Θάνατος του εγκαλούντος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Συνέχιση της ποινικής δίκης από τους κληρονόμους. Παράσταση πολιτικής αγωγής από τους κληρονόμους.

Σε μια αστική δίκη, όταν αποβιώνει κάποιος από τους αντιδίκους, η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του, εφόσον ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των κληρονομικών δικαιωμάτων στους κληρονόμους και τηρηθούν οι διατυπώσεις δημοσιότητας. Τι συμβαίνει όμως στην ποινική δίκη και κυρίως σε περίπτωση που κάποιος από τους διαδίκους αποβιώσει?

Το ποινικό δικονομικό δίκαιο αναγνωρίζει την ιδιότητα του διαδίκου στην ποινική δίκη στον παθόντα από το έγκλημα που τελέσθηκε, για την άσκηση των αξιώσεών του που απορρέουν από το αστικό δίκαιο.

Μπορεί δηλαδή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 63 ΚΠΔ, και η πολιτική αγωγή περί αποζημίωσης και αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε από το έγκλημα, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Το ποιος νομιμοποιείται λοιπόν, ενεργητικώς να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο ως «πολιτικώς ενάγων» προσδιορίζεται από τις διατάξεις του αστικού δικαίου (914 επ. ΑΚ) και είναι δηλαδή οι παθόντες από την αξιόποινη πράξη ή οι αμέσως ζημιωθέντες από αυτήν.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δε δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική διαδικασία οι εμμέσως μόνο ζημιωθέντες από το έγκλημα και όσοι δεν έχουν υποστεί προσωπική προσβολή από το έγκλημα. Σύμφωνα δηλαδή με την υποστηριζόμενη στη θεωρία θέση, οι απλοί δικαιοδόχοι, όσοι δηλαδή απέκτησαν την αξίωση αποζημίωσης με τρόπο παράγωγο (δανειστές, εκδοχείς, κληρονόμοι), μη έχοντας υποστεί προσωπική προσβολή και άμεση ζημία από το έγκλημα δεν έχουν δικαίωμα παράστασης ως «πολιτικώς ενάγοντες» (βλ. Καρρά Α.,Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, αρ. 455, και στις εκεί παραπομπές σε Ανδρουλάκη και Ψαρούδα-Μπενάκη). Η παράσταση των κληρονόμων του θύματος στην ποινική δίκη έρχεται, σύμφωνα με τη θεωρία, σε αντίθεση με τον προσωπικό χαρακτήρα της πολιτικής αγωγής. Οι κληρονόμοι δε μπορούν να θεωρηθούν «αμέσως» ζημιωθέντες, διότι δεν υπέστησαν προσωπική ζημία από το έγκλημα και συνεπώς πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα άσκησης ή και συνέχισης της πολιτικής αγωγής από αυτούς, τόσο ως προς την αξίωση αποζημίωσης από το έγκλημα, όσο και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (βλ. Μαργαρίτη Λ., Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠοινΔικ, άρθρο 63, αρ. 10, όπου και παραπομπή σε Μαργαρίτη Λ., Πολιτική αγωγή: Θάνατος του δικαιούχου και δικαίωμα παραστάσεως των κληρονόμων του, ΠοινΔικ 2005, σελ. 1307 επ.). Τα μέλη, όμως, της οικογένειας του θύματος σε περίπτωση θανάτωσής του, δικαιούνται να ασκήσουν πολιτική αγωγή για την ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. γ΄ΑΚ, οπότε όμως ενεργούν στο δικό τους όνομα και για λογαριασμό τους.

Όμως σύμφωνα με την υποστηριζόμενη στη νομολογία θέση, επειδή σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα η αξίωση της αποζημίωσης από το έγκλημα κληρονομείται και με το θάνατο του παθόντος δικαιούχοι της αξίωσης αποζημίωσης καθίστανται οι κληρονόμοι, νομιμοποιούμενοι σε παράσταση πολιτικής αγωγής για την αξίωση αυτή της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη το θύμα. Στο σημείο, όμως, αυτό η νομολογία κάνει μια διάκριση σημαντική. Για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, απαιτεί για να θεωρηθεί η αξίωση κληρονομήσιμη, να έχει επιδοθεί για αυτήν αγωγή (933ΑΚ). Στην υπ’ αριθμ. 116/2010 απόφαση του Άρειου Πάγου κρίθηκε χαρακτηριστικά:«κατά τη διάταξη του άρθρου 933 του ΑΚ, η κατά το άρθρο 932 αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε αγωγή. Κατά συνέπεια, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, εάν αυτός, ενόσω ζούσε, με νομότυπη δήλωση στην προδικασία ή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 παράγραφοι 1 και 2 και 82 παράγραφος 1 ΚΠΔ, αφού η κατά την ποινική διαδικασία νομότυπη και παραδεκτή δήλωση άσκησης πολιτικής αγωγής εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου».

Η νομότυπη δηλαδή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του παθόντος (πριν το θάνατό του) ισοδυναμεί κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία (ΑΠ 182/2009, ΑΠ 667/2000, ΑΠ 537/1994, ΑΠ 1198/1987, ΑΠ 1064/1989 και μέρος της θεωρίας, βλ. Μαργαρίτη Λ.,Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠοινΔικ, άρθρο 63, αρ. 10, όπου και σχετικές παραπομπές), με επίδοση σχετικής αγωγής για την αξίωση της ηθικής βλάβης, με αποτέλεσμα οι κληρονόμοι του παθόντος να μπορούν να παρασταθούν ως πολιτικοί ενάγοντες στην ποινική δίκη, εφόσον ο αποβιώσας είχε δηλώσει νομότυπα (άρθρα 82 επ. ΚΠΔ) παράσταση πολιτικής αγωγής.

Ενδεικτική Νομολογία

Αριθμός 182/2009 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: (…), Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (…) (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως (…), για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (…), περί αναιρέσεως της 172/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ, 2) Ζ, 3) Ξ, ως κληρονόμους του Χ, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους (…). Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Καλαμάτας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Ιουλίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1381/2008.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 αρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του ο πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 63, 64, και 68 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, στην άσκηση της πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. Από τα ανωτέρω παρέπεται, ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και όταν η πολιτική αγωγή ασκηθεί, χωρίς να έχει αποβληθεί, για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου ή από το ίδιο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) υπό ιδιότητα όμως διαφορετική από εκείνη που είχε παραστεί πρωτοδίκως. Επίσης από τις αυτές πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τον δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του Α.Κ. (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 933 του ΑΚ η κατά το άρθρο 932 αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε αγωγή. Κατά συνέπεια, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου, μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, εάν αυτός, ενόσω ζούσε, με νομότυπη δήλωση στην προδικασία ή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 68 παρ. 1 και 2 και 82 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού η κατά την ποινική διαδικασία νομότυπη και παραδεκτή δήλωση άσκησης πολιτικής αγωγής εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. 

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 171/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γυθείου, ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου, που εξέδωσε τη πρωτόδικη απόφαση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, “εμφανίστηκε η δικηγόρος Γυθείου (…) και δήλωσε ότι βάσει του αριθμ. 13.129/ 10.8.2006 ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Βοΐων (…) παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων της συζύγου και των τέκνων του αποβιώσαντος μηνυτή Χ: 1) …, 2) Ψ, 3) Ζκαι 4) Ξ, κατά των πιο πάνω εναγομένων κατηγορουμένων και ζητεί να υποχρεωθούν να τoυς καταβάλλουν 30 ευρώ με επιφύλαξη, σαν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που τoυς προκάλεσε το αδίκημα……. Στη συνέχεια προσκόμισε και κατέθεσε στο δικαστήριο και ο Πρόεδρος διάβασε στο ακροατήριο: 1) Το υπ’ αριθμ. 13129/10.8.2006 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Βοΐων (…) και 2) το από 18.12.2006 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών”. Κατά τη παράσταση αυτής ο ήδη αναιρεσείων δια του συνηγόρου του ζήτησε την αποβολή της πολιτικής αγωγής. Το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση του απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα αυτό για αποβολή της πολιτικής αγωγής, με την σκέψη “διότι οι πολιτικώς ενάγοντες δικαιούνται να παρασταθούν ως κληρονόμοι του μηνυτή και συγκύριοι του ακινήτου”. Το Τριμελές δε Πλημμελειοδικείο, το οποίο έκρινε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την πράξη της απάτης, συνισταμένη στο ότι αυτός έχοντας ως σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, εμφανίσθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Βοιών και δήλωσε προς αυτόν ψευδώς και εν γνώσει της αναληθείας ότι σε μεταβιβαζόμενο σε αυτόν λόγω δωρεάς ποσοστό εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου, εμπεριεχόταν και τμήμα εμβαδού 45, 612 τετραγωνικών μέτρων που αποτελούσε τμήμα γειτονικού και όμορου οικοπέδου ιδιοκτησίας του μηνυτή Χ, επιδίκασε στους πολιτικώς ενάγοντες ποσό “30 ευρώ για την ηθική βλάβη που τους προκάλεσε η πράξη του κατηγορουμένου”. Ακολούθως, κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε έφεση από τον ήδη αναιρεσείοντα και, όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά της δευτεροβάθμιας δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την εκδίκαση της εφέσεων αυτής, εμφανίσθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας η δικηγόρος (…), η οποία προσκομίζοντας την από 7.3.2008 εξουσιοδότηση, δήλωσε ότι “ο Ψ, Ζ, Ξ. την εξουσιοδοτούν και της παρέχουν το δικαίωμα αντ’ αυτών και για λογαριασμό τους να εμφανιστεί σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, να παραστεί και να δηλώσει ότι οι ως άνω αναφερόμενοι παρίστανται, όπως και πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγοντες [καθώς είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του μηνυτή Χ, ο οποίος άσκησε πολιτική αγωγή για ηθική βλάβη κατά την προδικασία με την από 29.10.2002 μήνυση (καταθέτοντας και το υπ’ αριθμ. 252842/29.10.2002 παράβολο δημοσίου) και ο οποίος απεβίωσε προ της διαδικασίας στο ακροατήριο] κατά του ως άνω κατηγορουμένου για χρηματική ικανοποίηση τριάντα (30) ευρώ, ως πρωτοδίκως, με ρητή επιφύλαξη παντός δικαιώματος τους για την ηθική βλάβη που τους προκάλεσε η κρινόμενη πράξη…..”. Το Τριμελές Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε και πάλι ένοχο τον ήδη αναιρεσείοντα, για απάτη (άρ. 386 παρ. 1 ΠΚ) έκανε δεκτή τη δήλωση αυτή των πολιτικώς εναγόντων και επιδίκασε σ’ αυτούς “την πρωτόδικη επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση των 30 ευρώ για ηθική βλάβη”. Ενώπιον όμως το δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ γίνεται δεκτό ότι οι πολιτικώς ενάγοντες “παρίστανται, όπως και πρωτοδίκως” ως πολιτικώς ενάγοντες, δηλαδή, όπως δήλωσαν, “για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που τoυς προκάλεσε το αδίκημα”, ως αμέσως ζημιωθέντες οι ίδιοι, το Δικαστήριο φέρεται να δέχεται ότι αυτοί νομιμοποιούνται “καθώς είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του μηνυτή Χ, ο οποίος άσκησε πολιτική αγωγή για ηθική βλάβη κατά την προδικασία με την από 29.10.2002 μήνυση …..και ο οποίος απεβίωσε προ της διαδικασίας στο ακροατήριο”, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε ότι οι πολιτικώς ενάγοντες δήλωσαν παράσταση πολιτικής αγωγής, όχι για ηθική βλάβη που υπέστησαν οι ίδιοι, όπως δηλώθηκε πρωτοδίκως, αλλά για την ηθική βλάβη που υπέστη ο αποβιώσας ήδη παθών, η αξίωση του οποίου μεταβιβάστηκε σε αυτούς, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, αφού αυτός είχε ασκήσει πριν από το θάνατό του, κατά την προδικασία, την αξίωσή του αυτή. Επομένως, εφόσον τα πρόσωπα που παραστάθηκαν ως πολιτική αγωγή στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ήταν μεν τα ίδια, αλλά με ιδιότητα διαφορετική από εκείνη που είχαν παραστεί πρωτοδίκως, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πρώτος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πιο πάνω πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης. 

ΙΙΙ. Οι πολιτικώς ενάγοντες με το υπόμνημα που κατέθεσαν μετά τη συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης, υποστηρίζουν ότι τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό παραστάθηκαν με την ίδια ιδιότητα, δηλαδή, “ως κληρονόμοι και συγκύριοι πλέον του ακινήτου”, καθόσον με την ιδιότητα αυτή υπέστησαν άμεσα ζημία, καίτοι, όπως αναφέρουν, δεν υπήρξαν παθόντες από την παράνομη και ποινικά κολάσιμη πράξη του αναιρεσείοντος, αφού “δια των συμβολαιογραφικών πράξεων που με εντολή του συνετάχθησαν και δια των παρανόμων επεμβάσεων επί της ιδιοκτησίας μας συνεπεία της εκ μέρους του παραστάσεως ψευδών γεγονότων, εξακολουθούσαν και μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου μας και παθόντος να υφίστανται εις βάρος μας οι βλαπτικές και ζημιογόνες επενέργειες της προσπάθειας του να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος προσβάλλοντας ευθέως το περιουσιακό μας δικαίωμα……”, και ότι η γραμματέας της έδρας αυθαίρετα συμπλήρωσε στα πρακτικά ως επεξήγηση τη φράση “..καθώς είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του μηνυτή Χ, ο οποίος άσκησε πολιτική αγωγή για ηθική βλάβη κατά την προδικασία”. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι από τα πιο πάνω πρακτικά δεν προκύπτει ότι η Γραμματέας του Δικαστηρίου δεν καταχώρησε δηλώσεις του πληρεξουσίου των πολιτικώς εναγόντων, αλλά δικές της επεξηγήσεις, πρέπει να παρατηρηθεί ότι τυχόν παράσταση αυτών, όπως και πρωτοδίκως, δηλαδή για αποζημίωση για την ηθική βλάβη που οι ίδιοι υπέστησαν, δεν νομιμοποιεί αυτούς ως πολιτικώς ενάγοντες, αφού, όπως προκύπτει από τις περιεχόμενες στα πιο πάνω πρακτικά δηλώσεις του πληρεξουσίων τους, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως αυτοί δεν ήταν κύριοι του αναφερόμενου από αυτούς ακινήτου, ώστε να δύναται να ερευνηθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού του, ότι καίτοι δεν υπήρξαν παθόντες, υπέστησαν, ως αμέσως ζημιωθέντες, από την πράξη αυτή του αναιρεσείοντος και οι ίδιοι ηθική βλάβη.
Συνεπώς και με την εκδοχή ότι οι πολιτικώς ενάγοντες παραστάθηκαν, όπως και πρωτοδίκως, για ηθική βλάβη που υπέστησαν οι ίδιοι, η παράσταση αυτών δεν ήταν σύννομη. 

ΙV. Επομένως, μετά την παραδοχή ως βασίμου του πρώτου λόγου αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής στην διαδικασία του ακροατηρίου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα διάταξή της, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως της υπό κρίση αιτήσεως. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 172/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Καλαμάτας, ως προς την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα διάταξή της, Και 

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009. 
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ