Ανακοπή κατά δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού. Ακύρωση πλειστηριασμού λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την Τράπεζα [623 /2023 ΜΠρΚαβάλας].

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όμως, µόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και µε άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του.

Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου µε τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/ΖΟΟ4). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, µε αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική.

Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλόμενων. επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες.

Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις  αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης µε τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να απαγορεύεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1352/2011, ΕφΛαρ 1712017 ΤΝΠ Νόµος).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία µμεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (Ολ. ΑΠ 1212009, Ολ. ΑΠ 4912005, ΑΠ 26112017, ΑΠ 124812010, ΑΠ 340/2006, ΜονΠρΠειρ 123212022, ΜΠρΚορινθ 1112020. ΤΝΠ Νόμος).

Απόσπασμα απόφασης

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ……………….. του ……………….., κατοίκου Καβάλας, µε ΑΦΜ ……………….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μάριου Μαλαµίδη (Δ.Σ. Καβάλας), ο οποίος κατέθεσε σημείωμά και προκατάβαλε τις εισφορές, που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013, δυνάμει του υπ’ αρ. Κ008……/…..-12-2023 γραμματίου είσπραξης του Δ. Σ. Καβάλας.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμής τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………..» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, µε ΑΦΜ ……………….., ως ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας µε την επωνυμία «………………..» σύμφωνα με την υπ’ αρ. ……………….. απόφαση της ΕΜΕ (Επιτροπή Μέσων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος) που νόμιμα δημοσιεύθηκε στο υπ’ αρ. ……………….. τεύχος ΦΕΚ, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, δυνάμει του υπ’ αρ. ……………….. πληρεξουσίου της συµβολαιογράφου Αθηνών ………………..α. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ……………….., ο οποίος κατέθεσε σημείωμα και προκατέβαλε τις εισφορές, που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013, δυνάμει του υπ’ αρ. ………………../..-12-2023 γραμματίου είσπραξης του Δ. Σ. Καβάλας.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

Σύμφωνα µε το άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά µε το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015- ΦΕΚ Α’ 87 και ισχύει από την 1η…1-2022, σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 120 Ν. 48421 2021 – ΦΕΚ Α’ 190), εάν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού δύο μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημέρα αυτή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών μερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου κάθε δανειστής εφ’ όσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό. Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, εάν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη. Εάν ο δανειστής αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων.

Κατά την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 69 του ν. 484212021 (ΦΕΚ Α’ 19012021) και ισχύει από 1-1-2022, αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της κατά την παράγραφο 1 ανάρτησης. Ειδικότερα, οι λόγοι της μπορεί να αφορούν την απαίτηση του δηλώσαντος συνέχιση κατά του οφειλέτη (ΑΠ 1898/2011 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ) ή το κύρος του τίτλου του ή την προδικασία της εκτέλεσης που τήρησε (την επιταγή προς εκτέλεση που επέδωσε) ή πλημμέλειες της δηλώσεώς του και των πράξεων που την ακολούθησαν (επιδόσεων, ανάρτησης κλπ.) ή και την υποκατάσταση ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της. Αναλόγως του περιεχομένου τους, άλλοι από αυτούς μπορεί να προκαλούν ακυρότητα ανεξαρτήτως βλάβης, άλλοι δε με τη συνδρομή αυτού του στοιχείου. Εξάλλου, η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και γίνεται µε τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα µήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων, ούτε και αίτηση ανάκλησης. Η ειδική αυτή ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με το ν. 4335/2015. Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά των δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β’ ΚΠοΛΔ, όπως ίσχυε προ του ν. 4335/2Ο15, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ).

Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με προθεσμία άσκησης της ανακοπής ενιαία 45 ημερών απ’ την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β’ (τέως γ’), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934 ΚΠοΛΔ, έτσι ώστε να επιλεγεί από το νομοθέτη να εισαχθεί γι’ αυτές µία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 παρ. 6 (Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, ΕΜ, 2018, ΠΑ, σελ. 427). Σε κάθε περίπτωση – ανεξάρτητα από τον λόγο που προτείνεται µε την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. το αίτημά της ανακοπής του άρθρου 973 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ. (όπως ανάλογα ισχύει και για την ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ.) είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης (ΑΠ 64012017 ΤΝΠ Νόμος) η οποία στην συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας (ΜονΠρΠειρ 1232/2022, ΜονΠρωτΧαλκ 24/ 2022 ΤΝΠ Νόµος).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι δυνάμει της υπ’ αρ. ………………../…-10-2023 πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου ……………….. επισπεύδεται από την καθ’ ης η ανακοπή εκ νέου για τις …-12-2023 και με ηλεκτρονικό μέσα, ο πλειστηριασμός εις βάρος της περιγραφόμενης ακίνητης περιουσίας της. Ότι η προσβαλλόμενη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού αποτελεί ιδιαίτερα επαχθή και καταχρηστική ενέργεια εκ μέρους της επισπεύδουσας τράπεζας και ζητεί για λόγους που αφορούν την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ως ειδικότερα εκτίθενται στην υπό κρίση ανακοπή να ακυρωθεί η παραπάνω πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, κατ’ άρθρο 973 ΚΠολΔ. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημά η ένδικη ανακοπή παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου (άρθρα 973 παρ. 3. 6 και 933 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), για να δικασθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε εμπροθέσμως, στις 20-11-2023 (βλ. υπ’ αρ.2905/20-11-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας ………………..), δηλαδή πριν από τη συμπλήρωση τριάντα ημερών από την ανάρτηση της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (20-10-2023). Τυγχάνει ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα εκ του νόμου απαιτούμενα στοιχεία, απορριπτοµένης της ένστασης αοριστίας της καθ’ ης, και νόμιμη, σύμφωνα και µε τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε µε το άρθρο 69 του ν. 484212021 (ΦΕΚ Α* 190113-1Ο-2021) και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού της λόγου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όμως, µόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και µε άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου µε τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/ΖΟΟ4). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, µε αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλόμενων. επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις  αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης µε τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών και να απαγορεύεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1352/2011, ΕφΛαρ 1712017 ΤΝΠ Νόµος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτέλεσης, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία µμεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (Ολ. ΑΠ 1212009, Ολ. ΑΠ 4912005, ΑΠ 26112017, ΑΠ 124812010, ΑΠ 340/2006, ΜονΠρΠειρ 123212022, ΜΠρΚορινθ 1112020. ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα µε το μοναδικό λόγο της ανακοπής της, ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή επισπεύδουσα τραπεζική εταιρεία κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ προέβη σε δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού αν και οι δικηγόροι τους διαπραγματευόταν τη δυνατότητα ρύθμισης της οφειλής της, και αν και όλες οι ενέργειές της καθώς και τα μηνύματα που αντηλλάγησαν, κατεδείκνυαν ότι υπήρξε πρόθεση για εξεύρεση μίας λύσης για τη ρύθμιση της οφειλής της εξεπλάγη όταν διαπίστωσε ότι στις …-10-2023 αναρτήθηκε ο επίδικος πλειστηριασμός. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα ……………….. του ……………….. (ανακόπτουσας) (η καθ’ ης δεν πρότεινε την εξέταση μάρτυρα), της υπ’ αρ. ………………..-….-2Ο23 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Καβάλας ……………….. του ……………….. ……………….. την οποία προσκομίζει η ανακόπτουσα µε πρωτοβουλία της οποίας αυτή δόθηκε, και η οποία ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπόψη στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ακόμη και αν έχει ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου (ΑΠ 131212019 ΤΝΠ Νόμος) πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση του υπ’ αρ. ……………….. “πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. ……………….. Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, επιδόθηκε στην ανακόπτουσα η από 25-9-2020 επιταγή προς πληρωμή, µε την οποία επιτασσόταν να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή, µε την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου της υπό εκκαθάριση τελούσας «………………..», ως εγγυήτρια δανείου που είχε λάβει ο σύζυγός της ……………….., το ποσό των 62.202,33 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ακολούθως, σε εκτέλεση του πρώτου απογράφου εκτελεστού της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής, ή ως άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρία επέσπευσε εναντίον της ανακόπτουσας αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει της υπ’ αριθ. ………………../20-12-2021 κατασχετήριας έκθεσης ενυπόθηκου ακινήτου του δικαστικού επιµελητή του Εφετείου Καβάλας µε έδρα το Πρωτοδικείο Καβάλας ……………….. για το ποσό των 50.000 ευρώ που αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου και προέβη σε κατάσχεση μίας ανεξάρτητης, αυτοτελούς και διηρημένης οριζόντιας ιδιοκτησίας , η οποία συμπεριλήφθη στο Ελληνικό Κτηματολόγιο ΚΙΓ Καβάλας µε αρ. ΚΑΕΚ:……………….. και συγκεκριμένα το διαμέρισμα ισογείου ορόφου, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως και το κτηματολογικό φύλλο ακινήτου αναφέρεται επιφάνειας καθαρής (40,23 τ.μ.) και μικτής (44,70 τ.μ.) καθώς και τμήμα ισογείου (58,52 τ.µ.) που αποτελεί την επέκταση του, αποτελείται από δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, τουαλέτα και αποθήκη, στο οποίο αναλογεί ποσοστό συνιδιοκτησίας ……………….. εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και επί των κατά νόμο κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών, χώρων, πραγμάτων και εγκαταστάσεων της όλης οικοδομής, ήτοι αναλογούν σε αυτό μέτρα τετραγωνικά (31,93 τ.μ.) εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο, όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου του πολιτικού μηχανικού ……………….. που προσαρτάται στον τίτλο κτήσεως, µε τα στοιχεία Α-Β-Γ -Δ-Ε-Ζ- Η-Θ-Α, συνορεύει γύρω βόρεια με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέρα αυτού µε την οδό ……………….., νότια µε ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέρα αυτού µε ανώνυμη οδό και με την οδό ……………….., ανατολικά με βραχώδη περιοχή του Δημοσίου και δυτικά µε ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και πέρα αυτού με ακίνητο ιδιοκτησίας κληρονόμων ……………….. και µε ακίνητο ιδιοκτησίας …………………

Το δάνειο ποσού 50.000 ευρώ για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής σε εκτέλεση της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, είχε λάβει ο σύζυγος της ανακόπτουσας ……………….., για την αγορά λεωφορείου, κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, για την επαγγελματική δραστηριότητά του, σε χρόνο κατά τον οποίο το ετήσιο εισόδημά του ανερχόταν στο ποσό των 25.000 ευρώ περίπου, και για την εξόφληση του είχε εγγυηθεί η ανακόπτουσα. Ο σύζυγός της, όμως, αυτοκτόνησε το έτος 2016 και λόγω των υπέρογκων χρεών του, η ανακόπτουσα προέβη σε αποποίηση της κληρονομίας, όπως και οι λοιποί κληρονόμοι του. Έκτοτε, κατέβαλε προσπάθειες, με την υποστήριξη των συγγενικών της προσώπων καθόσον τα προσωπικά της εισοδήματα ήταν περιορισμένα, προκειμένου να διασωθεί το παραπάνω ακίνητό της. Με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση είχε οριστεί να διενεργηθεί πλειστηριασμός µέσω ηλεκτρονικών συστημάτων στις 27-7-2022 με τιμή πρώτης προσφοράς 58.000 ευρώ. Ωστόσο η διενέργεια του πλειστηριασμού ανεστάλη με τη συναίνεση της καθ’ ης, κατόπιν αιτήματος της ανακόπτουσας για τη ρύθμιση της οφειλής της, και αφού είχε καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 5.000 ευρώ. Μετά από την αναστολή του πρώτου ορισθέντος πλειστηριασμού, η ανακόπτουσα συνέχισε την προσπάθειά της να γίνει η ρύθμιση της οφειλής της και να αποτραπεί ο πλειστηριασμός του ακινήτου το οποίο αποτελεί την κατοικία της ιδίας και του ανηλίκου τέκνου της, τα λοιπά δε δύο τέκνα της σπουδάζουν.

Τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, λόγω του ότι δεν είχε λάβει απάντηση στο αίτημά της, ζήτησε από τη δικηγορική εταιρεία «ΛΑΓΟΠΟΥΛΟΥ-ΜΑΛΑΜΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» που εδρεύει στην Καβάλα να αναλάβει τη συνομιλία με τους δικηγόρους της καθ’ ης προκειμένου να συμφωνηθεί η ρύθμιση της οφειλής της και να διασωθεί η κύρια κατοικία της. Δικηγόροι της παραπάνω δικηγορικής εταιρίας επικοινώνησαν με τη δικηγορική εταιρία «……………….. ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» η οποία συνομιλούσε με την ανακόπτουσα για λογαριασμό της καθ’ ης, και ζητήθηκε η αποστολή ορισμένων εγγράφων ώστε να εξετασθεί το αίτημά της να ρυθμισθεί η οφειλή της. Η ανακόπτουσα απέστειλε τα σχετικά έγγραφα, αν και, όπως ισχυρίζεται, ήδη τα κατείχε η καθ’ ης, και ο δικηγόρος της έλαβε την απάντηση ότι παρελήφθησαν τα έγγραφα. Το Σεπτέμβριο ζητήθηκαν από την καθ’ ης νέα έγγραφα προκειμένου να εξετασθεί το αίτημά της για ρύθμιση, τα οποία και πάλι η ανακόπτουσα απέστειλε ενώ ακολούθως η ενημέρωση που είχε ήταν ότι το αίτημά της ήταν υπό επεξεργασία. Σε νεότερη επικοινωνία του δικηγόρου της με δικηγόρο της καθ΄ ης, ζητήθηκαν και πάλι έγγραφα προκειμένου να εξετασθεί το αίτημά της, τα οποία η καθ’ ης απέστειλε με την ελπίδα ότι θα εξεταζόταν το αίτημά της για τη ρύθμιση της οφειλής της, το οποίο ουδέποτε της απέκλεισε η καθ’ ης. Στις 23-10-2023, όμως, της επιδόθηκε η προσβαλλόμενη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού ενώ η ίδια ανέμενε την απάντηση της καθ’ ης στο αίτημά της να γίνει η ρύθμιση της οφειλής της μετά από την αποστολή των εγγράφων που της ζητήθηκαν.

Ουδέποτε δε έλαβε οποιαδήποτε αρνητική απάντηση στο σχετικό αίτημά της μετά από αξιολόγησή του παρά µόνο της ζητούσαν εκ νέου αποστολή εγγραφών. Θα πρέπει να σημειωθεί  ότι αναμφίβολα η καθ’ ης είναι αυτή που θα κρίνει εάν η ανακόπτουσα πληροί τις προϋποθέσεις που η ίδια (η καθ’ ης) θέτει ώστε να γίνει αποδεκτό το αίτημα να γίνει η ρύθμιση της οφειλής της, πλην όμως ενίσχυε την πεποίθησή της ότι το αίτημά της για ρύθμιση είναι υπό επεξεργασία, χωρίς ποτέ να της απαντήσει ότι αυτό δεν έγινε αποδεκτό, με αποτέλεσμα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η ανακόπτουσα να µην αναμένει τον προσδιορισμό νέου πλειστηριασμού της οικίας της.

Ως εκ τούτου η συμπεριφορά της καθ’ ης που προηγήθηκε της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, δημιούργησαν στην ανακόπτουσα την εύλογη πεποίθηση ότι ο καθ’ ης δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της για συνέχιση πλειστηριασμού στο χρόνο που το άσκησε, µε αποτέλεσμα η άσκησή του κατά τον ως άνω χρόνο να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στην ανακόπτουσα και εμφανίζεται έτσι ως αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Με βάση όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, πιθανολογείται ότι η ενέργεια της καθ’ ης να προβεί κατά τη διάρκεια των συνομιλιών με την ανακόπτουσα και ενώ της είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι το αίτημά της για ρύθμιση της οφειλής της είναι υπό επεξεργασία, σε δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού και να προβεί σε επίσπευση αυτού αντιβαίνει ευθέως στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 2.017/17-10-2023 πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Χρυσούπολης Βασιλικής Κουτρουλού με την οποία ορίστηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού 20-12-2023 και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα της σνακόπτουσας (άρθρα 191 παρ. 2 και 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα το διατακτικό, λόγω της ήττας της στην παρούσα δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ανιιµωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. ………………../…-….-2023 πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου ……………….. µε την οποία ορίστηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η …..-12-2023.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Διαβάστε επίσης: Νέος πτωχευτικός και ρύθμιση οφειλών, πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία. Προυποθέσεις και διαδικασία πτώχευσης. [Ν 4738/2020]

Διαγραφή χρεών από ασφαλιστικές εισφορές λόγω 10 ετούς παραγραφής [ΜονΔΠρΑθ 4268/2022]

Τρόποι απαλλαγής εγγυητή από δάνειο. Δικαστικές αποφάσεις και προυποθέσεις απαλλαγής.

Ακύρωση πλειστηριασμού επισπευδόμενου από fund και ολοκλήρωση διαπραγματεύσεων με επίτευξη ρύθμισης εντός του πλαισίου βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.