Η αδυναμία αποφυγής του αδίκου κατ’ άρθρο 33 του νέου ΠΚ, ως νέος λόγος άρσης του καταλογισμού του δράστη.

Ως νέος λόγος άρσεως του καταλογισμού καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 33 στον νέο ΠΚ η καλουμένη αδυναμία αποφυγής του αδίκου. Πρόκειται για τη γνωστή στη θεωρία περίπτωση του «τραγικού διλήμματος», άλλως «της συγκρούσεως καθηκόντων», η οποία ρυθμίζεται πλέον ρητώς στον χώρο του θετικού δικαίου. Το δογματικό εδώ πρόβλημα συνέχεται με τις προϋποθέσεις αποκλεισμού του καταλογισμού του δράστη, λόγω της αδυναμίας συμμορφώσεώς του προς τις επιταγές του θετικού δικαίου.

Στο πλαίσιο της νεώτερης ποινικής διδασκαλίας, οι περιπτώσεις βουλητικής αδυναμίας συμμορφώσεως προς τις επιταγές του δικαίου έχουν συνδεθεί ιδιαιτέρως με τη θεωρία περί του «εκ πεποιθήσεως» και του «εκ συνειδήσεως δράστη», στον οποίον η συνειδησιακή σύγκρουση δημιουργεί μία αφόρητη ψυχική πίεση, ενόψει της οποίας η έννομη τάξη δεν δύναται να αξιώσει από αυτόν τη συμμόρφωσή του προς τις επιταγές του δικαίου, με αποτέλεσμα να αποκλείεται εδώ «η βουλητική πλευρά του δεοντολογικού στοιχείου του καταλογισμού», ήτοι «του άλλως δύνασθαι πράττειν».

Ωστόσο, η οριοθέτηση των περιπτώσεων αυτών δεν είναι πάντοτε πρακτικώς ευχερής, αφού η αξιόποινη συνειδησιακή πράξη δεν δύναται να τυγχάνει πάντοτε συγγνώμης, τουλάχιστον όχι σε περιπτώσεις, όπου ο δράστης εμφορείται από αρχές εμφανώς αντίρροπες προς την κρατούσα δικαιική και ηθική τάξη, ενώ αντιθέτως φαίνεται να συγχωρείται η πράξη, η ωθούμενη από αποκλίνοντα μεν, πλην συμβατά προς την αναγνωρισμένη δικαιική τάξη, κίνητρα.

Σύμφωνα με την αιτιολ. Έκθεση του νέου ΠΚ:  Ως τρίτος λόγος άρσης του καταλογισμού περιγράφεται στο άρθρο 33 η αδυναμία αποφυγής του αδίκου. Ο λόγος αυτός άρσης του καταλογισμού, ο οποίος γίνεται δεκτός από όλους τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου, διαμορφώθηκε εκτός του γραπτού δικαίου και συναντάται στα συγγράμματα του ποινικού δικαίου με διάφορες ονομασίες: άλλοτε ως «τραγικό δίλημμα», άλλοτε ως «υπέρβαση του ανθρωπίνως φευκτού της υπαιτιότητας» και άλλοτε ως «σύγκρουση καθηκόντων».

Η νομολογία, ωστόσο, μόνο κατ’ εξαίρεση τον λαμβάνει υπόψη. Αυτό επέβαλε να περιγραφεί πλέον ο συγκεκριμένος λόγος άρσης του καταλογισμού στον Ποινικό Κώδικα, καθώς ο περιορισμός της ελευθερίας επιλογής του αδίκου στις περιπτώσεις αυτές είναι αντίστοιχης έντασης με την κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ.

Με το δεδομένο αυτό, στο άρθρο 33 του Σχεδίου προβλέπεται ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν κατά την τέλεσή της βρισκόταν σε αδυναμία επιλογής μεταξύ δικαίου και αδίκου λόγω ανυπέρβλητου διλήμματος εξαιτίας σύγκρουσης καθηκόντων και η προσβολή που προκλήθηκε από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με την προσβολή που απειλήθηκε.

          Σύγκρουση καθηκόντων που αίρει τον καταλογισμό έχουμε και όταν στη σύγκρουση δύο νομικών καθηκόντων ο δράστης θυσιάζει το σημαντικότερο νομικό καθήκον έναντι του λιγότερου σημαντικού, π.χ. ο γιατρός που στην εφημερία έχει να αντιμετωπίσει δύο περιστατικά επείγοντα και επιλέγει να περιθάλψει πρώτο εκείνο που αφορούσε την αδερφή του έναντι του άλλου που ο ασθενής ήταν άγνωστος. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ακόμα και αν κριθεί πως ήταν πιο επείγον το περιστατικό με τον άγνωστο (χωρίς φυσικά να προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στον εν λόγω ασθενή) και ο γιατρός επέλεξε να περιθάλψει την αδερφή του, θα κριθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 33 (τραγικό ηθικό δίλημμα).