την απόφαση εσφαλμένη και ζήτησε να γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή του.

Το Εφετείο όμως δεν έκανε δεκτή την έφεση του πρώην υπαλλήλου, καθώς έκρινε ότι η πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλλε στην κρίση του και εκτίμησε ορθά τα στοιχεία της υπόθεσης.

Όπως κρίθηκε από το Εφετείο η εργοδότρια εταιρία είχε στείλει εξώδικο στον υπάλληλο της δυο φορές, προειδοποιώντας τον ότι δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του και ότι η συμπεριφορά του αυτή γεννά «ευλόγως – ερωτήματα αναφορικά με την (πραγματική) αιτία της».

Η εταιρεία επικαλούνταν περιστατικά, όπου ο εργαζόμενος είχε αρνηθεί αδικαιολόγητα να φορτώσει σε πλοίο καρότσα με εμπορεύματά με αποτέλεσμα το πλοίο να αναχωρήσει από το λιμάνι και η ίδια να εκτεθεί στους πελάτες της

Μάλιστα, η εταιρεία προειδοποιούσε τον υπάλληλο – που συνήθως δεν απαντούσε καν στα τηλεφωνά της – ότι αν συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά του τότε θα καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του χωρίς να του καταβάλλει αποζημίωση.

Από την πλευρά του ο εργαζόμενος υποστήριξε ότι οι εργοδότες του μεθόδευσαν αλλά και σκηνοθέτησαν τα παραπάνω περιστατικά, μετά την προσφυγή του στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων αποδοχών του, καθώς και την άρνηση του να εργάζεται υπερωριακά, λόγω και προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε.

Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός δεν έγινε δεκτός από το δικαστήριο, το οποίο εξετάζοντας τα στοιχεία της υπόθεσης, έκρινε ότι ο εν λόγω υπάλληλος «επιδίωξε την απόλυση του, έχοντας προαποφασίσει να αποχωρήσει από την εργασία του, λόγω του χρόνιου σοβαρού προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, το οποίο καθιστά αδύνατη την παροχή της εργασίας του».πηγήlawandοrder