Το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή των αιτούντων άσυλο και οι δυσανάλογες απαιτήσεις των ελληνικών αρχών

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και παρά τη σταθερά εξελισσόμενη νομολογία των Δικαστηρίων σχετικά με την αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης πολιτικού γάμου σε αλλοδαπούς αιτούντες άσυλο[1], η Διοίκηση προβάλει συνεχώς νέα προσκόμματα που καταλήγουν στην παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Η παράθεση της διοικητικής πρακτικής που ακολουθείται, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει ο πολίτης τρίτης χώρας με βάση το status παραμονής του στη χώρα, καταδεικνύει την αντίθεσή της με τα άρθρα 8 (σεβασμός ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), 12 (δικαίωμα σύναψης γάμου) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.

Στην πράξη, όταν αλλοδαπός αιτών άσυλο ζητεί από το Δημαρχείο να του χορηγηθεί άδεια τέλεσης πολιτικού γάμου, απαιτείται να προσκομίσει τα παρακάτω δικαιολογητικά, επίσημα μεταφρασμένα και επικυρωμένα:

  • Απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως
  • Βεβαίωση από οικεία προξενική αρχή ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας περί μη κωλύματος τέλεσης γάμου.

Το επίσημο site του Υπουργείου Εσωτερικών αναφέρει επί λέξη τα εξής[2]:

Α.) Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.3 του Π.Δ. 391/1982, οι αλλοδαποί που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα μπορούν να ζητήσουν την έκδοση άδειας γάμου από το Δήμαρχο του Δήμου της συνήθους διαμονής τους, προσκομίζοντας τα προβλεπόμενα επίσημα – μεταφρασμένα και επικυρωμένα – δικαιολογητικά, δηλαδή α) απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης γέννησής τους και β) βεβαίωση από την οικεία προξενική ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας τους περί του ότι δεν υπάρχει κώλυμα για να τελέσει γάμο ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός. 
Τονίζουμε ότι, εφόσον εκ του συνόλου της βεβαίωσης περί μη κωλύματος γάμου που προσκομίζει ο μελλόνυμφος αλλοδαπός προκύπτει η δυνατότητα τέλεσης ή όχι γάμου, δεν θεωρείται απαραίτητο να αναγράφεται η λέξη «κώλυμα», καθώς ίσως δεν είναι γνωστή στο αλλοδαπό εσωτερικό δίκαιο.
Ωστόσο στην περίπτωση που η μόνιμη κατοικία του αλλοδαπού είναι στο εξωτερικό και αυτός δεν είναι εφοδιασμένος με έγκυρη, κατά το δίκαιο της χώρας του, άδεια γάμου, τότε αρμόδιος για την έκδοση της άδειας γάμου είναι ο Δήμος που ο αλλοδαπός έχει την απλή διαμονή του, ο οποίος ταυτίζεται με το Δήμο κατοικίας του Έλληνα μελλόνυμφου, προσκομίζοντας τα προαναφερόμενα δικαιολογητικά.
Επισημαίνουμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση κατά την υποβολή δικαιολογητικών είναι η προσκόμιση από τον αλλοδαπό κάθε επίσημου στοιχείου (βίζας, άδειας παραμονής, διαβατηρίου κ.λπ.), από το οποίο να προκύπτει ότι αυτός διαμένει νόμιμα στη χώρα μας.

Β) Το Δελτίο Αιτήσαντος Ασύλου (ροζ κάρτα), σύμφωνα με όσα μας γνώρισε η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, επιτρέπει την παραμονή στην ελληνική επικράτεια μέχρι την ημερομηνία λήξης του.
Έτσι, σε περίπτωση που έχετε αίτημα έκδοσης άδειας γάμου σε αλλοδαπό, κάτοχο Δελτίου Αιτήσαντος Ασύλου (ροζ κάρτα), ο οποίος σας προσκομίζει τα απαραίτητα δικαιολογητικά (ορθά επικυρωμένα και μεταφρασμένα), καθώς και βεβαίωση για τα περί της ταυτότητάς του στοιχεία, η οποία έχει εκδοθεί από την αρμόδια Αστυνομική Διεύθυνση όπου έχει παραδώσει το διαβατήριό του, τότε νομιμοποιείστε να εκδώσετε αυτήν τη άδεια.
Ευνόητο είναι ότι εάν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει διαβατήριο ή η Αστυνομική Διεύθυνση δεν πιστοποιεί τα προσωπικά του στοιχεία, τότε δεν νομιμοποιείστε για την έκδοση άδειας γάμου. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, ο Δήμος σας θα πρέπει να ενημερώνει άμεσα εγγράφως την αρμόδια Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας για το γεγονός ότι ο εν λόγω – παρόλο που φέρεται διωκόμενος από τη χώρα προέλευσής του (καθεστώς αιτήσαντος ασύλου) – διατηρεί άριστες σχέσεις και επικοινωνία με την οικεία Πρεσβεία της χώρας του, προκειμένου να σας γνωρίσει εάν η συγκεκριμένη ροζ κάρτα χρήζει ανάκλησης.

Η εν λόγω διάταξη με την οποία προβλέπεται ειδικά η απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αγαμίας και γέννησης από τους αιτούντες άσυλο έρχεται σε αντίθεση με το διαζευκτικό σύστημα  που εγκαθιδρύεται με το νυν ισχύον αρ. 13 παρ.1 εδ.α ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, ο έλεγχος των θετικών προϋποθέσεων και των κωλυμάτων γίνεται από τη σκοπιά εκείνης μόνο της lexpatriae που ευνοεί το κύρος του γάμου ή τουλάχιστον το πλήττει λιγότερο (Αρχή του favor matrimonii)[3]. Επιπλέον η επαφή του καλόπιστου αιτούντα άσυλο με τις αρχές της χώρας καταγωγής του, όπως υπονοεί και η αρμόδια διεύθυνση αστικής κατάστασης του ΥΠΕΣ(!), μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την έκβαση του αιτήματος διεθνούς προστασίας, καθώς θεωρείται, υπό προϋποθέσεις, λόγος παύσης καθεστώτος πρόσφυγα (αρ. 11 ΠΔ 141/2013). Στην περίπτωση που ο αιτών άσυλο αναγνωριστεί εν τέλει ως πρόσφυξ, η ανακολουθία του τρόπου δράσης της Διοίκησης καθίσταται ακόμα περισσότερο φανερή, καθώς τότε οι Δήμοι της χώρας δέχονται την υποκατάσταση των ανωτέρω δικαιολογητικών με απλή υπεύθυνη δήλωση. Σ αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται ορθά το αρ. 13 παρ. 1 εδ α ΑΚ και η αρχή του favor matrimonii, καθώς οι δήμοι απαιτούν από τον αλλοδαπό μελλόνυμφο, ήδη αναγνωρισμένο πρόσφυξ, ό,τι αξιώνει ο νόμος από τον ημεδαπό, δηλαδή υπεύθυνη δήλωση περί της ανυπαρξίας κωλύματος, κατά το ημεδαπό δίκαιο, ώστε να ευνοηθεί το κύρος του γάμου που πρόκειται να τελεστεί στην ημεδαπή.

Όπως γίνεται αντιληπτό, εξαιτίας περιορισμών που δεν έχουν έρεισμα στο ισχύον δίκαιο, οδηγούμαστε σε ένα νομικά άτοπο αποτέλεσμα, ήτοι στη δυσχέρεια έως αποκλεισμό της δυνατότητας τέλεσης γάμου από κάποιες κατηγορίες αλλοδαπών στη χώρα μας. Σύμφωνα μάλιστα με την άποψη του Καθηγητή Κουτσουράδη, η εν λόγω πρακτική αντίκειται στη στοιχειώδη νομική Λογική, καθότι απορρίπτεται η νόμιμα προβλεπόμενη αίτηση, γιατί ελλείπουν στοιχεία, που ο ίδιος ο νόμος φρόντισε να αρνηθεί να προσφέρει[4]. Περαιτέρω, η εμμονή της διοίκησης να ζητάει, για το ίδιο πρόσωπο, δικαιολογητικά, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται το αίτημα ασύλου του, παραβιάζει και την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ.4 Σ, με την έννοια  ότι η απαγόρευση τέλεσης γάμου δεν είναι πρόσφορο μέτρο ικανό να αποτρέψει φαινόμενα διγαμίας. Εκτός αν γίνει δεκτό το επίσης ανακόλουθο συμπέρασμα, ότι η αναγνώριση του προσφυγικού καθεστώτος αποκλείει ως «δια μαγείας» την πιθανότητα φαινομένων διγαμίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι οι περισσότερες περιπτώσεις αιτούντων άσυλο που επιθυμούν την τέλεση πολιτικού γάμου στη χώρα μας, έχουν ήδη τελέσει κάποιου είδος παραδοσιακό γάμο στη χώρα καταγωγής τους και συμβιώνουν εν τοις πράγμασι και ως εκ τούτου η οικογενειακή ζωή τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, η ύπαρξη οικογενειακής ζωής συνιστά πραγματικό ζήτημα, το οποίο εξαρτάται από τη διαπίστωση στενών προσωπικών δεσμών (Κ & Τ κ Φινλανδίας 12.7.2001 §150). Εξάλλου με βάση το αρ. 34 περ γ του ν. 4375/2016 «Μέλη της οικογένειας» του αιτούντος διεθνή προστασία, υπό την προϋπόθεση ότι η οικογένεια υπήρχε πριν την είσοδο στη χώρα, θεωρούνται ο σύζυγος ή ο εκτός γάμου σύντροφος, με τον οποίο διατηρεί σταθερή σχέση μακράς διαρκείας δεόντως αποδεδειγμένη. Σ αυτές της περιπτώσεις η Υπηρεσία Ασύλου εξετάζει τα αιτήματα διεθνούς προστασίας με ενιαίο τρόπο. Τέλος, η μακρά διαμονή των προσφύγων στα πάσης φύσεως camps (σε κάποιες περιπτώσεις ήδη 18 μήνες) ευνοεί την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων ανάμεσα στους διαμένοντες κατά τη διάρκεια της αναμονής εξέτασης των αιτημάτων τους. Περιπτώσεις παραδοσιακών γάμων έχουν ήδη καταγραφεί σε διάφορους καταυλισμούς της χώρας.

Για την προστασία των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται από διεθνείς συμβάσεις, φορείς των οποίων είναι  άπαντες οι αλλοδαποί, απαιτούνται θετικά μέτρα (υποχρέωση που απορρέει ιδίως από τα αρ. 8 και 12 της ΕΣΔΑ), ώστε το δικαίωμα σύναψης γάμου να μην θίγεται στον πυρήνα του ή να περιορίζεται με κριτήριο το status παραμονής. Η ιδιότητα του αλλοδαπού ως αιτούντος άσυλο δεν απαγορεύει στους αλλοδαπούς αυτής της κατηγορίας να συνάψουν γάμο στη χώρα όπου έχουν καταφύγει και ενώ εκκρεμεί η διαδικασία χορήγησής του. Τουναντίον το αρ. 12 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες προβλέπει ρητά:

«Τα προς την προσωπικήν κατάστασιν του πρόσφυγος συναφή κεκτηµένα δικαιώµατα, ιδίως δε τα συναφή προς τον γάµον, θα είναι σεβαστά υπό παντός Συµβαλλοµένου Κράτους, υπό την επιφύλαξιν της εκπληρώσεως, εν ή περιπτώσει τυγχάνει τούτο απαραίτητον των υπό της νοµοθεσίας του ειρηµένου Κράτους προβλεποµένων διατυπώσεων, εφ’ όσον πάντως τα ως άνω δικαιώµατα θα ανεγνωρίζοντο υπό της νοµοθεσίας του Κράτους τούτου, εάν το περί ού ο λόγος πρόσωπον δεν είχε καταστή πρόσφυξ».

[1] ΜονΠρΑθηνών 6459/2009,3581/2010 και ΜονΠρΚω 390/2013, ΕιρΜυτιλήνης 91/2017

[2]http://www.ypes.gr/el/Ministry/Actions/astikhs_dhmotikhs_katastashs/themata_astikis_dhmotikhs_katastasis/syxnes_erotiseis_astikis_dhmotikis_katastasis/ekdosI_adeias_gamou_syxnew_erotiseis/

[3] Σπ. Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, σελ. 294 επ

[4] Άδεια για τέλεση πολιτικού γάμου αλλοδαπού υποψηφίου για χορήγηση πολιτικού ασύλου κατά την ΑΚ 1368, Παρατηρήσεις με αφορμή την ΜΠρΑθ 6459/2009, Επιθεώρηση Μεταναστευτικού Δικαίου 1/2010, Νομική Βιβλιοθήκη

πηγή Βασίλης Κερασιώτης -Διευθυντής ελληνικού τμήματος Διεθνούς MKO HIAS,Immigration.gr