Εργασία στο Δημόσιο – Δημόσιοι Υπάλληλοι και απασχολούμενοι με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου – Μετατροπή σε αορίστου χρόνου

Το άρθρο 103 του Συντάγματος καθορίζει τους όρους της πρόσληψης και την κατάσταση των προσώπων που στελεχώνουν τις δημόσιες υπηρεσίες, είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι είτε συνδέονται με τη διοίκηση με συμβάσεις ή σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, εργασίας ή έργου.

Σύμφωνα με αυτό, οι πολίτες στελεχώνουν τις δημόσιες υπηρεσίες κατόπιν διαγωνισμού ή επιλογής με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια, υπόκεινται δε στον έλεγχο της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που ορίζει ο νόμος 3812/2009 και είναι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Ο λόγος της ρύθμισης είναι προφανής και συνίσταται στην εξασφάλιση της διαφάνειας και της αμεροληψίας και αντίστοιχα στην αποφυγή οποιασδήποτε εύνοιας και δημιουργίας πελατειακών σχέσεων εντός των δημοσίων υπηρεσιών.

Περαιτέρω, εφόσον γίνει η επιλογή με τον τρόπο που προβλέπει το Σύνταγμα και εξειδικεύει ο νόμος, ο πολίτης λαμβάνει μία οργανική θέση, δηλαδή θέση η οποία με κριτήριο το συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας και σύμφωνα με το νόμο είναι καίρια για τη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ομαλά. Σε αυτή γίνεται πια μόνιμος.

Πέρα από τους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους που κατέχουν οργανικές θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, υπάρχουν και πρόσωπα τα οποία με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή συμβάσεις μίσθωσης έργου, που προβλέπονται από το νόμο, καλούνται να καλύψουν σε αυτές είτε οργανικές θέσεις είτε θέσεις για πρόσκαιρες και επείγουσες ανάγκες. Τα πρόσωπα αυτά δεν είναι μόνιμα και μάλιστα κατ’ επιταγή του Συντάγματος απαγορεύεται να μονιμοποιηθούν ή να καταστούν οι συμβάσεις τους με τη διοίκηση συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου από το νόμο.

Το θέμα της μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου είναι εξαιρετικά επίκαιρο στη σύγχρονη εποχή, όπου γίνεται μεγάλος δικαστικός αγώνας εκ μέρος των εργαζομένων ενόψει των επιταγών του κοινοτικού δικαίου περί απαγόρευσης της κατάχρησης των εργαζομένων από τους εργοδότες τους μέσω της σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου, ενώ εκείνοι εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Σύμφωνα με τα ελληνικά δικαστήρια, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα, με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας.

Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την κάλυψη, τύποις, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και τελικά στην «τακτοποίηση» του προσληφθέντος κατά τα ως άνω με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού δια της συστάσεως οργανικών θέσεων για την κάλυψη των εν λόγω παγίων και διαρκών αναγκών και δια της πληρώσεως των οργανικών αυτών θέσεων από το ίδιο προσωπικό, είτε με το διορισμό του ως δημοσίου υπαλλήλου είτε με την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό όλων των λοιπών ενδιαφερομένων που θα ηδύνατο να διεκδικήσουν τις θέσεις αυτές βάσει παγίων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας. Για να αποτρέψει, λοιπόν, τη συνέχιση αυτής της τακτικής  προσέθεσε τη διάταξη της παραγράφου 8, που απαγορεύει τη μονιμοποίηση  και τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου σε αορίστου χρόνου.

Πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, είχε θεσπιστεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας η οδηγία 1999/70/ΕΚ αναφορικά με την εργασία ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα και την υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη να θεσπίσει στο εσωτερικό του κράτους κανόνες δικαίου για την εφαρμογή της και την επιδίωξη του σκοπού της. Με τις ρήτρες της 4 και 5 καθορίζει το ρυθμιστικό πλαίσιο, εντός του οποίου δύναται να κινηθεί ο εθνικός νομοθέτης για την επίτευξη των σκοπών της.

Σημειωτέον ότι με αυτή δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, τα δε κράτη μέλη έχουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου χωρίς να επιβάλλεται ο χαρακτηρισμός τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων αορίστου, αφού αυτό προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (‘όταν χρειάζεται’). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του νομοθέτη, κυρώσεων εις βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου.

Ο Έλληνας νομοθέτης προκειμένου να εναρμονίσει το εθνικό δίκαιο με την κοινοτική οδηγία και να θεσπίσει διατάξεις που θα θέτουν περιορισμούς στην κατάχρηση των εργαζομένων θέσπισε το Π.Δ. 164/2004, για τους συμβασιούχους του Δημοσίου, το οποίο ορίζει ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου, με τις οποίες ο εργαζόμενος καλύπτει διαρκείς και πάγιες ανάγκες είναι άκυρη και ο εργαζόμενος που παρείχε την εργασία του υπό αυτές τις συνθήκες έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέστηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας  ή έργου, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό που δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του.

Κατά συνέπεια, η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο έγινε με σεβασμό της απαγόρευσης μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, που θεσπίστηκε με την 103 παρ. 8 Σ, καθόσον δεν προβλέφθηκε ως κύρωση για τη χρησιμοποίηση από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου η μετατροπή αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου αλλά η ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων με δυνατότητα του εργαζομένου υπό αυτή να αποζημιωθεί κατά τους όρους του οικείου Π.Δ.

Μοναδική περίπτωση μετατροπής των συμβάσεων σε συμβάσεις αορίστου χρόνου προβλέπεται στο άρθρο 11 του ίδιου Π.Δ. κατά το οποίο είναι δυνατή η μετατροπής σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ή μίσθωσης έργου αν ο εργαζόμενος απασχολείται στον ίδιο φορέα του Δημοσίου τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα των 24 μηνών συνολικά πριν τη θέση του Π.Δ. σε εφαρμογή, ήτοι πριν την 19η.07.2004.

Τα ελληνικά δικαστήρια ερμηνεύουν ομοιόμορφα τις περιπτώσεις αυτές, δεχόμενα ότι μετατροπή τέτοιων συμβάσεων σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου δε χωρεί πλην της περίπτωσης του άρθρου 11. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις υπ’ αριθμ. 64/2010 ΑΠ, 422/2010 ΑΠ, 463/2010 ΑΠ, 113/2009 ΑΠ, 271/2009 ΑΠ, 1041/2009 ΣτΕ, 197/2008 ΑΠ, 2228/2007 ΣτΕ.lawsaννιdου

Εντούτοις μία πολύ σημαντική απόφαση εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) αναφορικά με το ζήτημα των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολούμενου στον δημόσιο τομέα. Πράγματι, με την απόφαση της 19.03.2020 του Δ.Ε.Ε. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-103/2018 Domingo Sanchez Ruis κατά Comunidad de Madrid και C-429/2018 Berta Fernadez Alvarez κατά Comunidad de Madrid το Δικαστήριο έκρινε ότι, τα κράτη ­- μέλη και/ή οι κοινωνικοί εταίροι δεν δύνανται να εξαιρούν από την έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας­ πλαισίου (παράρτημα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου) για την εργασία ορισμένου χρόνου, την περίπτωση όπου εργαζόμενος ο οποίος προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ήτοι για την κάλυψη κενής θέσης έως την οριστική πλήρωσή της, διορίζεται επανειλημμένα στην ίδια θέση την οποία καλύπτει αδιαλείπτως επί σειρά ετών και ασκεί, σταθερά και χωρίς διακοπή, τα ίδια καθήκοντα, όταν η μακροχρόνια διατήρηση του εργαζομένου στην κενή αυτή θέση αποτελεί συνέπεια της μη τήρησης εκ μέρους του εργοδότη της επιβαλλόμενης από τον νόμο υποχρέωσής του να οργανώσει, εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, διαδικασία επιλογής για την οριστική πλήρωση της ως άνω κενής θέσης και όταν, εξ αυτού του λόγου, η σχέση εργασίας παρατεινόταν σιωπηρά από έτος σε έτος.

Επίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης εκ μέρους εργοδότη που υπάγεται στον δημόσιο τομέα διαδοχικών σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η συγκατάθεση του θιγόμενου εργαζομένου για την ίδρυση και/ή την ανανέωση των σχέσεων αυτών εργασίας δεν αίρει την καταχρηστικότητα της συμπεριφοράς του εν λόγω εργοδότη, ώστε να μην εφαρμοστεί στην περίπτωση αυτού του εργαζομένου η συμφωνία­ πλαίσιο.

Επίσης, το Δικαστήριο περιέλαβε στο σκεπτικό της απόφασης σκέψεις που κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι, κριτήριο για την κατάφαση ότι διαδοχικώς συναπτόμενες συμβάσεις αποτελούν στην πράξη μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πρέπει να είναι όχι τα τυχόν διαστήματα που μεσολαβούν μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων (όπως προβλέπεται στο ημέτερο Π.Δ. 164/2004), αλλά ιδίως η φύση της εργασίας που παρέχουν οι εργαζόμενοι και ο πάγιος και διαρκής χαρακτήρας των καθηκόντων τους. Και τούτο διότι δεν μπορεί να παραγνωριστεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος ικανοποιεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τον απασχολεί καθότι διορίζεται μονίμως και σταθερά στην ίδια θέση, με τα ίδια καθήκοντα και ικανοποιώντας τις ίδιες ανάγκες του εργοδότη. Μάλιστα το γεγονός ότι επίκειται η πρόσληψη μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη των αναγκών που καλύπτονται με τις διαδοχικές συμβάσεις δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ικανό, ώστε να θεωρηθεί ότι οι συμβάσεις αυτές επιβάλλονται από αντικειμενικούς λόγους και άρα δικαιολογούνται.

Εξάλλου, το Δικαστήριο τόνισε ότι, στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων ο κανόνας θα πρέπει να είναι η φροντίδα για τη σύναψη σταθερών εργασιακών σχέσεων, κανόνας που εν πολλοίς ικανοποιείται με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.

Με την εν λόγω απόφαση προσφέρεται ένα ισχυρό νομολογιακό έρεισμα στις πολλές κατηγορίες εργαζομένων που δυστυχώς απασχολούνται στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες των φορέων που τους απασχολούν υπό καθεστώς, όμως, ερνασιακής αβεβαιότητας, οφειλόμενης στην καταχρηστική πρακτική που υιοθετούν οι φορείς που τους απασχολούν, δηλαδή αυτή της σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ή έργου), ενόψει της προκήρυξης μελλοντικά διαγωνισμού για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού, η οποία πάντοτε καθυστερεί και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προκηρύσσεται ποτέ.