Πενταετής παραγραφή οφειλών καταναλωτών προς ΕΥΔΑΠ ΑΕ. [ΜΠρΙωαννίνων 55/2023].

Οι αξιώσεις της Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε., ως ανώνυμης εταιρείας, που λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών (ν. 2190/1920, 2414/1996) και, συμπληρωματικά, από τις διατάξεις του ν. 1068/1980, υπόκεινται, ως αξίωση προσώπου που έχει την ιδιότητα του εμπόρου (αρ. 1 Ν.2190/1920 και ήδη αρ. 1 Ν. 4548/2018) στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 1 Α.Κ.

Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 ν. 1068/1980, που προβλέπει για τη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων της Ε.ΥΔ.Α.Π. την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τα δημόσια έσοδα, δεν αρκεί προκειμένου να μετατρέψει τον εν γένει χαρακτήρα των εσόδων της ΕΎΔ.Α.Π. σε δημόσια έσοδα, για τον λόγο και μόνον ότι παρεμβάλλεται η διοικητική διαδικασία προς είσπραξή τους, ώστε να εφαρμοστούν επί αυτών οι ουσιαστικού δικαίου περί παραγραφής διατάξεις υπέρ του Δημοσίου, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις δικονομικές και όχι τις ουσιαστικές διατάξεις, αφού δεν αναφέρεται ρητώς σ΄ αυτές. Επομένως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου των άρθρων 86-89 Ν. 2362/1995 και ήδη των άρθρων 136-139 Ν. 4270/2014 που είναι αναμφισβήτητα διατάξεις των ουσιαστικού δικαίου.

Απόσπασμα Απόφασης

Κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 85 παρ. 5 του νέου Κ.Ε.Δ.Ε. ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο Ν.4978/2022, ΦΕΚ A 190/07.10.2022): «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βάσιμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου».

Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ’ ου (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι’ αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός αυτής δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές, που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου. Το κατά τα άρθρα 73 και 75 του ΚΕΔΕ αρμόδιο δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα του τίτλου, καθώς και αν από τα έγγραφα που συγκροτούν αυτόν αποδεικνύεται ή πιθανολογείται η (βέβαιη και εκκαθαρισμένη) απαίτηση, δηλαδή ο προσδιορισμός της κατά ποσό, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση με τη διοικητική εκτέλεση. Οι από το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ λόγοι ανακοπής είναι απεριόριστοι, υπό την έννοια ότι οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης (δημόσιου εσόδου), της βεβαιωτικής διαδικασίας και γενικά του φερόμενου ως νόμιμου τίτλου, της ατομικής ειδοποίησης, του εντάλματος προσωπικής κράτησης κ.λπ. δύναται να αποτελέσει λόγο της ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ (ΑΠ 1405/2021, ΑΠ991/2019, ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1549/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 94 του Συντάγματος, 1 παρ. 2 περ. ια’ του ν. 1406/1983 και 1 και 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2725/1999) προκύπτει ότι δικαιοδοσία προς κρίση επί της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ έχουν τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον η υποκείμενη σχέση, επί της οποίας ερείδεται ο κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ αποτελών το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης νόμιμος τίτλος, εδράζεται σε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η παρεμβολή της διοικητικής, δηλαδή, διαδικασίας και η είσπραξη της απαίτησης από τα δημόσια ταμεία δε μεταβάλλει στις περιπτώσεις αυτές τη νομική φύση της διαφοράς ως διαφοράς ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 8/1989 ΕλλΔνη 1989.1148, ΑΠ 991/2019, ΑΠ 1524/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η επί της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ ανοιγόμενη δίκη, εξάλλου, δεν είναι δίκη περί την εκτέλεση, τούτο δε ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις προσβολής ατομικής ειδοποίησης, καθόσον η ατομική ειδοποίηση, που αποστέλλεται μετά την πράξη της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους προς τον οφειλέτη, δεν ισοδυναμεί νομικώς προς επιταγή προς πληρωμή και δεν αποτελεί διοικητική πράξη εκτέλεσης (ΔΕφΠειρ2707/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπεία των ανωτέρω, αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δεν είναι αναγκαίως το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου της εκτέλεσης (βλ. άρθρο 73 παρ. 2 ΚΕΔΕ), αλλά το κατά τις γενικές περί ανακοπών διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 583-585) αρμόδιο δικαστήριο (βλ. σχετ. ΑΠ 1245/2010 ΕλλΔνη 2011.1037, ΜονΕφΘεσ 475/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ανακοπή κατ’ άρθρο 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ υπάγεται, πλην αντιθέτου ορισμού, στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα κατά τις κοινές διατάξεις και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΕφΠειρ 466/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΑΘ 1288/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα αρ. 583 αριθ. 9, σελ. 1085).

Με τον Ν. 1068/1980 συστήθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (Ε.ΥΔ.Α.Π.)» ως ανώνυμη εταιρεία, ήτοι ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκοντας εξ ολοκλήρου στο Κράτος και λειτουργώντας χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Κατά το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 1068/1980, για τη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων της ΕΥΔΑΠ εφαρμόζονται αναλόγως οι περί δημοσίων εσόδων εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και ενεργούνται αυτές από όργανα της εταιρίας. Ακολούθως με τον ν. 2744/1999 και σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού η Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε. διέπεται από τις διατάξεις του Κ.Ν 2190/1920, του Ν. 2414/1996 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 1068/1980 και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων. Όμως και μετά την ισχύ του ν. 2744/1999 το προεκτεθέν καθεστώς που ρυθμίζει το δικαίωμα της Ε.ΥΔ.Α.Π. ως προς τη διαδικασία είσπραξης των οφειλών προς αυτή, κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, εξακολουθεί να ισχύει, εφόσον ο νεότερος νομοθέτης δεν προέβη σε κατάργηση ή αντικατάσταση της σχετικής ρύθμισης (11 παρ. 4 Ν 1068/1980), ενώ αντίθετα όπου θέλησε να καταργήσει ή να αντικαταστήσει διατάξεις του πιο πάνω νόμου 1068/1980 το διέλαβε ρητά στο νέο νομοθέτημα (άρθρα 1 παρ. 13, 3 παρ.1 και 3 του ν. 2744/1999, βλ. για τα ανωτέρω ΕφΠειρ 93/2008, ΜονΠρωτΑθ 868/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση οι 2ος, 3ος, 4ος και 5ος των ανακοπτόντων με την κρινόμενη ανακοπή τους, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις τους ως προς επουσιώδη στοιχεία της ιστορικής της βάσης (άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ), ζητούν, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, να ακυρωθεί η από 1-6-2021 και με αριθμό ΚΕΔΕ Α/. ταμειακή βεβαίωση- ανάλυση ληξιπρόθεσμων τιμολογίων της καθ’ ης ανώνυμης εταιρείας που αφορά οφειλή από υδροληψία ακινήτου συνιδιοκτησίας των 2ου και 3ου αυτών και του αποβιώσαντος δικαιοπάροχου των 4ου και 5ου αυτών, κατά το ποσό των 24.405,68 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να ακυρωθεί η ως άνω προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση στο σύνολό της.

Με το περιεχόμενο αυτό, η ένδικη ανακοπή, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, επειδή, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υποκείμενη σχέση όπου ερείδεται ο νόμιμος τίτλος του άρθρου 2 παρ.2 του ΚΕΔΕ, δηλαδή η σύμβαση παροχής ύδρευσης και αποχέτευσης από την οποία απορρέουν οι αξιώσεις της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (αρ. 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 22, 584 κα 585 ΚΠολΔ, 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 1068/1980). Επιπλέον, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, αφού εν προκειμένω δεν υφίσταται αρξαμένη εκτέλεση και νομότυπα, δεδομένου ότι αντίγραφο αυτής έχει κοινοποιηθεί στην καθ΄ ης η οποία νομιμοποιείται παθητικά ως διάδικος στην προκείμενη δίκη (βλ. την υπ’αριθ. .Γ/6-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, .). Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Με τα άρθρα 247, 250 περ. 1, 5, 251 και 253 του ΑΚ, καθιερώνεται πενταετής παραγραφή, μεταξύ άλλων, και για τις αξιώσεις των εμπόρων για χορήγηση εμπορευμάτων και την εκτέλεση εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται, καθώς και για τις αξιώσεις όσων ασκούν κατ’ επάγγελμα την παροχή υπηρεσιών, για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους, η οποία άρχεται από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους (ΑΠ 792/2018, ΑΠ 248/2014, ΑΠ 134/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αξιώσεις της Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε., ως ανώνυμης εταιρείας, που λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών (ν. 2190/1920, 2414/1996) και, συμπληρωματικά, από τις διατάξεις του ν. 1068/1980, υπόκεινται, ως αξίωση προσώπου που έχει την ιδιότητα του εμπόρου (αρ. 1 Ν.2190/1920 και ήδη αρ. 1 Ν. 4548/2018) στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 1 Α.Κ, δεδομένου επίσης ότι τα τέλη και οι, εν γένει, χρεώσεις προς τους καταναλωτές των υπηρεσιών της επιβάλλονται στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, για παρεχόμενες υπηρεσίες υδρεύσεως και αποχετεύσεως και για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων και δαπανών.

Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 ν. 1068/1980, που προβλέπει για τη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων της Ε.ΥΔ.Α.Π. την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τα δημόσια έσοδα, δεν αρκεί προκειμένου να μετατρέψει τον εν γένει χαρακτήρα των εσόδων της ΕΎΔ.Α.Π. σε δημόσια έσοδα, για τον λόγο και μόνον ότι παρεμβάλλεται η διοικητική διαδικασία προς είσπραξή τους, ώστε να εφαρμοστούν επί αυτών οι ουσιαστικού δικαίου περί παραγραφής διατάξεις υπέρ του Δημοσίου, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις δικονομικές και όχι τις ουσιαστικές διατάξεις, αφού δεν αναφέρεται ρητώς σ΄ αυτές. Επομένως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου των άρθρων 86-89 Ν. 2362/1995 και ήδη των άρθρων 136-139 Ν. 4270/2014 που είναι αναμφισβήτητα διατάξεις των ουσιαστικού δικαίου. Άλλωστε, οι διατάξεις αυτές ρυθμίζουν την παραγραφή των ταμειακώς βεβαιωμένων απαιτήσεων και όχι των απαιτήσεων κατά το διάστημα από τη γέννηση μέχρι και τη βεβαίωσή τους και συνεπώς κατά τον χρόνο διενέργειας της εν στενή έννοια βεβαιώσεως προϋποτίθεται ότι δεν έχει ήδη συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή του ΑΚ, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της τυχόν διακοπής ή αναστολής της (βλ. για τα ανωτέρω ΕφΑΘ 4336/1999 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΓνωμΝΣΚ 4/2018, ΠολΠρωτΤρικ 24/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι οι ένδικες οφειλές που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 2-11-2007 έως 4-11-2014 και οι οποίες περιέχονται και καταχωρίσθηκαν από την καθ΄ ης στην προσβαλλόμενη από 1-6-2021 ταμειακή βεβαίωση, με αύξουσα σειρά από «1» έως και «32» όπως αυτές αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο, έχουν υποπέσει σε παραγραφή και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση κατά τα αντίστοιχα ποσά, ύψους 10.250,39 ευρώ (κύριες οφειλές) και 14.155,29 ευρώ (τόκοι, προσαυξήσεις κλπ.) και συνολικού ύψους 24.405,68 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της καθ’ ης περί εφαρμογής της κατ’ άρθρο 249 ΑΚ εικοσαετούς παραγραφής άλλως της μη αφετηρίασης της παραγραφής πριν την ταμειακή βεβαίωση των ένδικων απαιτήσεων κατ’ άρθρο 136 Ν. 4270/2014. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ, «η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της». Με τη θεμελιακή αυτή διάταξη καθορίζονται οι προϋποθέσεις έναρξης της παραγραφής, οι οποίες είναι η γέννηση της αξίωσης και το εναγώγιμό της, δηλαδή το δικαστικά επιδιώξιμο αυτής, που πρέπει να συρρέουν αθροιστικά. Η αξίωση θεωρείται γεννημένη με τη συμπλήρωση-συντέλεση των γεγονότων που συνιστούν τους όρους ύπαρξης του δικαιώματος από το οποίο απορρέει αυτή και, σε κάθε περίπτωση, αφότου δημιουργηθεί κατάσταση που είναι αντίθετη με το δικαίωμα. Απαιτείται επιπροσθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η αξίωση να είναι δικαστικά επιδιώξιμη (εναγώγιμη), γιατί μπορεί αυτή να γεννηθεί, αλλά από διάφορα κωλύματα να μην είναι δυνατή η σε δίκη καταγωγή της. Η δυνατότητα άσκησης της αξίωσης αποκλείεται μόνο από την ύπαρξη νομικών και όχι πραγματικών κωλυμάτων. Νομικά κωλύματα υπάρχουν, όταν, είτε από τον νόμο (π.χ. 1858 ΑΚ) είτε με τη βούληση του δικαιούχου, ο υπόχρεος δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της αξίωσης για ορισμένο χρονικό διάστημα από τη γέννησή της, λόγω συμφωνημένης αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας, η οποία έχει ως αναγκαίο, κατά νόμο, αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης για ορισμένο χρόνο, με συνέπεια να μην τρέχει η παραγραφή.

Τα πραγματικά κωλύματα, δηλαδή γεγονότα που αναφέρονται σε ανωτέρα βία (αιχμαλωσία, πολιορκία πόλης, επιδημική αρρώστια κ.α.), ακόμα κι αν καθιστούν αδύνατη την άσκηση της αγωγής δε λαμβάνονται υπόψη, αλλά αναστέλλουν την παραγραφή υπό τους όρους του άρθρου 255 ΑΚ, δηλαδή αν συνέπεσαν στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Για την έναρξη της παραγραφής δεν ασκεί επιρροή η άγνοια της αξίωσης από τον δικαιούχο ή η άγνοια από αυτόν του προσώπου κατά του οποίου αυτή απευθύνεται (πλην όπου τούτο ορίζεται ρητά στο νόμο) ή η καλή πίστη του καθ’ ου η αξίωση (ΑΠ 292/2021, ΑΠ 621/2019, ΑΠ 901/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 255, 257 και 279 του ΑΚ, συνάγεται ότι η παραγραφή των αξιώσεων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος α) εμποδίστηκε, μεταξύ άλλων, και από λόγο ανώτερης βίας, να ασκήσει το δικαίωμά του κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής και β) μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της, απετράπη με δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου από την άσκηση της. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο δόλος δεν είναι ανεκτός, ενώ ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο θεωρείται το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 1738/1980, ΑΠ 344/2021, ΑΠ 1984/2017, ΑΠ 171/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν όψει των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, ενώ παρέλκει κατόπιν αυτού η εξέταση του επικουρικά προβαλλόμενου δεύτερου λόγου. Ακολούθως, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να ακυρωθεί ως προς τους 2°, 3°, 4° και 5° των ανακοπτόντων η προσβαλλόμενη από 1-6-2021 και με αριθμό ΚΕΔΕ Α/. ταμειακή βεβαίωση-ανάλυση ληξιπρόθεσμων τιμολογίων της Υπηρεσίας Αναγκαστικών Εισπράξεων, της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων της καθ’ ης ως προς τις κύριες οφειλές ύψους 10.250,39 ευρώ και τόκους – προσαυξήσεις επ’ αυτών ύψους 14.155,29 ευρώ, συνολικού ποσού 24.405,68 ευρώ, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες στο χρονικό διάστημα από 19-3-2008 έως 5-12-2014, όπως αναλυτικά προηγουμένως αναφέρθηκαν. πηγή dsanet

Διαβάστε επίσης: Διαγραφή χρεών από ασφαλιστικές εισφορές λόγω 10 ετούς παραγραφής [ΜονΔΠρΑθ 4268/2022]

Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου. Πότε παραγράφονται τα χρέη και οι απαιτήσεις?

Απόρριψη αγωγής της ΔΕΔΔΗΕ για ρευματοκλοπή [ΕιρΠατρ 183/2022].

Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών. Διαγράφηκαν οφειλές 436,2 εκατ. προς τράπεζες και Δημόσιο.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.