Πότε η πράξη του κατηγορουμένου δεν είναι τελικά άδικη? Οι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα του εγκλήματος.

Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, ο κατηγορούμενος για μια παράνομη πράξη καταδικάζεται τελικά για αυτήν, εάν η πράξη του είναι τελικά άδικη (αντικειμενικό στοιχείο), εάν η πράξη του μπορεί να καταλογιστεί σε αυτόν (υποκειμενικό στοιχείο) και αν δεν συντρέχουν λόγοι εξάλειψης του αξιόποινου του χαρακτήρα της.

Αναφορικά με την πρώτη προυπόθεση για την καταδίκη του κατηγορουμένου, η κρίση για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης συντελείται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση εξετάζεται αν η πράξη είναι αρχικά άδικη και στη δεύτερη φάση εξετάζεται αν η αρχικά άδικη πράξη είναι και τελικά άδικη.

Αρχικά άδικη χαρακτηρίζεται μια πράξη όταν αυτή είναι τυποποιημένη, όταν προβλέπεται δηλ. ως έγκλημα σε κάποιο ποινικό νόμο. Πχ αν ο Α αφαίρεσε παράνομα ένα αντικείμενο από τον νόμιμο ιδιοκτήτη του, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί, ο Α έχει διαπράξει αρχικά άδικη πράξη, αφού η εν λόγω συμπεριφορά του, τυποποιείται και τιμωρείται με βάσει την διάταξη του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικου (ΠΚ), όπου στοιχειοθετείται η κλοπή. Η ποινική πρόβλεψη επομένως ορισμένης συμπεριφοράς μας δίνει ταυτόχρονα και τον αρχικά άδικο χαρακτήρα της.

Τελικά άδικη είναι μια αρχικά άδικη πράξη όταν αυτή δεν δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση από κάποιον γενικό ρυθμιστικό κανόνα. Οι γενικοί ρυθμιστικοί κανόνες  που δικαιολογούν μια αρχικά άδικη πράξη λέγονται αλλιώς και λόγοι που αποκλείουν ή αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.

Οι λόγοι αυτοί προβλέπονται σε διάφορα άρθρα του ΠΚ στα οποία μας παραπέμπει το άρθρο 20 ΠΚ   καθώς επίσης και σε ορισμένες διατάξεις Ειδικών Ποινικών Νόμων.

Οι λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (αρ. 20 ΠΚ)

  • Η άσκηση δικαιώματος ή καθήκοντος αρ. 20 ΠΚ
  • Η προσταγή αρ. 21 ΠΚ
  • Η άμυνα αρ. 22 ΠΚ
  • Η κατάσταση ανάγκης 25 ΠΚ
  • Η επιτρεπτή διακοπή της εγκυμοσύνης αρ. 304 παρ 4 ΠΚ
  • Η συναίνεση του παθόντος αρ. 308 παρ 2 ΠΚ
  • Οι θεμιτές προσβολές της τιμής αρ. 367 ΠΚ
  • Η θεμιτή παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας αρ. 370Α παρ 4 ΠΚ
  • Η θεμιτή παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας αρ. 371 παρ 4 ΠΚ

Η άσκηση δικαιώματος και η εκπλήρωση καθήκοντος αρ. 20 ΠΚ

Αποκλείεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος, που επιβάλλεται από τον νόμο.

Η άσκηση δικαιώματος

Το άρθρο 20 ΠΚ εννοεί μόνο το δικαίωμα εκείνο που έχει ως περιεχόμενό του την ρητή εξουσιοδότηση της έννομης τάξης προς το φορέα του δικαιώματος να τελέσει ορισμένη αρχικά άδικη πράξη. Δεν μας ενδιαφέρει αν είναι ιδιωτικό ή δημόσιο δικαίωμα ούτε από ποιον κλάδο δικαίου πηγάζει. Πχ το αρ. 1008 ΑΚ δίνει ρητή εξουσιοδότηση στον φορέα του σχετικού δικαιώματος (ενοχλούμενο ιδιοκτήτη του γειτονικού ακινήτου από ένα δέντρο γείτονα που οι ρίζες και τα κλαδιά εισχωρούν στο δικό του) να διαπράξει μια αρχικά άδικη πράξη (την φθορά της ιδιοκτησίας του γείτονα στον οποίο ανήκει το δέντρο) και επομένως να δικαιολογεί τελικά την πράξη αυτή (εφόσον τον είχε ειδοποιήσει ότι τον ενοχλεί και του είχε δώσει και προθεσμία) και εφόσον δεν έχουμε κατάχρηση του δικαιώματος αυτού.

Αν το δικαίωμα δεν έχει το παραπάνω περιεχόμενο αλλά η άσκησή του όχι μόνο δεν αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης αλλά αντίθετα ανοίγει τον δρόμο της τιμωρίας του δράστη για αυτοδικία αρ. 331 ΠΚ.

Η άσκηση του δικαιώματος που δεν καλύπτεται από το άρθρο 20 ΠΚ τιμωρείται ως αυτοδικία 331 ΠΚ εκτός αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της θεμιτής αυτοδικίας του αρ. 282 ΑΚ η οποία αποτελεί ξεχωριστό λόγο άρσης του αδίκου. Η 282 ΑΚ έχει συμπληρωματική λειτουργία απέναντι στην 20 ΠΚ. Οι προϋποθέσεις του άρ. 282 ΑΚ είναι πρώτον ότι ο δράστης πρέπει να ικανοποιεί μια αξίωσή του που είναι αγώγιμη του δίνει δηλ. το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή για αυτήν στα Δικαστήρια και δεύτερον, αναγκάζεται να ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, διότι δεν μπορεί να φθάσει έγκαιρα η βοήθεια της αρχής και κινδυνεύει αλλιώς να ματαιωθεί ή να δυσκολευθεί σημαντικά η ικανοποίηση της αξίωσής του.

Η εκπλήρωση καθήκοντος

Αποκλείει και αυτή με τις ίδιες προϋποθέσεις τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Δεν αρκεί δηλ. και εδώ η επίκληση οποιουδήποτε νόμιμου καθήκοντος για να δικαιολογηθεί τελικά η πράξη του δράστη, αλλά πρέπει περιεχόμενο του σχετικού καθήκοντος, που ασκεί ο δράστης, να είναι η τέλεση από  αυτόν μιας αρχικά άδικης πράξης.

Πχ ένας αστυφύλακας που συλλαμβάνει επ΄ αυτοφώρω κάποιον διαρρήκτη και τον οδηγεί στο κρατητήριο, εκπληρώνει ασφαλώς το καθήκον που του έχει αναθέσει η Πολιτεία, περιεχόμενο όμως αυτού του καθήκοντος είναι η στέρηση της ελευθερίας των πολιτών, που παραβαίνουν τον ποινικό νόμο, η οποία τυποποιείται στο αρ. 325 ΠΚ ως παράνομη παρακράτηση.

Η προσταγή αρ. 21 ΠΚ

Η προσταγή αποτελεί ειδικά ρυθμισμένη άσκηση καθήκοντος που αποκλείει σύμφωνα με το αρ. 21 ΠΚ τον  άδικο χαρακτήρα της πράξης.  Επειδή η δικαιολογητική αυτή λειτουργία της προσταγής εκδηλώνεται μόνο για χάρη εκείνου που δέχεται και όχι προς όφελος και εκείνου που δίνει την προσταγή για αυτό λέμε ότι η προσταγή αποτελεί προσωπικό λόγο άρσης του αδίκου.

Για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης στα πλαίσια της 21 ΠΚ πρέπει να υπάρχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:

  • Πρέπει να υπάρχει μια προσταγή, μια επιτακτικά δηλ. διατυπωμένη  βούληση ορισμένης δημοσιο-υπαλληλικής ή στρατιωτικο-αστυνομικής υπηρεσίας (εδώ δεν εμπίπτουν οι εντολές των προϊσταμένων των ιδιωτικών επιχειρήσεων προς τους εργαζομένους, δεν συνιστούν προσταγές οι παρακλήσεις ή παραινέσεις κλπ του προϊσταμένου προς τους υφισταμένους του και τέλος δεν αποτελεί προσταγή οι διαταγές του προϊσταμένου μιας δημοσιο-υπαλληλικής ή στρατιωτικο-αστυνομικής υπηρεσίας που δίνονται όμως για θέματα εκτός υπηρεσίας)
  • Η προσταγή αυτή πρέπει να έχει δοθεί από την ιεραχικώς προϊσταμένη αρχή προς κάποιον ιεραρχικώς υφιστάμενο υπάλληλο (αρχή αποτελούν και οι αμέσως επόμενοι στην ιεραρχία υπάλληλοι πχ γενικοί διευθυντές, διευθυντές διευθύνσεων, υποδιευθυντές, προσωπάρχες, τμηματάρχες κλπ)
  • Πρέπει περαιτέρω η προσταγή να ανήκει στην αρμοδιότητα και του ιεραρχικώς προϊσταμένου, αλλά και του ιεραρχικώς υφισταμένου (πρέπει δηλ. εκείνος που προστάζει να έχει αρμοδιότητα να δώσει την σχετική προσταγή και αντίστοιχα εκείνος που τη δέχεται να έχει την υποχρέωση να την εκτελέσει)
  • Πρέπει στη συνέχεια η προσταγή να δίνεται με το νόμιμο τύπο με τον οποίο περιβάλλεται αυτή πχ για την σύλληψη ενός πολίτη εφόσον δεν επ΄ αυτοφώρω απαιτείται οπωσδήποτε ένταλμα σύλληψης του Ανακριτή ή του Δικαστικού Συμβουλίου.
  • Πρέπει τέλος, η προσταγή αυτή να είναι δεσμευτική, να μη επιτρέπει δηλ. ο νόμος στον αποδέκτη της προσταγής να ελέγξει την ουσιαστική της νομιμότητα. Για την προϋπόθεση αυτή πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής, πρώτον,  δεσμευτική προσταγή για το πώς θα κρίνουν ουδέποτε μπορεί να δοθεί στους δικαστικούς λειτουργούς, εκτός εάν αυτή σχετίζεται με το θέμα, που αφορά στην διοίκηση της δικαιοσύνης,  δεύτερον, δεσμευτικότητα έχουν όλες οι τυπικά νόμιμες προσταγές που σχετίζονται  με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, αδιάφορα αν απευθύνονται σε διοικητικούς ή στρατιωτικο-αστυνομικούς υπαλλήλους.

Η άμυνα άρ. 22 ΠΚ

Η άμυνα αποτελεί ένα από τους πιο σπουδαίους λόγους που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου, στην οποία προβαίνει το άτομο  για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από παρούσα και άδικη επίθεση, που στρέφεται εναντίον τους.

Ο νόμος καθιερώνει την άμυνα διότι η προστασία από την Πολιτεία με τα αρμόδια όργανά τους δεν μπορούν να βρίσκονται παντού ή να φτάνουν έγκαιρα στον τόπο της προσβολής του εννόμου αγαθού. Έτσι διαμόρφωσε ο νόμος τον θεσμό της άμυνας, με τον οποίο εξουσιοδοτεί εν λευκώ τους πολίτες να αποκρούουν κάθε επίθεση, που στρέφεται εναντίον των εννόμων αγαθών τους όπως ακριβώς θα έκαναν και τα όργανα της Πολιτείας αν γνώριζαν την συγκεκριμένη επίθεση και μπορούσαν να φτάσουν έγκαιρα στον τόπο αυτής. Επομένως η άμυνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέσο προστασίας της αυθεντίας της έννομης τάξης, η οποία πρέπει να υπερισχύει πάντοτε στον αγώνα της εναντίον του αδίκου.

Προϋποθέσεις της άμυνας

  • Πρέπει να υπάρχει μια επίθεση. Με τον όρο επίθεση εννοούμε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά, που προσβάλλει, βλάπτει δηλ. ή διακινδυνεύει, κάποιο έννομο αγαθό. Από την έννοια της επίθεσης προκύπτουν οι εξής διαπιστώσεις.
  • Η επίθεση αυτή πρέπει να είναι παρούσα. Παρούσα με την κυριολεκτική έννοια του όρου είναι η επίθεση που έχει ήδη αρχίσει και βρίσκεται σε εξέλιξη. Άρα επίθεση δεν είναι ούτε και εκείνη που θα γίνει στο μέλλον ούτε εκείνη που έγινε στο παρελθόν. Παρούσα επίθεση με την καταχρηστική έννοια του όρου θεωρείται η επίθεση που έγινε στο παρελθόν, όταν έχει μεν λήξει η προσβολή του εννόμου αγαθού πλην όμως η προσβολή αυτή δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμη σε μια άκαμπτη και αμετάβλητη κατάσταση και ως εκ τούτου είναι δυνατή τελικά η οριστική της ματαίωση.
  • Η σχετική παρούσα επίθεση πρέπει να είναι επιπλέον άδικη. Και εδώ όταν λέμε άδικη εννοούμε τελικά άδικη.  Πρέπει δηλ. η συμπεριφορά που αποτελεί την επίθεση να αποδοκιμάζεται ποινικά από κάποιον νόμο  να είναι δηλ. αρχικά άδικη πράξη, αλλά και να μη καλύπτεται από κάποιον λόγο, που δικαιολογεί την πράξη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Η αμυντική πράξη μας δίνει απαντήσεις σε τρία ερωτήματα:

(α) Ποιος μπορεί να είναι υποκείμενο του αμυντικού δικαιώματος.

Δικαίωμα καταρχάς για την απόκρουση της επίθεσης έχει το ίδιο το άτομο που δέχεται την παρούσα και άδικη επίθεση. Πχ σε μια απόπειρα ανθρωποκτονίας μπορεί να αμυνθεί ο άνθρωπος.

Πέρα από εκείνον που δέχεται την επίθεση, δικαίωμα άμυνας έχει και οποιοσδήποτε τρίτος. Εφόσον η άμυνα είναι όργανο προστασίας της αυθεντίας της έννομης τάξης, λογικό είναι να αναγνωρίζεται  το δικαίωμα της άμυνας σε οποιονδήποτε μπορεί να προστατεύσει αυτή την αυθεντία. Για τον λόγο αυτό το δικαίωμα του τρίτου στην άμυνα είναι αυτοτελές, δεν εξαρτάται δηλ. η άσκησή του από τη θέληση εκείνου που δέχεται την επίθεση. Μοναδική περίπτωση στην οποία η αντίθετη θέληση εκείνου που δέχεται την επίθεση μπορεί να μπλοκάρει το αμυντικό δικαίωμα του τρίτου, είναι η διάπραξη από τον επιτιθέμενο ενός εγκλήματος, ο άδικος χαρακτήρας του οποίου αίρεται τελικά με τη συναίνεση του παθόντος.

(β) Αν χρειάζεται να γνωρίζει ο αμυνόμενος ότι δέχεται επίθεση.

Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η δικαιολόγηση της πράξης πρέπει να κρίνεται αντικειμενικά χωρίς δηλ. να λαμβάνεται υπόψη η γνώση ή η επιδίωξη του δράστη. Εφόσον η άδικη πράξη, που προσβάλλει την έννομη τάξη προσδιορίζεται, κατά κανόνα, με αντικειμενικά κριτήρια, με τα ίδια κριτήρια πρέπει να υπολογίζεται και η δικαιολόγηση αυτής της πράξης. Άρα αρκεί η αντικειμενική ύπαρξη μιας παρούσας και άδικης επίθεσης για να θεμελιωθεί το δικαίωμα άμυνας του δράστη.

Την αγνοούμενη άμυνα δεν πρέπει να τη συγχέουμε με τη νομιζόμενη άμυνα. Εδώ ο δράστης  βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματικά παρούσα και άδικη επίθεση της οποίας απλά αγνοεί την ύπαρξη για αυτό και τίθεται το ζήτημα αν θα δικαιολογήσουμε ή όχι την άμυνά του.  Αντίθετα στη νομιζόμενη άμυνα αντικειμενικά δεν υπάρχει καμία επίθεση εναντίον του. Απλά νομίζει ο δράστης παρεξηγώντας κάποιες κινήσεις ορισμένου ανθρώπου ότι δέχεται παρούσα και άδικη επίθεση και με βάση αυτή την εσφαλμένη αντίληψή του προβαίνει σε μια ενέργεια απόκρουσης αυτής της πραγματικά ανύπαρκτης, υποκειμενικά όμως υπαρκτής επίθεσης.

(γ) Ποιο είναι το περιεχόμενο της αμυντικής πράξης.

Το περιεχόμενο της αμυντικής πράξης μας το προσδιορίζει ο ίδιος νόμος στο αρ. 22 παρ 2 ΠΚ μιλώντας για αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου.

Επομένως η αμυντική πράξη καλύπτει κάθε ενέργεια ή παράλειψη η οποία αντικειμενικά οδηγεί στην απόκρουση μιας παρούσας και άδικης επίθεσης προσβάλλοντας στο αναγκαίο μέτρο τον επιτιθέμενο. Δεν αποτελούν περιεχόμενο της αμυντικής πράξης και συνεπώς δεν καλύπτονται από την άμυνα.  Πρώτον, οι ενέργειες ή παραλείψεις που είναι άσχετες με την υπεράσπιση του δράστη από μια παρούσα και άδικη πράξη και δεύτερον, οι ενέργειες ή παραλείψεις που δεν στρέφονται κατά του επιτιθέμενου αλλά κατά άλλου αμέτοχου  στην επίθεση προσώπου.

Για να είναι λοιπόν σύμφωνη με το περιεχόμενο της αμυντικής πράξης η συμπεριφορά του αμυνόμενου πρέπει να προσβάλλει τον επιτιθέμενο και οποιοδήποτε από τα αγαθά του, δηλ. την τιμή, την περιουσία, την υγεία και μερικές φορές και την ίδια του τη ζωή.

Τα όρια της άμυνας είναι

(α) Ο βαθμός επικινδυνότητας της επίθεσης

(β) Το είδος της απειλούμενης βλάβης

(γ) Ο τρόπος και η ένταση της επίθεσης και

(δ) Οι λοιπές περιστάσεις

Η υπέρβαση των ορίων της άμυνας (αρ. 23 ΠΚ)

Η υπέρβαση που ορίζει ο νόμος έχει ως αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται τελικά η σχετική πράξη από το σημείο της υπέρβασης και πέρα.

Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας με πρόθεση τιμωρείται για το έγκλημα, που διέπραξε με ποινή ελαττωμένη στο μέτρο του αρ. 83 ΠΚ. Αν όμως την υπέρβαση την διέπραξε ο δράστης από αμέλεια τότε τιμωρείται για το σχετικό έγκλημα εξ αμελείας, εφόσον βέβαια υπάρχει ποινική πρόβλεψη της αμέλειας στο συγκεκριμένο έγκλημα.

Μένει μόνο ατιμώρητος ο δράστης και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση εφόσον την υπέρβαση αυτή την έκανε από τον φόβο ή την ταραχή που του προκάλεσε η επίθεση.

Η υπαίτια κατάσταση άμυνας

Το άρθρο 24 ΠΚ μας λέει ότι δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας. Προς αποφυγή παρερμηνειών του νόμου είναι ανάγκη να διευκρινισθεί εδώ ότι για την άρση της προστασίας του άρ. 24 ΠΚ δεν αρκεί να προκαλείται η επίθεση του άλλου με οποιοδήποτε δόλο, αλλά πρέπει ο δόλος αυτός να είναι δόλος α βαθμού ή δόλος σκοπού, όπως λέγεται αλλιώς ο δόλος αυτός. Πρέπει δηλ. με άλλα λόγια να προκαλεί κάποιος την επίθεση του άλλου σκόπιμα για να τελέσει εναντίον του την προσχεδιασμένη πράξη.

Η κατάσταση ανάγκης (αρ. 25 ΠΚ)

Μιλώντας για κατάσταση ανάγκης στο Ποινικό Δίκαιο εννοούμε μια πραγματική κατάσταση κινδύνου, στην οποία περιέρχεται ξαφνικά ορισμένο έννομο αγαθό και από την οποία δεν μπορεί τελικά να βγει άθικτο με άλλο τρόπο παρά μόνο με τη θυσία ενός άλλου εννόμου αγαθού.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατάστασης ανάγκης είναι λόγω ξαφνικής εμφάνισης του κινδύνου αλλάζει ο ρυθμός ζωής του εννόμου αγαθού.

Πχ Πιάνει φωτιά σε ένα σπίτι και οι συνθήκες είναι τέτοιες που η σωτηρία του είναι δυνατή μόνο με την καταστροφή του κρουνού της Πυροσβεστικής ο οποίος βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω. Πριν τη φωτιά όλα κυλούσα ήρεμα μετά τη φωτιά τέθηκε το δίλημμα ή το σπίτι ή ο κρούνος.

Σύμφωνα με αρ. 25 παρ 1 ΠΚ δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς  δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος  και την σπουδαιότητα από την βλάβη που απειλήθηκε. Εξάλλου κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.

Προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης

(α) Πρέπει να υπάρχει κίνδυνος κατά εννόμων αγαθών

Κίνδυνο αποτελεί κάθε τι που απειλεί να βλάψει ορισμένο έννομο αγαθό.  Σύμφωνα με το αρ. 25 ΠΚ δεν αρκεί η απλή δυνατότητα της βλάβης του εννόμου αγαθού ούτε όμως από την άλλη μεριά απαιτείται η βεβαιότητα της βλάβης αυτού. Τον κίνδυνο πρέπει να τον δούμε εδώ ως μια εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα βλάβης του εννόμου αγαθού.  Πρέπει να είναι τόσο μεγάλη η πιθανότητα της βλάβης ώστε να προσεγγίζει τη βεβαιότητα. Εδώ ο κίνδυνος έχει έννοια ευρύτερη από την επίθεση στην άμυνα που μπορεί να περιέλθει μόνο από ανθρώπινη συμπεριφορά ενώ εδώ έχουμε και από ανθρώπινη συμπεριφορά και από την ενέργεια ενός ζώου είτε τέλος από την επενέργεια ενός στοιχείου της φύσεως.

(β) Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να απειλεί αγαθά του προσώπου ή της περιουσίας

Στα αγαθά του προσώπου εκτός από τη ζωή, την υγεία, την προσωπική ελευθερία κλπ πρέπει να συμπεριλάβουμε κατά την ορθότερη άποψη και την τιμή, την οποία αδικαιολόγητα εξαιρεί από την προστασία του αρ. 25 ΠΚ η κρατούσα άποψη.

Ακόμη και αγαθά του κοινωνικού συνόλου μπορούν να προστατευθούν με τον θεσμό της κατάστασης ανάγκης όπως και στην άμυνα.

(γ) Πρέπει περαιτέρω ο σχετικός κίνδυνος να είναι παρών

Ο κίνδυνος πρέπει να είναι παρών. Παρών θεωρείται ο κίνδυνος όταν έχει λάβει την κατεύθυνσή του προς την προσβολή του εννόμου αγαθού το οποίο με μια πολύ μεγάλη πιθανότητα που φτάνει τη βεβαιότητα θα βλάψει τελικά, αν δεν ανακοπεί η επέλασή του προς αυτό. Επομένως παρών δεν είναι ούτε ο κίνδυνος που φοβούμαστε μήπως προκύψει στο μέλλον ούτε ασφαλώς ο κίνδυνος που πέρασε.

(δ) Πρέπει ακόμη να είναι αναπότρεπτος με άλλα μέσα

Αναπότρεπτος θεωρείται ο κίνδυνος που δεν μπορούσε να τον αποφύγει ο δράστης με κανένα άλλο τρόπο παρά μόνο με την προσβολή του εννόμου αγαθού το οποίο θυσιάστηκε τελικά.  Αν υπήρχε άλλος τρόπος σωτηρίας του εννόμου αγαθού αλλά ο δράστης διάλεξε τον συγκεκριμένο η πράξη του δεν καλύπτεται από την κατάσταση ανάγκης. Πχ στην επίθεση ενός λυκόσκυλου σε ένα παιδί, αν ο δράστης αντί να σκοτώσει το λυκόσκυλο μπορούσε να πάρει αγκαλιά το παιδί  ή να το βάλει σε ασφαλές μέρος τότε δεν μπορεί να επικαλεστεί την κατάσταση ανάγκης.

(ε) Πρέπει επίσης ο εν λόγω κίνδυνος να μη έχει προκληθεί με υπαιτιότητα του δράστη

Ο όρος υπαιτιότητα δεν έχει εδώ την έννοια της χωρίς δόλο ή αμέλεια τέλεσης της πράξης διότι μια τέτοια ερμηνεία θα αχρήστευε στην ουσία την σχετική ρύθμιση του νόμου στις περιπτώσεις της επιπόλαιης, δολίας ή αμελούς, έκθεσης κάποιου στον απειλούμενο κίνδυνο.

Χωρίς υπαιτιότητα σημαίνει χωρίς την επιδίωξη του δράστη να βρεθεί σε κατάσταση κινδύνου για να προσβάλει με το πρόσχημα αυτού του κινδύνου το αγαθό κάποιου άλλου. Άρα πχ αν ένας καπετάνιος   αψηφώντας τον καιρό βγαίνει στο πέλαγος και χάνει το φορτίο αλλά δεν ήταν στην επιδίωξή του να συμβεί  αυτό.

(στ) Πρέπει να μη έχει ο δράστης το νομικό καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο

Οι προϋποθέσεις δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση της κατάστασης ανάγκης, εφόσον ο δράστης βαρύνεται με το νομικό καθήκον να εκτεθεί στον κίνδυνο.

Πχ οι πυροσβέστες, οι αστυνομικοί, οι πλοίαρχοι κ.α. έχουν από το νόμο την υποχρέωση να εκτεθούν σε αντίστοιχους προς το λειτούργημά τους κινδύνους.

Πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι η σχετική ρύθμιση του αρ. 25 παρ 2 ΠΚ δεν εξαιρεί από την δικαιολόγηση όλες γενικά τις πράξεις των προσώπων αυτών με τις οποίες προσβάλλονται αγαθά τρίτον αλλά μόνο τις πράξεις εκείνες, που αποτελούν παράβαση του νομικού καθήκοντος έκθεσης στον κίνδυνο. Τέτοιες πράξεις είναι αφενός μεν η φυγή προ του κινδύνου και αφετέρου η πλημμελής αντιμετώπιση του σχετικού κινδύνου, που έχει ως αποτέλεσμα την βλάβη του εννόμου αγαθού. Επομένως ο πυροσβέστης που βλέπει τη φωτιά και το βάζει στα πόδια ή ο πλοίαρχος που πέφτει πρώτος στη θάλασσα, δεν μπορούν να επικαλεσθούν  τον κίνδυνο της φωτιάς ή της βύθισης για την άρση του άδικου χαρακτήρα των πράξεών που τέλεσαν με τη μη γνήσια παράλειψή τους.

Η πράξη ανάγκης

Υποκείμενο του σχετικού δικαιώματος, ποιος μπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο

Δικαίωμα να αποτρέψει τον κίνδυνο έχουν όχι μόνο ο φορέας  του εννόμου αγαθού που απειλείται να βλαφτεί αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος.  Άρα όπως και στην άμυνα έχουμε κατάσταση ανάγκης και υπέρ τρίτου.

Επίσης τα προστατευόμενα έννομα αγαθά μπορούν να ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο.

Πχ αν κάποιος εγκλωβιστεί σε ένα σπίτι που καίγεται τότε την πόρτα για να σωθεί μπορεί να την καταστρέψει είτε ο ίδιος είτε ο πυροσβέστης που θα μπει για να τον σώσει είτε οποιοσδήποτε τρίτος.

Αν χρειάζεται να γνωρίζει  ο δράστης την ύπαρξη του κινδύνου

Αρκεί αντικειμενικά η πράξη του δράστη να οδηγεί στην αποτροπή ενός παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου κλπ χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζει αυτός την σχετική κατάσταση κινδύνου και πολύ περισσότερο βέβαια να ενεργεί με σκοπό να την αποτρέψει.

Η αγνοούμενη κατάσταση ανάγκης αίρει κανονικά τον άδικο χαρακτήρα της πράξης.

Η αγνοούμενη κατάσταση ανάγκης δεν πρέπει να συγχέεται με τη νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης. Η πρώτη είναι μια αληθινή κατάσταση κινδύνου ενώ η άλλη μια φανταστική. Στην πρώτη υπάρχει αντικειμενικά παρών κίνδυνος ενώ στη νομιζόμενη δεν υπάρχει αντικειμενικά κάποιος παρών κίνδυνος.

Η νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης ουδέποτε αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης αλλά μόνο τον καταλογισμό αυτής στον δράστη.

Ποιο το περιεχόμενο της πράξης ανάγκης

Σύμφωνα με το νόμο, δικαιολογημένη είναι η κατάσταση ανάγκης όταν

  • Προκλήθηκε βλάβη σε άλλον
  • Η προκληθείσα βλάβη να είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητά της από την βλάβη που απειλήθηκε.

Σύμφωνα με το πρώτο στοιχείο, ενώ στην άμυνα προσβάλλουμε πάντοτε αγαθά του επιτιθέμενου και κατ’ εξαίρεση αγαθά τρίτων στην κατάσταση ανάγκης προσβάλλουμε συνήθως αγαθά τρίτων.

Σύμφωνα με το δεύτερο στοιχείο υποχρεωνόμαστε να βάλουμε τα συγκρουόμενα αγαθά πάνω σε μια ζυγαριά να τα σταθμίσουμε για να διαλέξουμε να θυσιάσουμε εκείνο το αγαθό που είναι σημαντικά κατώτερο από το αγαθό το οποίο θέλουμε να διαφυλάξουμε. Δεν αρκεί να είναι απλά κατώτερο το θυσιαζόμενο αγαθό αλλά πρέπει να είναι σημαντικά κατώτερο.  Αν είναι απλά κατώτερο τότε η πράξη του δράστη υπερβαίνει τα όρια της κατάστασης ανάγκης και δεν καλύπτεται από το 25 ΠΚ αλλά από το 32 ΠΚ όπου δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αλλά ο καταλογισμός της στον δράστη.

Τα όρια της κατάστασης ανάγκης και η υπέρβασή τους

Τα όρια μας τα προσδιορίζει ο ίδιος ο νόμος μέσα από το περιεχόμενο της πράξης ανάγκης.

Πρέπει το αγαθό που θυσιάζει κάποιος να είναι σημαντικά κατώτερο κατ’ είδος και σπουδαιότητα από το αγαθό που διασώζει.

Αν δεν τηρείται αυτό έχουμε υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης. Η πράξη που ξεπερνάει τα όρια της κατάστασης ανάγκης τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη στο μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ εάν έγινε με πρόθεση, ενώ εάν έγινε από αμέλεια τιμωρείται ως έγκλημα από αμέλεια,  εφόσον υπάρχει πρόβλεψη αμέλειας στο συγκεκριμένο έγκλημα. Μένει ατιμώρητος ο δράστης εφόσον υπερέβει τα όρια της κατάστασης ανάγκης από φόβο ή ταραχή που του προκάλεσε ο κίδνυνος.

Διαφορές μεταξύ άμυνας και κατάστασης ανάγκης

  • Η άμυνα αποτελεί όργανο προστασίας της αυθεντίας της έννομης τάξης ενώ η κατάσταση ανάγκης μέσο για τη διαφύλαξη του σπουδαιότερου αγαθού.
  • Στην άμυνα υπάρχει επίθεση ενώ στην κατάσταση ανάγκη κίνδυνος.
  • Στην άμυνα η απόκρουση της επίθεσης γίνεται με την προσβολή του επιτιθεμένου και των αγαθών του, δικών του ή ξένων, που χρησιμοποιεί όμως ως όργανα της επίθεσης, ενώ στην κατάσταση ανάγκης η αποτροπή του κινδύνου γίνεται με την προσβολή των αγαθών άλλου, συνήθως τρίτου προσώπου που δεν έχει σχέση με τον κίνδυνο.
  • Στην άμυνα εφόσον η προσβολή ήταν αναγκαία  μπορεί να προσβληθεί οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθέμενου ακόμη και σπουδαιότερο από εκείνο, που απειλούσε  ο ίδιος με την επίθεσή του.  Αντίθετα στην κατάσταση ανάγκης πρέπει πάντοτε το προσβαλλόμενο αγαθό να είναι σημαντικά κατώτερο κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από το σωζόμενο.

Η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (άμβλωση) (αρ. 304 παρ 4 ΠΚ)

Η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης είτε γίνεται από την ίδια την εγκυμονούσα είτε γίνεται από κάποιον τρίτο με τη συναίνεσή  της αποτελεί σύμφωνα με το αρ. 304 παρ 1-3 ΠΚ αρχικά άδικη πράξη.  Ο άδικος αυτός χαρακτήρας αίρεται στις περιπτώσεις της παρ. 4 του αρ. 304 ΠΚ οι οποίες καλούνται στην επιστημονική θεωρία «ενδείξεις».

Οι ενδείξεις – προϋποθέσεις είναι :

  • H συναίνεση της εγκύου
  • Η διενέργεια της άμβλωσης από γιατρό Μαιευτήρα
  • Η συμμετοχή στην επέμβαση Αναισθησιολόγου
  • Η διενέργεια της άμβλωσης σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα

Κατά τα λοιπά για τις ειδικότερες ενδείξεις πρέπει να σημειωθούν τα εξής

  • Η γενικά δικαιολογημένη άμβλωση συνδέεται μόνο με ένα χρονικό περιορισμό. Δεν πρέπει λέει ο νόμος να έχουν συμπληρωθεί 12 εβδομάδες εγκυμοσύνης δηλ. 3 μήνες γιατί τότε η άμβλωση είναι αδικαιολόγητη εκτός αν συντρέχει άλλη ένδειξη.
  • Η ευγονικά δικαιολογημένη άμβλωση δεν έχει καμία σχέση με τις ρατσιστικές επεμβάσεις που ελάμβαναν χώρα στη χιτλερική Γερμανία για τη διατήρηση  της καθαρότητας της αρίας φυλής. Ο νόμος θέλει να δώσει εδώ μια διέξοδο στη μητέρα που κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει με απειλή μάλιστα ποινής, να κρατήσει και να αναθρέψει ένα παιδί πνευματικά καθυστερημένο. Έτσι η άμβλωση σε αυτή την περίπτωση επιτρέπεται εφόσον έχουν διαπιστωθεί με τα σύγχρονα μέσα στης προγεννητικής διάγνωσης ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που οδηγούν στη γέννηση ενός παθολογικού νεογνού.  Και εδώ τίθεται χρονικός περιορισμός, δεν πρέπει η εγκυμοσύνη να διαρκέσει πάνω από 24 εβδομάδες δηλ 6 μήνες.
  • Η ιατρικά δικαιολογημένη άμβλωση αποτελεί ένα είδος ιδιόρρυθμης κατάστασης ανάγκης στην οποία ο νόμος έχει παραιτηθεί από την έννοια του παρόντος κινδύνου αλλά και έχει σταθμίσει ο ίδιος  τα συγκρουόμενα αγαθά δίνοντας προτεραιότητα στη ζωή και στην υγεία της εγκυμονούσης.  Έτσι όταν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή της εγκυμονούσης δικαιολογείται η άμβλωση μόνο που απαιτείται σχετική βεβαίωση του κινδύνου και από τον κατά περίπτωση αρμόδιο γιατρό.
  • Η ηθικά δικαιολογημένη άμβλωση δίνει τη δυνατότητα στη γυναίκα που έμεινε έγκυος από μια εγκληματική συνουσία να απορρίψει από το κορμί της τον καρπό της σχετικής βδελυγμίας.  Για αυτό το λόγο ο νόμος επιτρέπει την άμβλωση εφόσον η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας και κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί. Και εδώ τίθεται χρονικός περιορισμός να μην έχουν συμπληρωθεί 19 εβδομάδες.

Η συναίνεση του παθόντος (αρ. 308 παρ 2 ΠΚ)

Η συναίνεση του παθόντος είναι ο θεσμός εκείνος του ΠΔ με τον οποίο αίρεται ο άδικος χαρακτήρας μιας πράξης που προσβάλει ορισμένο έννομο αγαθό εφόσον η προσβολή του αγαθού αυτού γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του φορέα του που έχει την εξουσία να το διαθέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Νομοθετική πηγή του θεσμού  της συναίνεσης του παθόντος αποτελεί η διάταξη  του αρ. 308 παρ 2 ΠΚ που αίρει το άδικο χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης, εφόσον αυτή γίνεται με τη συναίνεση του παθόντος και με τρόπου που δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη.

Ο θεσμός αυτός οφείλει την ύπαρξή του στην έλλειψη συμφέροντος της Πολιτείας να προστατεύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το έννομο αγαθό εφόσον συμφωνεί στην προσβολή του ο φορέας του, στον οποίο η έννομη τάξη έχει δώσει την εξουσία να το διαθέτει κατά βούληση.

Σε ορισμένα εγκλήματα η συναίνεση του παθόντος έχει ως συνέπεια όχι απλά την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης αλλά τη μη πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Για να ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις της συναίνεσης αυτής της μορφής της ονομάζουμε συγκατάθεση.

Πχ εγκλήματα που γίνονται με τη συγκατάθεση του θύματος δεν πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πχ παράνομη παρακράτηση 325 ΠΚ, ακούσια απαγωγή 327 ΠΚ, ο βιασμός 336 ΠΚ, διατάραξη οικιακής ειρήνης 334 ΠΚ κλπ.

Σε άλλα πάλι εγκλήματα η τέλεσή τους με την απαίτηση ή την συναίνεση του θύματος έχει ως συνέπεια την ευνοϊκότερη τιμωρία του δράστη.  Πχ Η ανθρωποκτονία που γίνεται με συναίνεση θα τιμωρηθεί ηπιότερα από την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.

Εγκλήματα στα οποία αποκλείεται η συναίνεση του παθόντος

Η συναίνεση του παθόντος δεν μπορεί να λειτουργήσει και είναι ανίσχυρη στα επόμενα εγκλήματα:

  • Στα εγκλήματα κατά κοινωνικών ή πολιτειακών εννόμων αγαθών όπως πχ η εσχάτη προδοσία 134 ΠΚ, η δωροδοκία 235 ΠΚ, η ψευδορκία 224 ΠΚ, η δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων 297 ΠΚ κλπ. Εδώ φορέας των σχετικών έννομων αγαθών είναι το κοινωνικό σύνολο και όχι το άτομο.
  • Στα εγκλήματα που προσβάλουν παράλληλα προς τα κοινωνικά έννομα αγαθά και αγαθά του ατόμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ψευδής καταμήνυση.
  • Στα εγκλήματα κατά ατομικών εννόμων αγαθών των οποίων η προσβολή ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο πχ η ανθρωποκτονία 299 ΠΚ, η βαρειά σωματική βλάβη 310 ΠΚ, η ληστεία 380 ΠΚ κλπ
  • Στα εγκλήματα κατά ατομικών εννόμων αγαθών των οποίων η προσβολή δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεση του φορέα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκούσια απαγωγή 328 ΠΚ.

Προϋποθέσεις της συναίνεσης του παθόντος

(α) Πρέπει να υπάρχει ικανότητα για συναίνεση

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι σε θέση ο φορέας του εννόμου αγαθού να αντιληφθεί τη σημασία και τις συνέπειες της συναίνεσής του την χρονική στιγμή κατά την οποία προβαίνει σε διάθεση του εννόμου αγαθού του. Κατά τα άλλα δεν ενδιαφέρει αν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα άρα και ένας ανήλικος ή ψυχοπαθής μπορεί να δώσει την έγκυρη συναίνεσή του.

(β) Πρέπει περαιτέρω η συναίνεση να ανταποκρίνεται στην αληθινή βούληση του συναινούντος

Δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή  όταν η συναίνεση είναι αποτέλεσμα βίας, απάτης, απειλής ή όταν δίνεται χάριν αστεϊσμού.

(γ) Πρέπει ακόμη η συναίνεση να υπάρχει αντικειμενικά κατά τον χρόνο της πράξης

Δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να γνωρίζει την ύπαρξη της συναίνεσης. Αντικειμενική ύπαρξη συναίνεσης σημαίνει παραίτηση από οποιαδήποτε απαίτηση για εξωτερίκευση αυτής ή πολύ περισσότερο για γνώση της σχετικής εξωτερίκευσης από τον δράστη. Επομένως, η αγνοούμενη συναίνεση αίρει και εδώ τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, σε αντίθεση με τη νομιζόμενη συναίνεση, η οποία αποκλείει, όπως θα δούμε τον καταλογισμό. Η συναίνεση πρέπει να υπάρχει το αργότερο κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης.  Επίσης η συναίνεση ισχύει για συγκεκριμένη πράξη σε συγκεκριμένη στιγμή Πχ αν δώσω τη συναίνεση στο γείτονα να κόψει δέντρα από το δέντρο μου τον Αύγουστο αλλά εκείνος έρθει τον Νοέμβρη δεν σημαίνει ότι μπορεί τον Νοέμβρη να συναινώ.

(δ) Πρέπει τέλος, για να είναι έγκυρη η συναίνεση, η πράξη που προσβάλλει το έννομο αγαθό να μην είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη.

Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί το έσχατο όριο της συναίνεσης του παθόντος πέρα από το οποίο δεν λειτουργεί η συναίνεση. Πχ ο αιμοδότης που δίνει το σπάνιο αίμα του έναντι αμοιβής σε κάποιον που το έχει ανάγκη είναι συναίνεση αντίθετη στα χρηστά ήθη και ανεπίτρεπτο το ανθρώπινο αίμα να γίνεται αντικείμενο συναλλαγής.

Η εικαζόμενη (υποτιθέμενη) συναίνεση του παθόντος

Στην εικαζόμενη συναίνεση του παθόντος δεν υπάρχει πραγματικά δηλωμένη βούληση διάθεση τους εννόμου αγαθού από τον φορέα του είτε διότι αυτός βρίσκεται σε αδυναμία να προβεί στη σχετική διάθεση λόγω ασθενείας, τραυματισμού κλπ είτε διότι απουσιάζει. Αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης όπως και με την πραγματική συναίνεση του παθόντος.

Πχ ο Α γυρίζοντας από τις διακοπές του βλέπει τον πανάκριβο κήπο του γείτονά του Β να καταστρέφεται γιατί δεν είχε λειτουργήσει το αυτόματο πότισμα, έτσι ξέροντας τη στεναχώρια του Β όταν θα γυρνούσε, έσπασε την κλειδαριά της εξώπορτας και μπήκε να ποτίσει,  ο Α ενέργησε έτσι σύμφωνα με την εικαζόμενη συναίνεση του Β ο οποίος αν γνώριζε την κατάσταση θα έδινε τη συναίνεσή του για την ενέργεια αυτή του Α, οπότε αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του Α δηλ καταστροφή της κλειδαριάς για να σώσει τον ακριβότερο αγαθό δηλ το κήπο.

Η εικαζόμενη συναίνεση του παθόντος ανιχνεύεται αντικειμενικά με βάση δηλ. την συμπεριφορά που θα έδειχνε στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Ωστόσο, εάν ο παθών είχε γνωστές στον δράστη πρέπει να συνεκτιμώνται και αυτές, διαφορετικά δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης.

Ο θεσμός αυτός είναι αμφίβολης πρακτικής χρησιμότητας.

Οι θεμιτές προσβολές της τιμής ( αρ 367 ΠΚ)

Ο θεσμός των θεμιτών προσβολών της τιμής ρυθμίζει ένα πολύ συνηθισμένο κοινωνικό φαινόμενο κατά το οποίο προσβάλλει κάποιος την τιμή άλλου όχι έτσι στα καλά καθούμενα, αλλά μέσα από την ανάπτυξη ορισμένης κοινωνικής δραστηριότητας, που εμφανίζει την προσβολή της τιμής του άλλου ως ένα αναγκαίο κακό.

Δεν αποτελούν λέει ο νόμος οι άδικες πράξεις για

  • Δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες
  • Δυσμενείς εκφράσεις που εμπεριέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και
  • Εκδηλώσεις  που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή
  • Ανάλογες περιπτώσεις.

Σύμφωνα με την 367 παρ 2 ΠΚ ο δράστης δεν μπορεί να καλυφθεί  στις επόμενες δύο περιπτώσεις:

  • Όταν οι σχετικές κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της κατ΄ άρθρο 363 ΠΚ συκοφαντικής δυσφήμισης πχ ο πατέρας της μαθήτριας στην αναφορά του προς τον διευθυντή του σχολείου ισχυρίζεται ψευδώς ότι ο καθηγητής ρίχθηκε στην μαθήτρια κόρη του ή ο δημοσιογράφος μιλάει για λάδωμα του αστυνομικού ώστε να ανέχεται τη διαφθορά.
  • Όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης πχ ο κριτικός της λογοτεχνίας κατά τη βιβλιοκρισία μιας μελέτης που αναφέρεται στο αρχαίο δράμα, εκτός από την ασχετοσύνη και την αμάθεια αποδίδει στον συγγραφέα  και τη φράση  ‘το γιδοβούσκι που μας ήρθε με τα τσαρούχια από τα ορεινά για να μας διδάξει πολιτισμό’.

Η θεμιτή παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (αρ. 370Α παρ 4 ΠΚ)

Το άρ 370Α ΠΚ θέλοντας  να προστατεύσει  σε κάθε περίπτωση το απόρρητο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και του μη δημόσια εκφερόμενου λόγου  τιμωρεί στις παρ. 1 και 2 εκείνον ο οποίος αθέμιτα παραβιάζει με οποιονδήποτε τρόπο πχ με παρακολούθηση, με μαγνητοφώνηση κλπ, το απόρρητο αυτό,  ενώ στην παρ. 3 τιμωρεί επίσης και εκείνον που κάνει χρήση του υλικού που αποκτήθηκε παράνομα (πληροφοριών, μαγνητοταινιών κλπ)

Ωστόσο η πράξη δικαιολογείται αν έγινε ενώπιον οποιαδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά.

Αν όμως μπορούσε να διαφυλαχθεί με άλλο τρόπο τότε δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης.

Η θεμιτή παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας (αρ. 371 παρ 4 ΠΚ)

Το άρ. 371 ΠΚ αναγνωρίζοντας την πολύ σπουδαία κοινωνική σημασία, που έχει η διατήρηση της μυστικότητας στη σχέση του κληρικού με τους πιστούς, αλλά και του γιατρού, του δικηγόρου, του συμβολαιογράφου, του φαρμακοποιού κλπ με τους πελάτες τους, υποχρεώνει τα πρόσωπα αυτά να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια, μυστικότητα δηλ. για όλα τα στοιχεία, που τους εκμυστηρεύονται οι πιστοί ή οι πελάτες τους ή τα πληροφορούνται λόγω του λειτουργήματός του. Η παραβίαση  του σχετικού επαγγελματικού απόρρητου εκ μέρους των εν λόγω προσώπων συνεπάγεται την ποινική τους τιμωρία.

Αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντος του ή στη διαφύλαξη εννόμου ή για άλλο λόγο  δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημοσίου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά.

Πχ ένας γιατρός ειδοποιεί διακριτικά τις αρχές ότι ένας πελάτης του έχει aids.

Άλλοι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, που δεν  προβλέπονται ειδικά στο νόμο

(α) Ο σωφρονισμός ανηλίκων έχει επικρατήσει εθιμικά και κατά μία γνώμη θεμελιώνεται στο 20 ΠΚ. Σύμφωνα με το οποίο οι γονείς, κηδεμόνες, παιδαγωγοί κλπ των ανηλίκων έχουν δικαίωμα όταν υπάρχει εύλογη αίτια σωφρονισμού να επιβάλλουν στους ανήλικους που μπορούν να αντιλαμβάνονται την τιμωρία τις παιδαγωγικά απαραίτητες κυρώσεις πχ αυστηρή επίπληξη με μειωτικές φράσεις, τράβηγμα αυτιού ή χτύπημα στα χέρια, πόδια, απαγόρευση εξόδου κλπ που αποβλέπουν στην διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων.

(β) Η σύγκρουση νομικών καθηκόντων  που αμφισβητείται στη θεωρία ως λόγος άρσης του αδίκου με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει νομικά άλυτη σύγκρουση καθηκόντων, αφού σε κάθε περίπτωση τη λύση τη δίνει  ο ίδιος ο νόμος.

(γ) Η κοινωνική προσφορόητα της πράξης η οποία λόγω της ρευστότητας που έχει ως έννοια αμφισβητείται επίσης στην επιστημονική θεωρία. Πχ το φακελάκι στους γιατρούς, ελαφρές προσβολές της τιμής στη δουλειά κλπ.

(δ) Η επιτρεπτή διακινδύνευση των εννόμων αγαθών που αποτελεί ειδική μορφή της κοινωνικής προσφορότητας και φτιάχτηκε ως λόγος άρσης του αδίκου για να καλύπτει τους τομείς   της κοινωνικής δραστηριότητας που η λειτουργία τους είναι συνυφασμένη με την έννοια  του κινδύνου πχ αθλητικές συναντήσεις, οδική κυκλοφορία, απασχόληση σε βαρειά και ανθυγιεινά επαγγέλματα κλπ. πηγήΣημειώσεις Α.Κωστάρα Ομότιμου Καθηγητή ΠοινικούΔικαίου Νομικής Σχολής ΔημοκριτείουΠανεπιστημίου Θράκης