Σύμβαση εγγύησης και ευθύνη εγγυητή.

Κατά το άρθρο 847 ΑΚ εγγύηση είναι, η σύμβαση, δυνάμει της οποίας ένα τρίτο πρόσωπο, που ονομάζεται εγγυητής, αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Συγκεκριμένα, ο εγγυητής ευθύνεται για την εξόφληση του χρέους του προσώπου υπερ του οποίου εγγυάται, που ονομάζεται πρωτοφειλέτης, με όλη την περιουσία του. Πρέπει, επίσης να επισημανθεί ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση εγγύησης (η οποία υπάγεται στη γενική παραγραφή του ΑΚ, ήτοι στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή) επηρεάζει και τους συγγενείς ή κληρονόμους των εγγυητών. Κατά το άρθρο 851 ΑΚ «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος, ή της υπερημερίας, του πρωτοφειλέτη».

Κατά δε το άρθρο 862 ΑΚ «ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφ όσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Με την διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Η εφαρμογή της δεν αποκλείεται από τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το, κατ’ άρθρο 955 ΑΚ, δικαίωμα της δίζησης, το δικαίωμα δηλαδή που έχει ο εγγυητής να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής προς τον δανειστή, ωσότου ο τελευταίος επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη.

Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του δικαιώματος της ελευθέρωσης, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο, ή βαριά αμέλεια, του τελευταίου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 ΑΚ, είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει, ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο, ή βαριά αμέλεια.

Στον τραπεζικό δανεισμό, ο εγγυητής ευθύνεται μέχρι του ποσού της κυρίας οφειλής (της πίστωσης), για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για άλλες απαιτήσεις από μεταγενέστερη σύμβαση. Εκτός αν εγγυήθηκε και για την εκπλήρωση και της μεταγενέστερης σύμβασης, ή αυτή δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος (με την ιδιότητα του εγγυητή) στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρι όμως του ποσού της πίστωσης της αρχικής βασικής σύμβασης, ή και των πρόσθετων στη συνέχεια συμβάσεων (όλων ή μερικών), εφ όσον και αυτές τις εγγυήθηκε, αποδέχθηκε, δηλαδή, να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλυτέρου κάθε φορά χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του οφειλέτου, προερχομένου από τη λειτουργία της σύμβασης .

Είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση δίζησης των άρθρων 855 και 857 ΑΚ, όπως και κατά κόρον συμβαίνει στις τραπεζικές συμβάσεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 855 και 857 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 847, 849, 851 ΑΚ, συνάγεται ότι, αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση της δίζησης και ιδίως, αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης, δεν δημιουργείται μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτη παθητική σε ολόκληρον ενοχή, καθ όσον η πιο πάνω παραίτηση δεν θίγει τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ενοχής από την εγγύηση είναι όμως έγκυρη η συμφωνία ευθύνης σε ολόκληρον του εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη.

Η σύμβαση εγγύησης, που συνάπτεται μεταξύ εγγυητή και δανειστή, διαφέρει από την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγγυηθεί το υφιστάμενο, ή μελλοντικό, χρέος του οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που είναι ανεξάρτητη της κυρίας σύμβασης της εγγύησης, δεν υπόκειται στον έγγραφο συστατικό τύπο, δημιουργεί ενοχικό δεσμό μόνο μεταξύ του τρίτου και του οφειλέτη, και σε άρνηση του τρίτου να προβεί στην υποσχεθείσα εγγύηση υπέχει υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας του οφειλέτη.

Κάθε εγγυητής, θα πρέπει να γνωρίζει ότι βάσει νόμου, έχει δικαιώματα, και ανάλογα την περίπτωση μπορεί να επιλέξει την υπερασπιστική του γραμμή. Άλλωστε ο εγγυητής δανείου προστατεύεται από τις διατάξεις του νόμου περί Προστασίας Καταναλωτή όπως προκύπτει από το άρθρο 1 παράγραφος 4 του ν.2251/1994. Πολλές συμβάσεις πάσχουν ελαττωμάτων. Ενδεικτικά  μερικές περιπτώσεις  που αποτελούν λόγο δυνητικής ακύρωσης μιας σύμβασης εγγύησης ή δικαστικής δικαίωσης ενός εγγυητή είναι οι ακόλουθοι:

-δόλος για εξαπάτησή του κατά την υπογραφή της σύμβασης,

-καθυστέρηση στη λήψη μέτρων κατά του οφειλέτη,

– υπέρογκοι τόκοι συναλλαγής ή άλλοι καταχρηστικοί όροι,

-απόκρυψη από τον εγγυητή ουσιωδών περιστατικών ή στοιχείων για τη κατάσταση του πρωτοφειλέτη ή των υποχρεώσεών του

-η μη έγκαιρη ενημέρωση για την πορεία αποπληρωμής του δανείου και την φερεγγυότητα του οφειλέτη

-πλάνη μεταξύ βούλησης και δήλωσης κατά την υπογραφή.