Ανωτέρα βία, τυχηρά γεγονότα και υπαιτιότητα.

Το άρθρο 330 ΑΚ ορίζει ότι «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές»Η ευθύνη του οφειλέτη προς αποζημίωση σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεών του από ενοχή διέπεται από την αρχή της υπαιτιότητας, όπερ σημαίνει ότι τότε μόνο υπέχει ευθύνη, όταν βαρύνεται με υπαιτιότητα (= πταίσμα), δηλαδή με δόλο ή αμέλεια (330, 335, 337 και 382 ΑΚ)[1]. Η υπαιτιότητα αποτελεί προϋπόθεση άλλοτε για την ίδια τη γένεση (πρωτογενούς) ενοχής και ευθύνης (έτσι στην αδικοπρακτική και προσυμβατική ευθύνη – άρθρα 914 επ. και 198 ΑΚ αντίστοιχα) και άλλοτε για την τροπή πρωτογενούς ενοχικής υποχρέωσης (που γεννήθηκε ανεξάρτητα από υπαιτιότητα) σε δευτερογενή υποχρέωση και ευθύνη προς αποζημίωση (έτσι στις περιπτώσεις ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής που δημιουργήθηκε από σύμβαση ή από άλλο λόγο – άρθρα 335 ΑΚ επ.). Ο κανόνας της πλήρους ευθύνης για κάθε πταίσμα (omnis culpa) που συνιστά το θεμέλιο της αστικής ευθύνης στο ισχύον σύστημα αποζημιώσεων είναι δεδομένος. Καθιερώνεται, δε, στον ημέτερο Αστικό Κώδικα ενιαία έννοια πταίσματος, είτε πρόκειται για ενδοσυμβατική, είτε για αδικοπρακτική ευθύνη.

Με την υπαιτιότητα ο νόμος εννοεί, σύμφωνα και με τις επιστημονικές αντιλήψεις, τον ψυχικό δεσμό του προσώπου προς μία ενέργειά του ή το αποτέλεσμα αυτής, δεσμό ο οποίος δικαιολογεί τον σε βάρος του προσώπου αυτού ψόγο. Κατ’ άλλη διατύπωση, υπαίτια συμπεριφορά ενός προσώπου είναι αυτή που επιτρέπει να του αποδοθεί προσωπικά μομφή για την πράξη του, να θεωρηθεί το πρόσωπο αυτό ψυχικά υπεύθυνο γι’ αυτήν. Κρίσιμο κριτήριο είναι η αποδοκιμασία του προσώπου του δράστη, όχι απλώς της πράξης του.

Διακρίνονται δύο βαθμοί υπαιτιότητας, ανάλογα με τη βαρύτητά της. Ο δόλος (η βαρύτερη περίπτωση) και η αμέλεια. Επί το ειδικότερον, συνδρομή του δόλου θεμελιώνεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν ο δράστης κατευθύνει τη βούλησή του κατευθείαν στο παράνομο αποτέλεσμα, ήτοι επιδιώκει το αποτέλεσμα αυτό, β) όταν ο δράστης δεν επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, αλλά προβλέπει ότι αυτό θα επέλθει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του και μολαταύτα προβαίνει σ’ αυτή, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα και γ) όταν ο δράστης, χωρίς να επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, προβλέπει ότι αυτό θα επέλθει ως ενδεχόμενη (όχι αναγκαία) συνέπεια της πράξης του και μολαταύτα την επιχειρεί, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα. Κοινό γνώρισμα των ανωτέρω περιπτώσεων είναι ότι ο ζημιών επιδοκιμάζει, ήτοι αποδέχεται τελικά το παράνομο αποτέλεσμα (θεωρία της αποδοχής ή επιδοκιμασίας).  Εάν ο δράστης θέλει το παράνομο αποτέλεσμα, ήτοι το επιδιώκει ή το προβλέπει σαν αναγκαίο και το αποδέχεται (ανωτέρω περ. α΄ και β΄), γίνεται λόγος για άμεσο δόλο (dolus directus). Εάν ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα σαν ενδεχόμενο και το αποδέχεται (ανωτέρω περ. γ΄) γίνεται λόγος για ενδεχόμενο δόλο (dolus eventualis). Αντιθέτως, αμέλεια συντρέχει είτε όταν ο δράστης προβλέπει το ενδεχόμενο επέλευσης του παράνομου αποτελέσματος αλλά ελπίζει ότι θα το αποφύγει (ενσυνείδητη αμέλεια), είτε όταν ο δράστης δεν επιδεικνύει την απαιτούμενη προσοχή και έτσι δεν προβλέπει το παράνομο αποτέλεσμα (άνευ συνειδήσεως αμέλεια). Ως προς το μέτρο της απαιτούμενης επιμέλειας για την αποτροπή του αποτελέσματος, γίνεται δεκτό ότι αυτό καθορίζεται αντικειμενικά, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του επαγγελματικού, κοινωνικού, οικονομικού κ.λπ. κύκλου στον οποίο εντάσσεται ο ζημιών.Σύμφωνα με έτερη άποψη (υποκειμενική θεωρία) λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές ιδιότητες του δράστη, με τις οποίες παρασκευάζεται και εκδηλώνεται η βούληση.

Κατ’ αντιδιαστολή προς τα ανωτέρω, ο όρος τυχηρά (γεγονότα) χρησιμοποιείται για όλα τα περιστατικά που δεν οφείλονται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος. Πρόκειται, δηλαδή, για τα περιστατικά εκείνα που, σύμφωνα με την αρχή της υπαιτιότητας, δε δημιουργούν ευθύνη για το πρόσωπο αυτό. Κατά τούτο, ο νόμος χρησιμοποιεί σχετικά, εκτός από τους όρους «τύχη» ή «τυχαίο» γεγονός ή περιστατικό (ΑΚ 311, 344, 391, 549, 640, 731 κ.λπ.) και την έκφραση «γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη» (ΑΚ 336, 338, 342 κ.λπ.). Τα τυχηρά (υπό ευρεία έννοια) υποδιακρίνονται στα τυχηρά υπό στενή έννοια (ή απλά, συνήθη τυχηρά) και στα γεγονότα ανωτέρας βίας. Όποιο τυχηρό δεν εμπίπτει στην έννοια της ανωτέρας βίας, είναι τυχηρό υπό στενή έννοια.

Το τυχηρό υπό ευρεία έννοια μπορεί να ορισθεί, κατά τον ακριβέστερο τρόπο, αρνητικά, ώστε να περιλάβει ο,τιδήποτε δεν είναι δόλος ή αμέλεια του δράστη. Εκεί που τελειώνει η αμέλεια, αρχίζουν τα τυχηρά. Στο περιεχόμενό τους, έτσι, ανήκουν τα γεγονότα που δεν προβλέφθηκαν, ούτε μπορούσαν να προβλεφθούν ή να αποφευχθούν από ένα μέσο εχέφρονα άνθρωπο.

Ως ήδη ελέχθη, στην ευρεία έννοια του τυχηρού γεγονότος εντάσσεται και η ανωτέρα βία (vis major), η οποία περιλαμβάνει βασικά τις ακραίες περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών που είναι, για τις ανθρώπινες δυνάμεις, αδύνατο να αποτραπούν ή τουλάχιστον δυσκολότερο απ’ ό,τι τα λοιπά τυχηρά, ήτοι τα υπό στενή εννοία, τα οποία βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια.Έτεροι νόμοι, κυρίως παλαιότεροι, χρησιμοποιούν και τη διατύπωση «ακαταμάχητος δύναμις» (βλ. ΕμπΝ 96, 97, 102, 103) που είναι συνώνυμη προς την ανωτέρα βία. Η οριοθέτηση των περιπτώσεων ανωτέρας βίας (επομένως και ο ορισμός της, καθώς και ο προσδιορισμός του χώρου που απομένει μεταξύ αυτής και της αμέλειας, ήτοι του χώρου που καλύπτεται από τα τυχηρά υπό στενή έννοια) είναι δυσχερής. Σχετικά διδάσκονται δύο θεωρίες, η αντικειμενική και η υποκειμενική. Η αντικειμενική (ή απόλυτη) θεωρία αντιλαμβάνεται στενότερο τον κύκλο των περιστατικών ανωτέρας βίας. Θεωρώντας κρίσιμο για την έννοιά τους το να είναι τα περιστατικά αυτά από την ίδια τους τη φύση αναπότρεπτα, τα αναζητεί τελικά σε μόνα τα «εξωτερικά» σε σχέση με τον οφειλέτη γεγονότα. Έτσι, ως γεγονότα ανωτέρας βίας εννοούνται εκείνα που αντικειμενικά βρίσκονται έξω από το πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη και, επομένως, δεν μπορούν να αποτραπούν από αυτόν. Αντιθέτως, η υποκειμενική (ή σχετική) θεωρία που είναι η κρατούσα στην Ελλάδα, διευρύνει κατ’ αποτέλεσμα τον κύκλο των περιστατικών ανωτέρας βίας, εντάσσοντας σ’ αυτόν και γεγονότα «εσωτερικά». Τούτο σημαίνει ότι δεν απαιτεί γι’ αυτά το στοιχείο της «έξωθεν» προέλευσής τους, αλλά θεωρεί κρίσιμο μόνο το γεγονός ότι τα περιστατικά αυτά είναι απρόβλεπτα (άρα ασυνήθιστα) και αναπότρεπτα, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του ζημιώσαντος. Το απρόβλεπτο είναι η αντικειμενική αφετηρία και η (ανεπιτυχής) επίδειξη άκρας επιμέλειας προς αποτροπή του το υποκειμενικό στοιχείο. Τα ως άνω θεωρητικώς κρατούντα περί ανωτέρας βίας αποτελούν και νομολογιακή παραδοχή, αφού, κατά πάγια νομολογία, ως ανωτέρα βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης του μέσου ανθρώπου[2].

Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο κανόνας είναι ότι δεν υπάρχει ευθύνη για τα τυχηρά. Το γεγονός ότι η ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει κατ’ αρχήν πταίσμα (πταισματική ή υποκειμενική ευθύνη) και ότι παύει να υπάρχει όταν η ζημία οφείλεται σε τυχηρό γεγονός, δημιουργεί την κρισιμότητα της οριοθέτησης μεταξύ αμέλειας και τυχηρών. Κατ’ εξαίρεση μόνο, μπορεί να επεκταθεί η ευθύνη του προσώπου, ώστε να περιλάβει όλα ή ορισμένα από τα τυχηρά. Η επέκταση αυτή είτε χωρεί με δικαιοπραξία, είτε προβλέπεται ευθέως εκ του νόμου. Όταν η επέκταση της ευθύνης συντελείται με σύμβαση (361 ΑΚ), είναι θέμα της βούλησης των μερών, εάν ο οφειλέτης θα ευθύνεται για όλα ή όχι και ποια τυχαία περιστατικά. Σε περίπτωση αμφιβολίας, γίνεται ευλόγως δεκτό ότι τα μέρη δεν ήθελαν ευθύνη και για περιστατικά ανωτέρας βίας, αφ’ ης στιγμής και συνετοί συμβαλλόμενοι δεν αναλαμβάνουν συνήθως κινδύνους από απρόβλεπτα και αστάθμητα περιστατικά. Όταν την ευθύνη επεκτείνει ο νόμος με διάταξη που εισάγει εξαίρεση από την αρχή της υπαιτιότητας, συνιστά ζήτημα ερμηνείας αυτής της διάταξης να διαγνωσθεί ως ποιο σημείο ήθελε ο νομοθέτης να εκτείνεται η ευθύνη. Σε πολλές, πάντως, περιπτώσεις, ο νόμος, επεκτείνοντας την ευθύνη του οφειλέτη ώστε να καταλαμβάνει και τα τυχηρά, αποκλείει από αυτά κάθε περιστατικό ανωτέρας βίας. Όπως και στη συμβατική επέκταση της ευθύνης, και εδώ θα ήταν ορθότερο και συνεπέστερο προς την αρχή της υπαιτιότητας να γίνει δεκτό ότι, εν αμφιβολία, η ευθύνη δεν καλύπτει και τα περιστατικά ανωτέρας βίας. Στις περιπτώσεις δε ρητά ή σιωπηρά συναγόμενου αποκλεισμού της ευθύνης μόνο για ανωτέρα βία, τίθεται το ερώτημα πώς εννοεί ο νόμος την έννοιά της. Η απάντηση αποτελεί, και πάλι, ζήτημα ερμηνείας. Δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για τη νομοθετική βούληση η φύση ή ο σκοπός της ρυθμιζόμενης ενοχής και η σχέση των συμφερόντων αλλά και της οικονομικής ισχύος των μερών. Με τα κριτήρια αυτά, που μπορεί να παραλλάσσουν από διάταξη σε διάταξη, και όχι με αφηρημένους, γενικούς εννοιολογικούς προσδιορισμούς, θα ανευρεθεί ποια είναι η ορθή κατανομή των κινδύνων μεταξύ των μερών, ήτοι πότε απαλλάσσεται ο ζημιώσας για ανωτέρα βία.πηγηefotopoulou