Η διαθήκη και η αποκλήρωση από την κληρονομιά με διαθήκη.

Διαθήκη είναι το έγγραφο εκείνο με το οποίο ο άνθρωπος προσδιορίζει ο ίδιος τους κληρονόμους του, δηλαδή την τύχη της κληρονομικής του διαδοχής. Η διαθήκη συντάσσεται αυτοπροσώπως σύμφωνα με ορισμένους τύπους και ανακαλείται ελεύθερα. Όταν δεν υπάρχει διαθήκη επέρχεται η κληρονομική διαδοχή που προβλέπεται από το νομό.

Τα είδη των διαθηκών

Προβλέπονται από τον Αστικό Κώδικά τρεις τακτικοί τύποι σύνταξης διαθήκης, η ιδιόγραφη, η δημόσια και η μυστική, καθώς και τύποι έκτακτων διαθηκών που υπό προϋποθέσεις συντάσσονται σε πλοίο ή σε εκστρατεία ή σε περίπτωση αποκλεισμού. Τα τρία βασικά είδη είναι τα εξής: η ιδιόγραφη διαθήκη, η δημόσια διαθήκη και η μυστική διαθήκη.

Η ιδιόγραφη διαθήκη είναι η πιο απλή μορφή διαθήκης. Γράφεται από το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται (ημέρα, μήνας, έτος) και υπογράφεται από τον ίδιο. Η διαθήκη αυτή μπορεί να φυλαχθεί οπουδήποτε ή να κατατεθεί προς φύλαξη σε συμβολαιογράφο.

Η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση του διαθέτη σε συμβολαιογράφο με την παρουσία τριών μαρτύρων ή συντάσσεται ενώπιον δύο συμβολαιογράφων με την παρουσία ενός μάρτυρα. Και στις δύο περιπτώσεις οι μάρτυρες αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι σύζυγοι ή συγγενείς του διαθέτη σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού συγγένειας.

Η μυστική διαθήκη έχει δύο στάδια: Στο πρώτο στάδιο σύνταξης της μυστικής διαθήκης, ο διαθέτης συντάσσει έγγραφο που περιέχει την τελευταία του βούληση και στο δεύτερο ο διαθέτης παραδίδει ο ίδιος το έγγραφο αυτό σε συμβολαιογράφο, μπροστά σε τρεις μάρτυρες ή μπροστά σε δεύτερο συμβολαιογράφο και ένα μάρτυρα, με τη δήλωση ότι περιέχει την τελευταία του βούληση.

Αποκλήρωση από την κληρονομιά

Αποκλήρωση από την κληρονομιά είναι ο θεσμός του κληρονομικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο ο διαθέτης με τη διαθήκη του στερεί ορισμένο κατιόντα συγγενή του ή τον επιζώντα σύζυγο από το κληρονομικό μερίδιο του πριν από την επαγωγή. Σύμφωνα με το άρθρο 1839 ΑΚ, ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο, να στερήσει τον μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα, αποκληρώνοντάς τον με διάταξη τελευταίας βούλησης (δηλαδή διαθήκη). Η αποκλήρωση, προϋποθέτει πάντως τη σύνταξη (έγκυρης) διαθήκης, διότι αλλιώς, η κληρονομιά μοιράζεται “εξ αδιαθέτου”, δηλαδή όπως ορίζει ο Νόμος, με βάση τις κληρονομικές τάξεις.

Τα είδη της αποκλήρωσης

Ο νόμος προβλέπει δύο είδη αποκλήρωσης:

(α) την αποκλήρωση με ευρεία έννοια και

(β) την αποκλήρωση με στενή έννοια ή απλώς αποκλήρωση.

Στην αποκλήρωση από την κληρονομιά με ευρεία έννοια ο κληρονομούμενος με διάταξη της διαθήκης του αποκλείει τον κληρονόμο από το εξ αδιάθετου κληρονομικό δικαίωμα του, ενώ στην αποκλήρωση με στενή έννοια ο κληρονόμος στερείται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του.

Η αποκλήρωση με την ευρεία έννοια γίνεται είτε σιωπηρά, κατά τρόπο έμμεσο, με την εγκατάσταση άλλων κληρονόμων, έτσι ώστε να μην εγκαθιστά κληρονόμο το πρόσωπο που θα καλούταν στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, εάν ο κληρονομούμενος πέθανε αδιάθετος, είτε ρητά με διάταξη με την οποία ο διαθέτης δηλώνει απερίφραστα μέσα στη διαθήκη, ακόμα και χωρίς να εγκαταστήσει (ο διαθέτης) άλλον κληρονόμο ότι αποκλείει ορισμένο συγγενή ή τον σύζυγό του είτε από ολόκληρη είτε από μέρος της εξ αδιαθέτου μερίδας.

Περαιτέρω, η αποκλήρωση με ευρεία έννοια μπορεί να είναι ολική ή μερική Ολική είναι όταν ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος αποκλείεται σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη από ολόκληρη την κληρονομική μερίδα του και μερική όταν αποκλείεται από μέρος μόνο αυτή.

Πότε είναι νόμιμη η αποκλήρωση από την κληρονομιά;

Σύμφωνα με το άρθρο 1840 Α.Κ., όπου απαριθμούνται οι λόγοι υπέρ του ανιόντος, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα αν:

  • επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη,
  • προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο σύζυγό του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών,
  • έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του,
  • αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη,
  • ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο.

Ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ΄ αυτήν. Συνέπεια δε της αποκλήρωσης είναι ότι ο αποκληρούμενος μεριδούχος στερείται τη νόμιμη του μοίρα.

Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να υπάρχει έγκυρη αποκλήρωση και να επιφέρει αυτή τα έννομα αποτελέσματά της, μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά η αναγνώριση της ακυρότητας την σχετικής διάταξης βουλήσεως του διαθέτη και η απόδοση των κληρονομιαίων που αντιστοιχούν στο ποσοστό της νόμιμης μοίρας του αποκληρούμενου μεριδούχου.

Τα αποτελέσματα της αποκλήρωσης

Η αποκλήρωση με ευρεία έννοια εφόσον είναι έγκυρη, έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του συγγενή ή του συζύγου του διαθέτη από την επαγωγή της κληρονομίας, καθώς θεωρείται ότι ο αποκληρούμενος δεν υπήρχε κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη. Τούτο σημαίνει ότι στη θέση του θα χωρέσει κατά περίπτωση διαδοχή βαθμών ή προσαύξηση ή διαδοχή τάξεων στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.

Ωστόσο, ως προελέχθη, εάν ο αποκληρούμενος έχει συγχρόνως και την ιδιότητα του νόμιμου μεριδούχου, ο διαθέτης δεν μπορεί να του στερήσει τη νόμιμη μοίρα του, παρά μόνο εάν εχώρησε και αποκλήρωση με στενή έννοια.

Ειδικά, όμως, στην περίπτωση του επιζώντος συζύγου, αυτός θα στερηθεί όχι μόνο το εξ αδιαθέτου κληρονομικό του μερίδιο αλλά και το εξαίρετο (άρθρο 1820 εδ’ β ΑΚ) καθώς αυτό το παίρνει με την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος. Εντούτοις, ο διαθέτης μπορεί στη διαθήκη του να αποκλείει μεν το σύζυγο του από το εξαίρετο, όχι όμως και από το κληρονομικό του δικαίωμα.πηγή medium