Το Επικουρικό Κεφάλαιο και τα τροχαία ατυχήματα. Πότε υποχρεούται να αποζημιώσει τον τρίτο, και ποιες είναι οι προυποθέσεις της αποζημίωσης?

Με το νόμο 489/1976 συστάθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων» και συντετμημένα «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος (Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης), εδρεύει στη Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Μέλη του Επικουρικού Κεφαλαίου καθίστανται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν την ασφάλιση αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκίνητων, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν στην Ελλάδα την ασφάλιση με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, οι αλληλασφαλιστικοί συνεταιρισμοί που καλύπτουν τον αυτό κίνδυνο, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας εφόσον τα αυτοκίνητα τους εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ασφάλισης

Στην περίπτωση που κάποιο από τα εμπλεκόμενα οχήματα, δεν είναι ασφαλισμένο (είτε γιατί ο ιδιοκτήτης του αμέλησε να το ασφαλίσει είτε διότι έκλεισε η ασφαλιστική του εταιρεία), τότε το ΕΚ, αναλαμβάνει το ρόλο να καλύψει τις ζημιές που τυχόν προκλήθηκαν από υπαιτιότητα του ανασφάλιστου οδηγού. Το ΕΚ καλύπτει μόνο τις ζημιές που σχετίζονται με τις υποχρεωτικές καλύψεις (Αστική Ευθύνη για Υλικές Ζημιές και Σωματικές Βλάβες) και όχι ζημιές που σχετίζονται με τις προαιρετικές καλύψεις (π.χ. Κλοπή). Μετά την καταβολή αποζημίωσης στον αναίτιο οδηγό, το ΕΚ στη συνέχεια θα στραφεί κατά του ανασφάλιστου οδηγού για να πάρει από αυτόν όποιο ποσό κατέβαλε ως αποζημίωση. Αν όμως το όχημα ήταν ασφαλισμένο σε Ασφαλιστική Εταιρεία που έκλεισε και δεν είχε περάσει 1 μήνας από την ημέρα που έκλεισε μέχρι την ημέρα του ατυχήματος, τότε το ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ δεν δικαιούται να κυνηγήσει τον ανασφάλιστο οδηγό.

Πότε όμως το ΕΚ είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή βλάβης ή υλικών ζημιών από αυτοκινητιστικά ατυχήματα? Όταν:

  1. «ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΥΠΕΧΕΙ ΕΥΘΥΝΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΥΤΗ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΥΛΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ».

Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία παραμένει άγνωστο το υπεύθυνο πρόσωπο που προκάλεσε το ατύχημα. Πρόσωπα υπεύθυνα από το νόμο είναι ο κύριος, ο κάτοχος, και ο οδηγός, Στην προκειμένη περίπτωση, αν και καταβλήθηκε η συνήθης στις συναλλαγές επιμέλεια, π.χ έρευνες των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων για την αναζήτηση και τον εντοπισμό των αγνώστων στοιχείων υπευθύνων, κανείς από τους τυχόν παρευρισκόμενους δεν συγκράτησε τον αριθμό του ζημιογόνου αυτοκινήτου, δεν κατέστη δυνατή η εξακρίβωση κανενός από τους υπόχρεους από το νόμο (κύριος, κάτοχος, οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου).Για την πληρότητα της αγωγής του πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί τα παραπάνω στοιχεία και τον νόμιμο λόγο ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου, δηλαδή να επικαλεσθεί ότι συντρέχει η συγκεκριμένη περίπτωση της ευθύνης. Διαφορετικά, ελλείψει των στοιχείων αυτών, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.

Περιπτώσεις που θεμελιώνεται η ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου από «άγνωστο οδηγό» είναι και οι παρακάτω:

α) Όταν από άγνωστο αυτοκίνητο έπεσαν στο οδόστρωμα «λάδια» (από το δοχείο ελαίων), από τα οποία διήλθε το επερχόμενο μοτοποδήλατο και ανατράπηκε, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμού του οδηγού του, ο οποίος συνήθως θα βαρύνεται με συντρέχουσα υπαιτιότητα, συνισταμένη στο ότι ο οδηγός οχήματος πρέπει να υπολογίζει σε τέτοιο ενδεχόμενο και θα πρέπει οδηγώντας συνετά να είναι σε θέση ώστε με τις κατάλληλες ενέργειες να αντιδρά αναλόγως. Όμως «η συνήθης αυτή συντρέχουσα υπαιτιότητα» του παθόντος οδηγού έρχεται σε προφανή αντίθεση με την αρχή της εμπιστοσύνης που ισχύει στο σύγχρονο οδικό δίκαιο, κατά την οποία, κάθε οδηγός και μετέχων κανονικά στην κυκλοφορία επί οδού, δικαιούται να αναμένει ότι και οι λοιποί οδηγοί – χρήστες της οδού θα κινούνται ομοίως σύννομα. Και δεν είναι υποχρεωμένος ο κάθε οδηγός να προβλέπει συνεχώς και την ενδεχομένως παράνομη οδική συμπεριφορά των υπολοίπων οδηγών, πολύ δε περισσότερο, να προβλέπει συμπεριφορές οδηγών που αποκλίνουν κατά τρόπο προφανή και ακραίο από το επιβαλλόμενο μέτρο της σύννομης και συνετής οδήγησης.

β) Όταν το ζημιογόνο αυτοκίνητο φέρει πλαστό αριθμό κυκλοφορίας ή αν ο αριθμός κυκλοφορίας του που συγκρατήθηκε από το θύμα είναι μεν γνήσιος, όμως μετά από έρευνα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών προέκυψε ότι ανήκει σε άλλο αυτοκίνητο από το οποίο έχει αφαιρεθεί, ή αν ο οδηγός έδωσε εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία του ίδιου ή του αυτοκινήτου.

γ) Όταν μεταξύ της υπαίτιας πράξης του αγνώστου οδηγού και της ζημίας του τρίτου που αυτόβουλα διακινδύνευσε υφίσταται αιτιώδης συνάφεια που ήταν ικανή να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, δηλαδή τον τραυματισμό του τελευταίου. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση που ο υπαίτιος αγνώστων στοιχείων οδηγός παρασύρει ανήλικο πεζό τον οποίο εγκατέλειψε στο μέσο του οδοστρώματος της οδού με τον επικείμενο κίνδυνο να τραυματιστεί βαρύτατα ή να θανατωθεί από τα επερχόμενα αυτοκίνητα. Στη συνέχεια ο διερχόμενος τρίτος, ο οποίος κινούμενος από ηθική υποχρέωση και εκδήλωση κοινωνικής αλληλεγγύης, αποκαλούμενος <Σαμαρείτης> προς τον συνάνθρωπο του, που κινδυνεύει κατ΄ επιταγή του νόμου, εισέρχεται στο οδόστρωμα αυξημένης κίνησης της οδού για να προσφέρει βοήθεια και προσπαθεί με κινήσεις των χεριών του να καταστήσει γνωστό στους άλλους οδηγούς ότι υπάρχει ανάγκη να σταματήσουν, για να σώσει το ανήλικο παιδί, που τελικά σώνεται. Στην προσπάθεια του αυτή ο τρίτος τραυματίζεται από άλλο διερχόμενο αυτοκίνητο, του οποίου ο οδηγός κρίθηκε ανυπαίτιος.

δ) Όταν προκληθεί τροχαίο ατύχημα από αυτοκίνητο με πινακίδες κυκλοφορίας ξένου κράτους που δεν μπορεί να προσδιορισθεί ακριβώς (π.χ 4 – GT –1429) και οδηγείται από άγνωστο πρόσωπο, το οποίο εγκαταλείπει τον τόπο του ατυχήματος και δεν ανευρίσκεται, υπεύθυνο είναι το Επικουρικό Κεφάλαιο, και όχι το Γραφείο Διεθνούς Ασφαλίσεως.

ε) Όταν σε ατύχημα, στην προκειμένη περίπτωση θανατηφόρο, που οφείλεται στην συγκλίνουσα υπαιτιότητα ή αμέλεια δύο αυτοκινήτων, από τα οποία ο οδηγός του ενός είναι άγνωστος, ενώ του άλλου είναι γνωστός, το οποίο μπορεί να είναι ασφαλισμένο, θεμελιώνεται κατά νόμο ευθύνη του επικουρικού κεφαλαίου. Και τούτο διότι ο αποκλεισμός της ευθύνης του, για το λόγο ότι είναι γνωστά τα ευθυνόμενα πρόσωπα του άλλου αυτοκινήτου, δεν συνάγεται από το νόμο. Τούτο προϋποθέτει σαφή νομοθετική καθιέρωση αυστηρής επικουρικής ευθύνης. Συνεπώς ο επικουρικός χαρακτήρας της ευθύνης του επικουρικού κεφαλαίου δεν επιδρά στα δικαιώματα του ζημειωθέντος τρίτου, ούτε σε βάρος του αδικοπραγήσαντα συνυπαιτίου, του οποίου η ευθύνη δεν επαυξάνεται, αλλά θα συνεχίσει να κατανέμεται εσωτερικά με τον μηχανισμό της αναγωγής, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του στο ατύχημα.

  1. «ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΠΡΟΗΛΘΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΚΠΛΗΡΩΘΕΙ Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ»

Ο κύριος, κάτοχος του αυτοκινήτου που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, επί της οδού, υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη.

α) Υποχρεωτικά ασφαλισμένη την αστική τους ευθύνη πρέπει να έχουν α) ο κύριος, β) ο κάτοχος, γ) ο κάθε οδηγός, δ) ο προστηθείς στην οδήγηση, ε) υπεύθυνος του ασφαλισμένου αυτοκινήτου.

β) η ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να καλύπτει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξ αιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών έναντι των μελών τη οικογένειας του ασφαλισμένου οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται ασφαλιστικά, ανεξάρτητα από δεσμό συγγένειας Υποχρεωτικά ασφαλισμένοι είναι πλέον και οι επιβαίνοντες».

γ) Οι επιβαίνοντες σε ανασφάλιστο αυτοκίνητο έχουν ευθεία αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, εκτός αν το τελευταίο αποδείξει ότι το πρόσωπο που επιβιβάστηκε με τη θέληση του γνώριζε ότι το όχημα δεν ήταν ασφαλισμένο.

Ανασφάλιστο είναι το ζημιογόνο αυτοκίνητο του οποίου ο κύριος ή ο κάτοχος του ή υπεύθυνος του δεν έχει καλύψει με ασφάλιση την από την κυκλοφορία του έναντι τρίτων αστική ευθύνη. Δηλαδή δεν καταρτίστηκε ποτέ νομότυπα σύμβαση ασφαλίσεως του αυτοκινήτου. Στην περίπτωση αυτή ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την αποζημίωση που προβλέπεται λόγω θανάτωσης, σωματικών βλαβών, ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα. Για το ορισμένο της αγωγής του ο ενάγων αρκεί να ισχυριστεί ότι το ατύχημα προκλήθηκε από ανασφάλιστο αυτοκίνητο και δεν απαιτείται η αναφορά κάποιου άλλου στοιχείου, δηλ. δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύει ποια από τις περιπτώσεις συντρέχει, δηλ. αν η σύμβαση ασφάλισης που υπήρχε στο παρελθόν ακυρώθηκε λόγω καταγγελίας από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, ή αν πτώχευσε ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του, ή αν το ατύχημα έλαβε χώρα μετά πάροδο 16 ημερών από της γνωστοποιήσεως επί ακυρώσεως, λήξεως ή αναστολής από τον ασφαλιστή, και τούτο διότι in concreto κατά πάσα εκδοχή, είτε ως διάδοχος είτε ως ασφαλιστής ανασφαλίστου υπέχει ευθύνη αποζημιώσεως και οποιαδήποτε περίπτωση και αν συντρέχει το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.

Υπεύθυνο από το νόμο είναι το επικουρικό κεφάλαιο και στην περίπτωση προκλήσεως ατυχήματος από ζημιογόνο αυτοκίνητο που δεν έχει άδεια κυκλοφορίας και κρατικές πινακίδες για οποιοδήποτε λόγο, διότι η υποχρέωση του ιδιοκτήτη ή του κατόχου του γεννάται από την στιγμή που το αυτοκίνητο θα τεθεί για πρώτη φορά σε κυκλοφορία επί της οδού, και έκτοτε αρχίζει για τους τρίτους ο κίνδυνος προκλήσεως ζημιών.

Τι γίνεται σε περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από οδηγό που δεν έχει δίπλωμα ή είναι μεθυσμένος:

Σε περίπτωση εμπλοκής σε ατύχημα με οδηγό που δεν έχει δίπλωμα ή είναι μεθυσμένος, υπόχρεο αποζημίωσης δεν είναι το ΕΚ, αλλά αντίθετα η ασφαλιστική εταιρεία του υπαιτίου, η οποία οφείλει να αποζημιώσει κανονικά όλες τις προκληθείσες ζημιές. Η μόνη διαφοροποίηση είναι ότι μετά την καταβολή της αποζημίωσης στον δικαιούχο, η Ασφαλιστική Εταιρεία, έχει αναγωγικό δικαίωμα να στραφεί κατά του μεθυσμένου ή χωρίς δίπλωμα πελάτης της και να διεκδικήσει από αυτόν όποιο ποσό ήδη κατέβαλε.

Εντούτοις μόνον το γεγονός ότι κάποιος οδηγός δεν έχει δίπλωμα ή οδηγούσε μεθυσμένος δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι είναι υπεύθυνος για την πρόκληση του ατυχήματος. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα Δικαστήρια θεώρησαν ότι από τις συνθήκες του ατυχήματος προέκυψε ότι η σύγκρουση προκλήθηκε από τον άλλο (δηλαδή από τον νηφάλιο ή με κανονικό δίπλωμα) οδηγό και η μέθη ή η έλλειψη διπλώματος δεν συνέβαλαν στην πρόκληση του ατυχήματος!