Αποζημίωση σε βάρος τράπεζας για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δανειολήπτης από παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμούς αυτών, καθώς και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της καθυστέρησης στην ικανοποίηση των αιτημάτων του. [ΜΠρΠειρ 221/2022]

”Ο εκκαλών, με την αγωγή του, ισχυρίζονταν ότι την 23.11.2010 συνήψε με την εναγόμενη τραπεζική εταιρία στη Νίκαια Αττικής σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου με αριθμό ./2010, αρχικού ποσού 45.000,00 ευρώ και με τους αναφερόμενους όρους, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα εγκατάστασης φωτοβολταϊκού συστήματος.

Ότι παράλληλα με τη σύναψη της ως άνω σύμβασης, προέβη σε σύσταση ενεχύρου προς εξασφάλιση της, εκχωρώντας τις απαιτήσεις που διατηρούσε έναντι της ΔΕΗ Α.Ε., δυνάμει της από 7.6.2010 σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

Ότι από τον Ιούνιο του 2012 αναγκάστηκε να προβεί σε διαπραγματευθείς με τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης, προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης, με σκοπό να επιτύχει μείωση της δόσης εξυπηρέτησης του δανείου του με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του.

Ότι προς τον σκοπό αυτό συναίνεσε στην παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας σε ακίνητο ιδιοκτησίας του στη Σαλαμίνα, στο οποίο και είχε εγκατασταθεί το φωτοβολταϊκό σύστημα.

Ότι επί έξι μήνες ανέμενε την υλοποίηση της τροποποίησης των όρων δανεισμού και όταν τελικά η εναγόμενη απάντησε ότι δεν ικανοποιείται από το εν λόγω ακίνητο, υπέβαλε την 7.9.2012 εκ νέου το αίτημα του, προσφέροντας έτερο ακίνητο της ιδιοκτησίας του.

Ότι εν συνεχεία η εναγόμενη του απέστειλε εξώδικο καλώντας τον να ρυθμίσει τις οφειλές του, χωρίς ωστόσο να υφίστανται τέτοιες, καθόσον ο ίδιος ήταν ενήμερος.

Ότι ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις υπογραφής πρόσθετης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης, ξεκίνησαν αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, από διαφορετικούς προστηθέντες της εναγομένης με σκοπό την ενημέρωση του για προγράμματα ρύθμισης οφειλών.

Ότι παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ενημέρωσε πολλάκις τους προστηθέντες της εναγομένης για το ευρισκόμενο σε φάση υλοποίησης αίτημα τροποποίησης των όρων του δανεισμού, οι τηλεφωνικές οχλήσεις πολλαπλασιάστηκαν, αποδέκτης των οποίων πλην του ενάγοντος υπήρξε και η ήδη από την 25.8.2014 αποβιώσασα μητέρα του.

Ότι εν τέλει, κατόπιν σωρείας επιστολών και επιτόπιων μεταβάσεων σε διάφορα υποκαταστήματα της εναγομένης, την 21.6.2013, ο ενάγων συναίνεσε ενώπιον Δικαστηρίου στην εγγραφή προσημείωσης επί ακινήτου ιδιοκτησίας του, χωρίς να έχει ενημερωθεί προσηκόντως για τους νέους όρους αποπληρωμής της οφειλής του.

Ότι κατόπιν η εναγόμενη τον προέτρεψε να συνυπογράψει την από 1.7.2013 πρόσθετη πράξη με την οποία δεσμευόταν για το ύψος της οφειλής μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα του ποσού, ενώ η πρόσθετη αυτή πράξη δεν προέβλεπε ούτε χρόνο έναρξης πληρωμής και λήξης της συμβατικής σχέσης, ούτε επιτόκιο αποπληρωμής.

Ότι στην ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης ο ενάγων απάντησε με την απεύθυνοη του στην Ανεξάρτητη Αρχή «Συνήγορος του Καταναλωτή», υποβάλλοντας την 5.2.2014 αίτημα να ενημερωθεί εγγράφως για το σύνολο των ειδικότερων τροποποιημένων πια όρων της δανειακής του σύμβασης.

Ότι μετά από πληθώρα επιστολών από τον Συνήγορο του Καταναλωτή προς την εναγομένη, η τελευταία προέβη στην αποστολή νεότερης εξώδικης επιστολής προς τον ενάγοντα με την οποία δήλωνε ότι θα προβεί σε καταγγελία του δανείου και σε δικαστικές ενέργειες εναντίον του. Ότι η εναγομένη προέβη σε παράνομες χρεώσεις του ενάγοντος συνολικού ποσού 1.492,06 ευρώ και πλέον συγκεκριμένα χρέωσε το λογαριασμό εξυπηρέτησης του επίδικου δανειακού προϊόντος: α) την 14.5.2013 με το ποσό των 1.210,00 ευρώ με την αιτιολογία «ΕΞΟΔΑ ΑΛΛΑ ΕΞΑΣΦ Δ/.», β) την 14.1.2014 με το ποσό    των    71,00 ευρώ με την αιτιολογία «ΕΞΟΔΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡ .» και γ) την 21.5.2014 με το ποσό των 50,50 ευρώ με την αιτιολογία «ΕΞ ΚΟΙΝ/ΣΗΣ .» και δ) με το ποσό των 160,48 ευρώ για τόκους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης.

Ότι η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης, καθώς και οι συνεχείς τηλεφωνικές οχλήσεις της δια των προστηθέντων της προς τον ενάγοντα και την μετέπειτα αποβιώσασα μητέρα του καθ’ όλο το διάστημα της προσπάθειας εκ μέρους του να επιλυθεί συμβιβαστικά η μεταξύ τους διαφορά, προσέβαλαν την τιμή και την αξιοπρέπεια του και του προκάλεσαν ψυχική ταλαιπωρία.

Ότι με την προεκτεθείσα ανυσυμβατική, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της η εναγόμενη τραπεζική εταιρία του προκάλεσε περιουσιακή ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται αποζημίωση ίση με τα ποσά που αναλύονται ανωτέρω καθώς και ηθική βλάβη, λόγω της στεναχώριας που δοκίμασε και της διάψευσης της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ αυτού και της εναγομένης, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.

Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, επικαλούμενος ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει αφενός αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία που υπέστη, συνιστάμενη στο ποσό των 1.492,06 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη στο ποσό των 15.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Τέλος ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.

Η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας και ακολούθησε η έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης που, αφού έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 288, 297, 298, 299, 330, 346, 361, 334, 914, 919, 922, 932 ΑΚ, 1 παρ. 3, 4 και 8 Ν. 2251/1994, 218, 907, 908 παρ. 1 και 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολο της.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών για τους λόγους που αναφέρονται στην κρινόμενη έφεση, που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της.

Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 8) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος – ζημίας, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα (ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1269/2017, ΤΝΠ Νόμος).

Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος (ενώ είναι αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά).

Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της Κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής, συνεπούς συμπεριφοράς και της υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων .

Στην έννοια της κατά το άρθρο 914 Α Κ υπαιτιότητας περιλαμβάνεται ο δόλος και η αμέλεια του παρανόμους πράξαντος ή παραλείψαντος με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας (ΑΠ 345/2017 ο.π.). Επομένως, υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία.

Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. (ΕφΚρητ 10/2021, ΤΝΠ Νόμος).

Επιπλέον και ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως, στα άρθρα 9γ – 9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν, ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως, σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 90 του Ν. 2251/1994, βλ. ΑΠ 1228/2019, ΕφΑΘ 662/2018 ΤΝΠ Νόμος).

Επομένως, οι ανωτέρω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται η αστική ευθύνη σε αποζημίωση εξαιτίας αδικοπραξίας, δε διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, που διέπει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις ευθύνης ένεκα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 & 4 στοιχ. Λ’, σύμφωνα με το οποίο καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται ο την αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους.

Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασης τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασης τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη (ρύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΛΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης (Ολ ΑΠ 13/2015 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, η ρύθμιση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται απ’ αυτόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους απόδειξης.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 Ν. 2251/1994. όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 3587/2007, η αντιστροφή αυτή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίος και στο μέγεθος της παρανομίας, διότι παραλλήλως των εννοιολογικών διακρίσεων μεταξύ αυτής και του πταίσματος, που δεν’ αμφισβητούνται και εξακολουθούν να υφίστανται, η προσέγγιση των σχετικών όρων θεμελίωσης της ευθύνης από την οπτική της αμέλειας επιδρά στη συγκράτηση του περιεχομένου της τελευταίας κατά τρόπο, ώστε μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης έννοιας να αποτυπώνεται και η εκδήλωση μιας μορφής παράνομης συμπεριφοράς.

Εξαιτίας της διαλαμβανόμενης στον προαναφερόμενο κανόνα κατανομής του βάρους απόδειξης στην περίπτωση που η ευθύνη του υπόχρεου αποζημίωσης θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδήλωσης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, τη μη ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην τελευταία και τη ζημία ή τη συνδρομή κάποιου λόγου άρσης ή μείωσης της ευθύνης του (ΑΠ 536/2012, ΛΠ 1227/2007, ΕφΛαμ 8/2018, ΤΝΠ Νόμος).

Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεωθείς, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους: α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη’ πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκόψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία.

Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο γιατί μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν’ μέρει και εξάρτησης του πελάτη καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών.

Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της.

Έτσι η τράπεζα έχει υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της. πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η τράπεζα.

Περαιτέρω, στο πλαίσιο όλων εν γένει των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται πέραν των υποχρεώσεων των μερών για κύρια παροχή και επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστη.» και των συναλλακτικών ηθών, διευρύνοντας το περιεχόμενο της ενοχής.

Επομένως και αυτές οι υποχρεώσεις, παρότι προβλέπονται στο νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (και να είναι) συμβατικές, με συνέπεια η παράβαση τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής. Η παραπάνω αρχή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης.

Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 ΑΚ) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών.

Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 ΑΚ) η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας.

Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται αϊτό άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της.

Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές «υποχρεώσεις» αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια.

Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, που θεωρούνται επίσης συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη. Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών όσον αφορά η σχετική σύμβαση.

Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον».

Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και ίο γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε, κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβαση της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη. Ακόμη, όταν η πράξη ή η παράλειψη που συνιστώ αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, είναι συγχρόνως και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής. Τότε μόνο οφείλεται αποζημίωση αν το γεγονός γενικότερα που δημιουργεί την ευθύνη, υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας.

Η σχέση αυτή αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού κατ’ αρχήν να ιδρύσει ευθύνη και της ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει όταν η συμπεριφορά του δράστη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το εάν το καταλογιζόμενο στον παρ’ ου ζητείται η αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την επελθούσα ζημία, θα κριθεί κατά την ορθότερη άποψη με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσόμενου του οικείου κύκλου δραστηριότητας, επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών τα οποία ήταν κατά το χρόνο στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σε αυτόν (ΕφΑΘ 4617/2012 ΤΝΠ Νόμος. ΜΕφΛαρ 113/2016).

Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ. στην οποία ορίζεται ότι όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, τ του επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου.

Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία (ΑΠ 55/2003 ΤΝΠ Νόμος). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλο κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγο.) ηθικής βλάβης (ΜΕφΛαμ 61/2020 ΤΝΠ Νόμος).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και έξι λεπτών (3.492,06 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοοης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.” πηγή dsanet

Διαβάστε επίσης: Νέος πτωχευτικός και ρύθμιση οφειλών, πτώχευση και δεύτερη ευκαιρία. Προυποθέσεις και διαδικασία πτώχευσης. [Ν 4738/2020]

Ακύρωση πλειστηριασμού επισπευδόμενου από fund και ολοκλήρωση διαπραγματεύσεων με επίτευξη ρύθμισης εντός του πλαισίου βιωσιμότητας της επιχείρησης.

Τρόποι απαλλαγής εγγυητή από δάνειο. Δικαστικές αποφάσεις και προυποθέσεις απαλλαγής.

Για οποιαδήποτε απορία σχετικά με την υπόθεσή σας, επικοινωνήστε μαζί μας και εξειδικευμένοι δικηγόροι με εμπειρία, θα αναλάβουν να σας παρέχουν τις κατάλληλες νομικές συμβουλές. Δικηγορικά γραφεία στην Αθήνα και την Καβάλα. Δυνατότητα απομακρυσμένου ραντεβού. Παράσταση σε όλη την Ελλάδα.