Σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένης. Ανεπιθύμητη λεκτική και σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα. Προσβολή της προσωπικότητας της εργαζομένης, κατ’ εκμετάλλευση της εργασιακής σχέσης και της θέσης του εναγομένου ως εργοδότη. Ν. 3896/2010.

Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο, ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς του εργαζόμενου και γεννά υπέρ του παρενοχλούμενου δικαιώματα, ενώ σε βάρος του παρενοχλούντα επιφέρει κυρώσεις. Η έννομη προστασία ρυθμίζεται καταρχήν στο άρθρο 22 του Ν. 3896/2010 (ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση της οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη).

Στο άρθρο 23 δε του ίδιου νόμου, ορίζονται οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και στην περίπτωση που παρενοχλεί ο εργοδότης, ορίζεται αξίωση του παρενοχλούμενου για πλήρη αποζημίωση, θετική και αποθετική, για υλική και ηθική βλάβη, που προκαλείται από την παρενόχληση, κατά την παρ.1 του ως άνω άρθρου, αλλά και κατά εφαρμογή των διατάξεων 57, 59  ΑΚ ή και 914, 923 ΑΚ.

Περαιτέρω, στο άρθρο 24 ορίζεται ότι, όταν ένα πρόσωπο, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις (άρα και σεξουαλική παρενόχληση) και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση.

Ως μορφές παρενόχλησης, σύμφωνα και με τους ορισμούς της ανωτέρω οδηγίας, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, τα περιττά αγγίγματα στο σώμα του εργαζόμενου, ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις ή πίεση για σεξουαλικές πράξεις ή συνεχείς προτάσεις εντός του εργασιακού χώρου, πολύ περισσότερο και πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με εκμετάλλευση της εργασιακής θέσης του παθόντος.

Απόσπασμα απόφασης

Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, με τις οποίες θεσπίζεται η προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας και με τις οποίες ορίζεται, στη μεν πρώτη ότι: ‘’ Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον… Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται’’, στη δε δεύτερη ότι: ‘’Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις’’, σαφώς προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης παρέχεται μόνο όταν συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο ρητώς μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη. Οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις παράνομων ενεργειών (πράξεων ή παραλείψεων), με τις οποίες προσβάλλεται η προσωπικότητα υπό οποιαδήποτε εκδήλωσή της: σωματική, ψυχική, πνευματική, κοινωνική (Ολ.ΑΠ 8/2008, ΑΠ 542/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό στη νομολογία αλλά και στη θεωρία του εργατικού δικαίου, ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του οφείλουν να παραλείπουν ενέργειες ή συμπεριφορές που συνιστούν παρενόχληση και ιδίως σεξουαλική παρενόχληση του εργαζομένου και έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του, υποχρέωση απορρέουσα καταρχήν και από την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη έναντι του εργαζόμενου. Στη νομολογία η υποχρέωση στηριζόταν στις γενικές ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα για την προσβολή της προσωπικότητας και την αδικοπρακτική ευθύνη (άρθρα 57, 59, 914, 932 ΑΚ). Στην περίπτωση δε, που το θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει την εργασία του ή ο εργοδότης προέβαινε σε καταγγελία της σύμβασης, λόγω της άρνησής του να αποδεχθεί την παρενόχληση, τότε η συμπεριφορά του εργοδότη θεωρείτο ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (άρθρο 7 του Ν. 2112/1920), η δε καταγγελία κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (θεωρείτο) καταχρηστική και άκυρη, ενώ ο εργαζόμενος μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση και για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΑΠ 84/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1655/1999 ΔΕΝ 2000.1444, Εφ.Θεσ. 957/2001 Αρμ 2001.948, Εφ.Αθ. 1139/2007 ΔΕΕ 2007.1234, όπου σχόλια I. Ληξουριούτη, Γκούτος, ΕΕργΔ 2003.198 επ., Κιοσσέ Παυλίδου, ‘’Σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας’’ ΔΕΕ 2008.1214 επ.).

Εν τω μεταξύ, όμως, για το εν λόγω θέμα θεσμοθετήθηκαν από τον νομοθέτη νεότερες ρυθμίσεις σε συμμόρφωση με τις ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου. Σύμφωνα με τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, στο προοίμιο 6 της οδηγίας αυτής ορίσθηκε ότι η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση αντιβαίνουν προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και αποτελούν διάκριση λόγω φύλου για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ενώ οι μορφές αυτές διάκρισης δεν παρατηρούνται μόνο στον χώρο εργασίας, αλλά και στο πλαίσιο της πρόσβασης στην απασχόληση, την επαγγελματική κατάρτιση και την επαγγελματική εξέλιξη και θα πρέπει συνεπώς, να απαγορεύονται και να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 2δ της εν λόγω οδηγίας, ορίζεται η σεξουαλική παρενόχληση ως εξής: ‘’όταν εκδηλώνεται οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος’’, ενώ στο άρθρο 19 ορίζεται ότι ‘’Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα, ώστε να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όταν πρόσωπο που κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης’’.

Η ενσωμάτωση της εν λόγω οδηγίας 2006/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη έγινε με το νόμο 3896/2010, που ισχύει στην ένδικη υπόθεση (ΦΕΚ Α΄ 207/8-12-2010), στο άρθρο 3 του οποίου ορίσθηκε ότι απαγορεύεται κάθε μορφής άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, σε όλους τους τομείς που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, όπως εξειδικεύονται στις κατωτέρω διατάξεις και δη στην παράγραφο 2 α) η παρενόχληση, η σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που οφείλεται στην ανοχή ή στην απόρριψη αυτής της συμπεριφοράς και συνιστούν διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύονται, ενώ στο άρθρο 24 ορίζεται ότι, όταν ένα πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου ισχυρίζεται ότι υφίσταται μεταχείριση που ενέχει διάκριση λόγω φύλου, κατά τις ανωτέρω διατάξεις (άρα και σεξουαλική παρενόχληση) και επικαλείται, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, γεγονότα ή στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου, ή ότι εκδηλώθηκε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση κατά την έννοια του νόμου, ο καθ’ού φέρει το βάρος να αποδείξει στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή, ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και παρενόχληση. Η προστασία, εξάλλου, έναντι αντιποίνων ρυθμίζεται δυνάμει του άρθρου 14 Ν. 3896/2010, το οποίο (στο δεύτερο εδάφιό του) απαγορεύει την καταγγελία ή την με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσης εργασίας και της υπαλληλικής σχέσης, καθώς και κάθε άλλη δυσμενή μεταχείριση, όταν συνιστά εκδικητική συμπεριφορά του εργοδότη, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 Ν. 3896/2010.

Οι μορφές παρενόχλησης, κατά τους ορισμούς της ως άνω οδηγίας, μπορούν να κυμαίνονται από ήπιες συμπεριφορές μέχρι και σοβαρά ποινικά αδικήματα, ως τέτοιες δε, μεταξύ άλλων, θεωρούνται τα περιττά αγγίγματα στο σώμα του εργαζόμενου, ανεπιθύμητες ερωτικές και ανήθικες προτάσεις ή πίεση για σεξουαλικές πράξεις ή συνεχείς προτάσεις εντός του εργασιακού χώρου, πολύ περισσότερο και πράξεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας με εκμετάλλευση της εργασιακής θέσης του παθόντος, που αποτελούν κατά το Ελληνικό δίκαιο και ποινικά αδικήματα (βλ. άρθρο 337 παρ. 1 και 5 ΠΚ). Επομένως, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί συμπεριφορά που δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς του εργαζομένου και γεννά υπέρ του παρενοχλούμενου δικαιώματα και σε βάρος του παρενοχλούντα επιφέρει κυρώσεις. Η έννομη προστασία ρυθμίζεται καταρχήν στο άρθρο 22 Ν. 3896/2010, ενώ στο άρθρο 23 ορίζονται οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις και στην περίπτωση που παρενοχλεί ο εργοδότης ορίζεται αξίωση του παρενοχλούμενου για πλήρη αποζημίωση, θετική και αποθετική, για υλική και ηθική βλάβη, που προκαλείται από την παρενόχληση, κατά το άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 3896/2010, αλλά και κατά εφαρμογή των διατάξεων 57, 59 ΑΚ ή και 914, 923 ΑΚ (Εφ.Αθ. 1196/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεώργιος Ν. Διαμαντόπουλος ‘’Νομοθετικό πλαίσιο και νομολογιακές εκφάνσεις της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο’’ ΔΕΕ 2016.1334).

Στην συγκεκριμένη υπόθεση από όσα έκανε δεκτά η απόφαση, η ενάγουσα προσλήφθηκε την 1η-11-2014 από τη δεύτερη εναγόμενη – ήδη δεύτερη εκκαλούσα μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείται στη διεξαγωγή διεθνών μεταφορών, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, που συνήψε διά του πρώτου εναγόμενου – ήδη πρώτου εκκαλούντος, μοναδικού εταίρου, νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της εταιρίας αυτής, για να εργαστεί ως υπάλληλος γραφείου, αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών 500 ευρώ, πλέον ασφαλιστικών εισφορών, όπως σαφώς αναφέρει η ίδια στην ανωμοτί εξέτασή της, αλλά και οι ανωτέρω ενόρκως βεβαιούντες, μάρτυρές της. Η ενάγουσα είναι έγγαμη με δύο παιδιά και κατά το χρόνο της πρόσληψής της, για την οποία μεσολάβησαν ο αδερφός της ……… και ο φίλος του ……….., καθώς αυτοί γνώριζαν τον πρώτο εναγόμενο (βλ. σχετικά ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους), ήταν ήδη μακροχρόνια άνεργη και είχε οικονομική ανάγκη να εργαστεί. Το ωράριο εργασίας της συμφωνήθηκε έξι ώρες ημερησίως (από 9 π.μ. έως 15 μ.μ.) επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως. Τα καθήκοντά της ήταν αυτά της γενικής γραμματειακής υποστήριξης και ειδικότερα ο χειρισµός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η διαχείριση της αλληλογραφίας, η λήψη παραγγελιών και η επικοινωνία µε πελάτες της επιχείρησης, η έκδοση τιµολογίων κ.λπ. Στο γραφείο εργαζόταν μόνο η ίδια και ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος είχε και τη διεύθυνση της εταιρίας – δεύτερης εναγόμενης. Μετά από τους πρώτους μήνες εργασίας της ενάγουσας, διάστημα το οποίο ήταν δοκιμαστικό, η τελευταία άρχισε να ζητεί από τον εναγόμενο να την ασφαλίσει.

Παρά τις επανειλημμένες, ωστόσο, οχλήσεις της προς τούτο, ο τελευταίος δεν προέβαινε, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρίας – δεύτερης εναγόμενης, στη νόμιμη υποχρέωσή της τελευταίας, που συνίστατο στην ασφάλιση της εργαζόμενης ενάγουσας στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι η ίδια η ενάγουσα δεν επιθυμούσε την ασφάλισή της, ώστε να συνεχίσει να λαμβάνει επίδομα ανεργίας από τον Ο.Α.Ε.Δ., δεν κρίνεται πειστικός, αφού αυτή δεν ελάμβανε τέτοιο επίδομα κατά το κρίσιμο διάστημα της απασχόλησής της στην ως άνω εταιρία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία, που ήταν υπεύθυνη για την καταβολή τους, ως εργοδότριά της με βάση την ισχύουσα αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, οφείλει στην ενάγουσα ως εργατικές εισφορές, για το διάστημα που εργάστηκε σε αυτήν 95 ευρώ µηνιαίως (500 ευρώ καθαρές αποδοχές Χ 16%)  και ειδικότερα: α) για το έτος 2015 για τους µήνες Νοέµβριο και Δεκέµβριο το ποσό των (2 Χ 95=) 190 ευρώ, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων το ποσό των (595 Χ 2/7 = 170 ευρώ Χ 16 %) 27,20 ευρώ και συνολικά 217,20 ευρώ, β) για το έτος 2015 το ποσό των (14 Χ 95=) 1.330 ευρώ, γ) για το έτος 2016 το ποσό των (14 Χ 95=) 1.330 ευρώ, δ) για το έτος 2017 το ποσό των (14 Χ 95=) 1.330 ευρώ, ε) για το έτος 2018 το ποσό των (14 Χ 95=) 1.330 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 5.537,20 ευρώ. Το κεφάλαιο δε αυτό της εκκαλουμένης απόφασης, δεν πλήττεται με κάποιον ειδικό λόγο της ένδικης έφεσης. Το υπόλοιπο, όμως, του σχετικού με τις ασφαλιστικές εισφορές κονδυλίου της αγωγής και ειδικότερα αυτό που αφορούσε τις εργοδοτικές (εισφορές), απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, όπως συνομολογεί η ενάγουσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της, αυτή υπέβαλε καταγγελία στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., η οποία και έγινε δεκτή, οπότε, αφού αναγνωρίστηκε ο χρόνος ασφάλισής της, έστω με δικές της ενέργειες, δεν υπέστη ζημία, διότι τα ποσά των εργοδοτικών εισφορών δεν είναι καταβλητέα πλέον στην ίδια, αλλά ανήκουν στον ως άνω ασφαλιστικό φορέα (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη απόφαση και συνεπώς η ενάγουσα δεν έχει άμεση αξίωση για τις εισφορές αυτές. Δεδομένου δε ότι δεν ασκήθηκε έφεση ούτε αντέφεση από την ενάγουσα, το εν λόγω κεφάλαιο της εκκαλουμένης, δεν εκκαλείται.

Περαιτέρω, προέκυψε ότι, από τον Οκτώβριο του έτους 2018 κι ενώ τον προηγούμενο μήνα η ενάγουσα είχε θέσει πιο επιτακτικά από ποτέ το θέμα της ασφάλισής της, αποσπώντας από τον εναγόμενο την υπόσχεση ότι θα το τακτοποιήσει, εντούτοις, όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά η συµπεριφορά του εναγόμενου άρχισε να υπερβαίνει τα όρια που δικαιολογούνται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης και την οικειότητα που δημιουργείται εξ αυτής και να μετατρέπεται σε ερωτική προσέγγιση. Πιο συγκεκριμένα, αφενός μεν αυτός άφηνε διάσπαρτους πάνω στο γραφείο του ψηφιακούς δίσκους με πορνογραφικό υλικό (οι οποίοι αρχικά βρισκόταν στο συρτάρι του γραφείου), αφετέρου δε, κατά την ώρα εργασίας, ο εναγόµενος παρακολουθούσε στον υπολογιστή τους ψηφιακούς αυτούς δίσκους, φορώντας μεν ακουστικά για να μην ακούγεται ο ήχος, στρέφοντας, όμως, την οθόνη προς την ενάγουσα (καθώς μεταξύ των γραφείων τους υπήρχε ένα γυάλινο διαχωριστικό), ώστε να την αναγκάσει να βλέπει, παρότι αυτή του είχε πει, αλλά και του είχε δείξει με τη συμπεριφορά της (αλλάζοντας θέση), ότι την ενοχλούσε το θέαµα. Η κατάθεση της μάρτυρα του εναγόμενου, που αναφέρει ότι τα γραφεία τα χώριζε τοίχος που είχε ένα γυάλινο τμήμα και από εκεί που ήταν το γραφείο της ενάγουσας δεν μπορούσε να δει τι παρακολουθούσε ο πρώτος εναγόμενος στον υπολογιστή του, δεν αναιρεί τα παραπάνω (όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης), αφού, ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο ο εναγόμενος έστρεφε τον υπολογιστή του, προκειμένου δηλ. να αποκτήσει οπτική επαφή η ενάγουσα.

Παράλληλα, ο εναγόµενος πρότεινε στην ενάγουσα να συναντηθούν εκτός εργασίας, πρόταση την οποία η τελευταία αρνιόταν τονίζοντας ότι η σχέση τους ήταν μόνο επαγγελµατική. Παραταύτα, ο εναγόμενος συνέχισε να προκαλεί την ενάγουσα, κυκλοφορώντας μάλιστα ενίοτε ημίγυμνος από τη μέση και πάνω στον εργασιακό χώρο, ενώ μια φορά είχε αφήσει το παντελόνι του πάνω στο γραφείο της. Ακόμη, (ο εναγόμενος) επεδίωκε κάποιες φορές να έχει σωματική επαφή μαζί της, προσπαθώντας να την αγκαλιάσει, αν και η ενάγουσα το απέφευγε κι απομακρυνόταν, ενώ άλλες φορές, κατά τη διάρκεια που η ενάγουσα εργαζόταν στο γραφείο της, αυτός ερχόταν από πάνω της µε την πρόφαση να δει κάτι στον υπολογιστή της και πίεζε τα γεννητικά του όργανα στον ώµο της. Σημειωτέον δε ότι, το τελευταίο αυτό περιστατικό, που καταθέτει η ενάγουσα στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εξέτασή της, μνημονεύεται και στην αγωγή, αντίθετα με όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται στο τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης. Επίσης, στην υπ΄αρ. …../2019 ένορκη βεβαίωσή του, ο αδερφός της ενάγουσας ………. αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι, όπως του είχε εκμυστηρευτεί η αδερφή του, ο εναγόμενος ‘’… παραβίαζε τον προσωπικό της χώρο και προσπαθούσε να την αγγίξει’’. Η εκδήλωση της δυσαρέσκειας της ενάγουσας για τις ως άνω ενέργειες του εναγόμενου,  που συνιστούν σεξουαλική παρενόχληση προς το πρόσωπό της, καθώς και η άρνησή της να ενδώσει σε αυτή, είχε ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος να γίνει εριστικός απέναντί της.

Κορύφωση δε της ως άνω, προσβλητικής για την προσωπικότητα της ενάγουσας, συμπεριφοράς του (πρώτου) εναγόμενου, αποτέλεσε το κάτωθι περιστατικό: Στις 2 Ιανουάριου 2019, όταν η ενάγουσα επέστρεψε στην εργασία της, μετά την αργία της πρωτοχρονιάς, ανοίγοντας τον προσωπικό της λογαριασμό του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο μόνο η ίδια διαχειριζόταν, διαπίστωσε ότι ο εναγόμενος την 1η Ιανουάριου 2019, από τον προσωπικό του λογαριασμό του δικού του εταιρικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, της είχε στείλει, με δύο μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απείχαν λίγα λεπτά το ένα από το άλλο, φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου μιας γυμνής γυναίκας, η οποία ήταν η τότε σύντροφος του εναγόμενου ………… (ήδη μάρτυρας ανταπόδειξης), όπως αργότερα έμαθε η ενάγουσα, όταν η μάρτυρας αυτή κατέθεσε υπέρ του εναγόμενου στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στη συνέχεια, την ίδια μέρα (2-1-2019), ο εναγόμενος τηλεφώνησε στην ενάγουσα να της ευχηθεί καλή χρονιά και άρχισε να τη ρωτάει με τρόπο που της κίνησε την περιέργεια αν όλα ήταν καλά, αν είχε την αίσθηση ότι ήταν μια ιδιαίτερη ημέρα στη δουλειά, της είπε να αποχωρήσει νωρίτερα από την εργασία της και ότι θα της φέρεται πολύ καλά, εάν ήταν και η ίδια καλή μαζί του. Η ενάγουσα αποχώρησε σε κατάσταση σοκ από τα γραφεία της εταιρίας, όπου μετέβη εκ νέου την επόμενη ημέρα και απέστειλε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον εναγόμενο, με το οποίο του γνωστοποίησε την διακοπή της συνεργασίας τους, καθώς λόγω των συνθηκών δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να παρέχει την εργασία της.

Ειδικότερα, όπως αυτολεξεί αναφέρει στο ως άνω μήνυμά της, απευθυνόμενη στον εναγόμενο:  ‘’… Δέχομαι κατ’ επανάληψη εκ µέρους σου προσβλητικές συµπεριφορές, που προσβάλλουν την προσωπικότητά μου και έχουν µεταβάλλει το γραφείο σε περιβάλλον εξευτελικό, εκφοβιστικό, επιθετικό και ταπεινωτικό για εµένα. Αποκορύφωµα ήταν τα δύο ηλεκτρονικά µηνύµατα που εστάλησαν στο προσωπικό ταχυδροµείο της εργασίας µου µε χυδαίο περιεχόµενο και µου δηµιούργησαν µεγάλη ταραχή, ανησυχία, φόβο. Δεν χρειάζεται να πω πόσο προσέβαλαν την αξιοπρέπειά µου ως εργαζόµενη και ως γυναίκα’’. Ζητούσε δε, τέλος η ενάγουσα με το ίδιο μήνυμα από τον εναγόμενο, να της καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, ασφαλιστικές εισφορές, καθώς επίσης (ζητούσε) και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Το γεγονός ότι, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και έγινε παραπάνω δεκτό, η σεξουαλική παρενόχλησή της από τον εναγόμενο, άρχισε τον Οκτώβριο του 2018, ενώ αυτή εργαζόταν στην εταιρία του από το έτος 2014, αλλά και το ότι στο ως άνω άνω mail, δεν αναγράφονται ρητά οι λέξεις ‘’σεξουαλική παρενόχληση’’, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε τέτοια, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος στο πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής του. Άλλωστε η ενάγουσα, στο μήνυμα αυτό, κάνει λόγο για συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητάς της, που δημιούργησε ένα περιβάλλον εξευτελικό, εκφοβιστικό, επιθετικό και ταπεινωτικό για εκείνη,  αναφέρεται δε στο χυδαίο περιεχόμενο των ως άνω mails (με τις γυμνές φωτογραφίες) που έλαβε από τον εναγόμενο και την προσέβαλαν τόσο ως εργαζόµενη όσο και ως γυναίκα. Οι ανωτέρω αναφερθείσες ενέργειες του εναγόμενου, συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, σεξουαλική παρενόχληση, όπως αυτή οριοθετήθηκε στη μείζονα σκέψη, καθώς αποτελούν μορφές ανεπιθύμητης λεκτικής και σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, που είχαν ως σκοπό αλλά και ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας της ενάγουσας – εργαζόμενης. Η συμπεριφορά δε αυτή εκ μέρους του εναγόμενου, δεν είναι αποδεκτή από το δίκαιο, ως επιφέρουσα προσβολή της προσωπικότητάς της τελευταίας, στο πεδίο της γενετήσιας ζωής, κατ’ εκμετάλλευση της ανωτέρω εργασιακής σχέσης και της θέσης του ως εργοδότη.

Τα παραπάνω, εξάλλου, γεγονότα, πέραν από τις ως άνω προσκομιζόμενες φωτογραφίες και τα όσα κατέθεσε η ενάγουσα στην ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανωμοτί εξέτασή της, επιρρονύονται και από τα όσα βεβαιώνουν οι παραπάνω μάρτυρές της στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους, στους οποίους τα είχε εμπιστευτεί η ενάγουσα, ευρισκόμενη σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση κι αναζητώντας μια λύση. Μάλιστα, ο ……, όπως ο ίδιος αναφέρει στην υπ΄αρ. …………/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ήταν αυτός που την προέτρεψε να ξεπεράσει το φόβο της και να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά της. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, ο οποίος επαναφέρεται με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, ότι δηλ. οι εν λόγω φωτογραφίες σεξουαλικού περιεχομένου στις οποίες απεικονίζεται η τότε σύντροφος του ………… (μάρτυρας ανταπόδειξης), εστάλησαν από αυτόν εκ παραδρομής στο εταιρικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) της ενάγουσας, ενώ ήθελε να τις στείλει στο δικό του εταιρικό e- mail (μετά από παράκληση της ως άνω συντρόφου του, ώστε αυτές να μην υπάρχουν πλέον στο κινητό του τηλέφωνο, που ήταν προσβάσιμο στο γιό του), δεν κρίνεται πειστικός. Κι αυτό διότι, το εταιρικό e-mail της ενάγουσας είναι ‘’………………’’, ενώ του εναγόμενου ‘’…………’’. Διαφέρουν δηλ. σε αρκετά σημεία και συγκεκριμένα στο e-mail του εναγόμενου, μεταξύ των λέξεων ‘….. και ‘…. υπάρχει τελεία, καθώς επίσης μετά τη λέξη ‘……. προστίθενται τα γράμματα ‘….., ο δε ιστότοπος είναι ‘…….., ενώ στο e-mail της ενάγουσας, οι ως άνω λέξεις είναι συνεχόμενες χωρίς τελεία, δεν υπάρχουν τα γράμματα ‘……. αλλά ο αριθμός 2 και ο ιστότοπος είναι ‘……….. Πέραν τούτου, ο εναγόμενος διατηρούσε, εκτός του ως άνω εταιρικού, και προσωπικό λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με διεύθυνση ………….., στον οποίο ήταν βέβαια πιο λογικό να στείλει φωτογραφίες με τόσο προσωπικό περιεχόμενο, αν αυτό επιθυμούσε να κάνει. Η ανωτέρω δε μάρτυρας, μπορεί μεν να γνωρίζει από ιδίαν αντίληψη, ότι παρακίνησε τον εναγόμενο να διαγράψει τις επίμαχες φωτογραφίες της από το κινητό του τηλέφωνο, όπως καταθέτει, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτός τις απέστειλε κατά λάθος ή όχι, στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που διαχειριζόταν η ενάγουσα. Εξάλλου, τα όσα αναφέρουν οι μάρτυρες των εναγόμενων, συνεργάτες της εταιρίας, στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους και ειδικότερα ότι, κατά τις επισκέψεις τους στα γραφεία της, δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους να συμβαίνει κάτι που να παραπέμπει σε συμπεριφορά σεξουαλικής παρενόχλησης εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου προς την ενάγουσα, καθώς και ότι αυτή δεν έδειχνε φοβισμένη ή ανήσυχη, δεν δύνανται να αναιρέσουν τα παραπάνω αποδειχθέντα γεγονότα, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφενός μεν οι συμπεριφορές αυτές του εναγόμενου δεν θα λάμβαναν χώρα όταν ήταν μπροστά άλλα πρόσωπα, αφετέρου δε, δεν θα τις επικοινωνούσε η ενάγουσα σε τρίτους ανθρώπους, με τους οποίους είχε μια τυπική σχέση στο πλαίσιο της εργασίας που προσέφερε στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου. Ας σημειωθεί πάντως ότι, ο ενόρκως βεβαιών ………., αυτοκινητιστής, ο οποίος συνεργαζόταν με την εν λόγω εταιρία αναφέρει στην υπ΄αρ. ………/2019 ένορκη βεβαίωσή του, ότι η ενάγουσα του παραπονέθηκε ότι ‘’…καμιά φορά ο ………. (ενν. εναγόμενος) εκνευριζόταν από τη δουλειά και φώναζε και στην ίδια…’’.

Διαβάστε επίσης: Σεξουαλική παρενόχληση. Ορισμός και αποζημίωση για ηθική βλάβη εξαιτίας σεξουαλικής παρενόχλησης σε βάρος εργαζομένης [ΜΕφΘεσ 1196/2020]

Revenge porn: Αποζημίωση για ηθική βλάβη λόγω προσβολής προσωπικότητας [ΜονΕφΠειρ 12/2021] .

Revenge porn βίντεο ερωτικού περιεχομένου στο διαδίκτυο και προσωπικά δεδομένα: Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης, εφαρμογή ευμενέστερου νόμου. [ΑΠ Ποιν. 505/2020]

Υποχρεωτική η Πολιτική κατά της Βίας και της Παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο και ο ορισμός προσώπου αναφοράς («συνδέσμου») στις επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 20 ατόμων.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.