Aυτοδικαίως άκυρη η εντολή-εξουσιοδότηση παρακράτησης μέρους μισθού δημοτικού υπαλλήλου για την αποπληρωμή δανείου που δόθηκε στο πλαίσιο τραπεζικής δανειακής σύμβασης, αφού οι απαιτήσεις μισθών είναι ανεκχώρητες και η απαγόρευση αυτή ισχύει και σε περίπτωση εξουσιοδότησης ή εντολής για είσπραξη της απαίτησης ανεξάρτητα από την δοθείσα τυχόν συναίνεση του οφειλέτη (ΑΚ 464, 174 και 982 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επιστροφή παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών εντόκως και επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 1.500 ευρώ.

Αριθμός 9183/2014

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη …., την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και από τη Γραμματέα ….

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Νοεμβρίου 2014, για να δικάσει τη διαφορά μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (…), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 4) και εκπροσωπείται νόμιμα,

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-11-2011 (αρ. εκθ. κατ. 16391/8-11-2011) αγωγή του που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό, για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτή.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό έκθεμα στη σειρά της και κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα ανέπτυξαν προφορικά στο ακροατήριο και όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν στο ακροατήριο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 464 ΑΚ οι ακατάσχετες απαιτήσεις είναι και ανεκχώρητες. Η διάταξη του άρθρου 982 παρ. 2 ΚπολΔ με την οποία προσδιορίζονται ο ακατάσχετες εις χείρας τρίτων απαιτήσεις ορίζει ότι «Εξαιρούνται της κατασχέσεως α)… δ) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο ή διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, οπότε επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων». Στο άρθρο 52 παρ.20 του ΕισΝΚΠολΔ προβλέπεται ότι διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις που επιτρέπουν την κατάσχεση και εκχώρηση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών. Στο άρθρο 1 Ν. 1453/1938 προβλέπεται επίσης ότι «Ι. Αι αποδοχαί των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και των στρατιωτικών, ως και οι συντάξεις, μερίσματα, εφάπαξ βοηθήματα, ή επιστροφαί κρατήσεων των ανωτέρων δεν εκχωρούνται ουδέ κατάσχονται». Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται εκχώρησις και κατάσχεσις των αποδοχών, συντάξεων, και μερισμάτων των ανωτέρω εις τας κάτωθι περιπτώσεις: α)… β) μέχρις 25% λόγω χρεών προς οργανισμούς δημοσίου δικαίου εκ δανείων συναφθέντων άνευ παροχής εμπραγμάτου ασφαλείας ή εκ βραχυπροθέσμων πιστώσεων, παρεχομένων κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου». Περαιτέρω, στο άρθρο 62 Ν. 2214/1994 προβλέπεται ότι για την εξυπηρέτηση και ασφάλεια των χορηγουμένων από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων τοκοχρεολυτικών δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας προς τους δημοσίους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους και τους λοιπούς δικαιούμενους, κατά την κείμενη νομοθεσία, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρεί υπέρ του δανειστού μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των τακτικών μηνιαίων απολαβών του. Τέλος κατά το άρθρο 19 Ν. 2322/1995 (ΦΕΚ Α’ 143) «οι ρυθμίσεις του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 … ισχύουν και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο». Με τη διάταξη του άρθρου 464 ΑΚ σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 982 παρ. δ’ ΚΠολΔ τίθεται ο κανόνας σύμφωνα προς τον οποίο είναι ανεκχώρητες απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών. Με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση απαγορεύεται ή περιορίζεται το δικαίωμα κατάσχεσης και εκχώρησης των συγκεκριμένων απαιτήσεων προκειμένου να προστατευθεί ένα ελάχιστο εισόδημα των ανθρώπων που βιοπορίζονται από την εργασία τους και είναι αναγκαίο για την συντήρηση των ιδίων και των οικογενειών τους. Ενόψει περαιτέρω του γεγονότος ότι ο άνω σκοπός εξυπηρετεί το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, η ρύθμιση της ΑΚ 464 καθώς και των διατάξεων που προβλέπουν το ακατάσχετο των απαιτήσεων είναι αναγκαστικού δικαίου και δεν επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία των μερών (Α.Γεωργιάδη – Μ.Σταθόπουλου Α.Κ κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος II, σελ.618). Περαιτέρω, όπου κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση υπέρ ορισμένων προσώπων, το ανεκχώρητο κάμπτεται υπέρ αυτών των προσώπων μόνο και ακολούθως, εφόσον το ακατάσχετο αναφέρεται σε ποσοστό της απαίτησης, το ανεκχώρητο καταλαμβάνει το αντίστοιχο ποσοστό αυτής. Η εκχώρηση που γίνεται κατά παράβαση της ΑΚ 464 είναι απολύτως άκυρη (ΑΚ 174). Την ακυρότητα μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μεταξύ των οποίων και ο οφειλέτης της απαίτησης που εκχωρήθηκε, ενώ η συναίνεση του οφειλέτη είναι χωρίς έννομα αποτελέσματα δεδομένου ότι η ακυρότητα εξετάζεται σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης και αυτεπαγγέλτως (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙ.σελ.618). Περαιτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση ισχύει και για κάθε δικαιοπραξία που έχει σαν σκοπό το ίδιο βασικά οικονομικό αποτέλεσμα, όπως η έκταξη που συμφωνείται αμετάκλητη, καθώς επίσης η εξουσιοδότηση ή εντολή για είσπραξη της απαιτήσεως, παρότι δια των ανωτέρω πράξεων δεν μεταβιβάζεται η απαίτηση σε άλλο δανειστή. Ο σκοπός που επιδιώκεται από το νομοθέτη και συνίσταται στη διατήρηση της απαιτήσεως και της δυνατότητας είσπραξης της με σκοπό την ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών του φορέα της θα ματαιώνονταν, αν ο δανειστής είχε την δυνατότητα να προεξοφλεί ουσιαστικά την απαίτηση του με τη μεταβίβαση σε άλλον της εξουσίας για είσπραξη της, όταν θα γίνει απαιτητή (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο ο.π.). Το ανεκχώρητο του μισθού προφανώς καταλαμβάνει όχι μόνο τις αποδοχές των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αλλά και το μισθό των δημοσίων υπαλλήλων με την ευρεία έννοια και συνεπώς και των υπαλλήλων Ο.Τ.Α.. Νομολογιακά έχει προσδιοριστεί ότι ως αποδοχές που πρέπει να προστατεύονται προς το συμφέρον των δημοσίων υπαλλήλων (με την απαγόρευση της εκχώρησης και της κατάσχεσης τους) ο νομοθέτης εννοεί εκείνες που προορισμό έχουν να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες του και να εξασφαλίσουν σ’ αυτούς και τις οικογένειες τους τα μέσα επιβίωσης και τέτοιες είναι οι «τακτικές αποδοχές» που εντέλλονται κάθε μήνα μέ τις μισθοδοτικές καταστάσεις και καταβάλλονται σε καθορισμένες ημέρες (ΔΕΦ ΑΘ.431/92, 4374/91 ΔΙΚΗ/1992, ΕΔΚΑ1 1993). Ωστόσο, ως προς τους δημοσίους υπαλλήλους η απαγόρευση εκχώρησης και κατάσχεσης του μισθού προβλέπεται και με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1453/1938. Στην παράγραφο 2 όμως του ανωτέρω άρθρου θεσπίζονται και εξαιρέσεις και ειδικότερα προβλέπεται ότι επιτρέπεται εκχώρηση και κατάσχεση των αποδοχών, συντάξεων και μερισμάτων μέχρις 25% λόγω χρεών προς οργανισμούς δημοσίου δικαίου από δάνεια που έχουν συναφθεί χωρίς παροχή εμπράγματης ασφάλειας. Η δυνατότητα αυτή αφορά αποκλειστικά δάνεια χορηγούμενα από οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Κατ’ ακολουθίαν ενόψει της στενής γραμματικής διατύπωσης της άνω διάταξης δεν είναι εκ του νόμου επιτρεπτή η εν λόγω προς τις τράπεζες εκχώρηση, εφόσον οι τράπεζες είναι ανώνυμες εταιρείες μη υπαγόμενες στο δημόσιο τομέα. Τέλος, με ειδική νομοθετική πρόβλεψη υφίσταται δυνατότητα εκχώρησης μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των τακτικών μηνιαίων απολαβών για την εξυπηρέτηση και ασφάλεια των χορηγούμενων τοκοχρεολυτικών δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας προς τους δημοσίους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους και τους λοιπούς δικαιούμενους, από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Συνακόλουθα, είναι αυτοδικαίως άκυρη, ανεξαρτήτως της συμφωνίας των μερών, εκχώρηση προς τράπεζες, μισθού υπαλλήλων των Ο.Τ.Α για την εξασφάλιση της αποπληρωμής δανείου που λαμβάνει απ’ αυτές το προσωπικό τους πλην των περιπτώσεων που ειδική διάταξη επιτρέπει αυτό, όπως στην περίπτωση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. υπ’ αριθ. 194/2006 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους – Γ’ Τμήμα).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του εκθέτει ότι είναι έγγαμος με σύζυγο άνεργη και με ένα ανήλικο παιδί και υπάλληλος του ΟΤΑ Θεσσαλονίκης, εργάζεται δε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Ότι με την υπ’ αρ. …/7-7-2009 σύμβαση καταναλωτικού δανείου που συνήψε με την εναγομένη, Τράπεζα Πειραιώς, συμφώνησε να πληρώνονται οι δόσεις του παραπάνω δανείου από τον καταθετικό λογαριασμό του No….. Επίσης είναι δικαιούχος του με αρ. … λογαριασμού μισθοδοσίας τον οποίο τηρεί στην εναγομένη, ως λογαριασμό του στον οποίο ο εργοδότης του, Δήμος Θεσσαλονίκης, καταθέτει τον μισθό του για την παρεχόμενη απ’ αυτόν εργασία. Ότι η εναγομένη, καίτοι είναι αυτοδικαίως άκυρος ο συναφθείς όρος 8.4 της ανωτέρω σύμβασης δανείου σύμφωνα με τον οποίο της παρείχε ανέκκλητη εξουσιοδότηση να χρεώνει χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του οποιονδήποτε λογαριασμό του χρεωστικό ή πιστωτικό, στις 15-11-2010, 29-12-2010, 13-1-2011, 31-3-2011 και 29-4-2011 χρέωσε αυτόν, παρά τις αντιρρήσεις του, με το συνολικό ποσό των 2.379, 35 ευρώ και αρνείται να του το επιστρέψει αδικαιολόγητα. Ότι από την άδικη και παράνομη αυτή πράξη της εναγομένης έχει υποστεί ηθική βλάβη για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας θα πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των 3.000 €. Κατόπιν αυτών και επειδή η μόνη πηγή εισοδήματος του είναι το προϊόν της εργασίας του, ζητεί με την υπό κρίση αγωγή του, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη: α) να του αποδώσει το ποσό των 2.379,35 ευρώ που έχει παράνομα παρακρατήσει από το λογαριασμό μισθοδοσίας του, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής και β) Vb) του καταβάλει το ποσό των 2.500 € ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη και τέλος να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα.

Η αγωγή αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. σχ. με αριθμούς 263272 και 419857 αγωγόσημα) με τα ποσοστά υπέρ τρίτων, υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 466 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 παρ.1 του ν. 3994/2011 και 22 του ίδιου Κώδικα) και εκδικάζεται κατά τις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών των άρθρων 466 επ. ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το ν. 3994/2011, είναι δε νόμιμη σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις και σ’ αυτές των άρθρων 57, 59, 914 επ., 299, 330, 932, 340, 346 ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το περί προσωρινής εκτελέσεως αίτημα της το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον η συζήτηση της παρούσας γίνεται κατ’ αντιμωλία των διαδίκων με την διαδικασία των μικροδιαφορών, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 512 ΚπολΔ οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων σε διαφορές που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 466-472 είναι ανέκκλητες. Πρέπει, συνεπώς, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως στο ακροατήριο που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, μερικά από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και από τις επί μέρους ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τις κατατεθείσες επί της έδρας έγγραφες προτάσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων (άρθρο 261 ΚπολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ενάγων είναι έγγαμος με άνεργη σύζυγο και ένα ανήλικο παιδί που κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν 12 ετών. Είναι υπάλληλος του ΟΤΑ Θεσσαλονίκης και εργάζεται στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Με την υπ’ αρ. … σύμβαση καταναλωτικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ο ενάγων συνήψε με την εναγομένη, Τράπεζα Πειραιώς, η τελευταία χορήγησε σ’ αυτόν δάνειο ύψους 15.000 ευρώ. Σύμφωνα με τον όρο 8.4 της συναφθείσας σύμβασης ο ενάγων έδωσε στην εναγομένη την ανέκκλητη εντολή να χρεώνει, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση του, οποιονδήποτε λογαριασμό του για την πληρωμή κάθε ληξιπρόθεσμης δόσης του άνω δανείου. Στα πλαίσια της σύμβασης αυτής, ο ενάγων υπέγραψε την από 7-7-2009 εντολή – εξουσιοδότηση του για να εισπράττει η εναγομένη τις δόσεις του ως άνω δανείου χρεώνοντας τον υπ’ αρ. … λογαριασμό του. Έτσι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σύμφωνα με τα ανωτέρω η εναγομένη χρέωσε τον ως άνω λογαριασμό του ενάγοντος στον οποίο κατατίθεται ο μισθός του ως υπαλλήλου του ΟΤΑ με τα παρακάτω ποσά : 1) στις 15-11-2010 το ποσό των 866,49 € (δηλ. 36,24 + 286,32 + 282,70 + 261,23 = 866,49), 2) στις 29-12-2010 το ποσό των 270,90 €, 3) στις 13-1-2011 το ποσό των 9,40 € (δηλ. 4,08 + 5,32 = 9,40) και όχι των 100 € που εσφαλμένα ισχυρίζεται ο ενάγων, 4) στις 31-3-2011 το ποσό των 570,98 € (δηλ. 265,23 + 287,27 + 18,48 = 570,98) και 5) στις 29-4-2011 το ποσό των 570,98 € και συνολικά χρέωσε τον ανωτέρω λογαριασμό με το ποσό των 2.288,75 € και όχι με το\, ποσό των 2.379,35 € που εσφαλμένα ισχυρίζεται ο ενάγων. Πλην όμως η κατά τα ανωτέρω δοθείσα από τον ενάγοντα εντολή για είσπραξη της απαιτήσεως της εναγομένης από τον λογαριασμό μισθοδοσίας του, είναι αυτοδικαίως άκυρη, καθόσον σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, κατά το νόμο οι απαιτήσεις από τον μισθό είναι ανεκχώρητες και η απαγόρευση αυτή ισχύει και σε περίπτωση εξουσιοδότησης ή εντολής για είσπραξη της απαίτησης ανεξάρτητα από τη δοθείσα τυχόν συναίνεση του οφειλέτη. Αποδείχθηκε δε ότι ο ενάγων το μόνο μέσον βιοπορισμού που έχει για το ίδιο και την οικογένεια του είναι ο μισθός του ως υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης, αφού ο μόνος που εργάζεται στην τριμελή οικογένεια του είναι ο ίδιος. Ο μισθός του ενάγοντος πριν γίνουν οι περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις (μετά την υπογραφή των μνημονίων και την εφαρμογή πολιτικής οικονομικής λιτότητας) επαρκούσε για να καλύπτει τις ανάγκες της οικογένειας του και να πληρώνει τις δόσεις του καταναλωτικού του δανείου. Μετά όμως τη μείωση του μισθού του και τη συρρίκνωση του οικογενειακού του εισοδήματος, ο μισθός του δεν επαρκούσε να καλύψει ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες της οικογένειας του. Έτσι, όταν ο ενάγων επτχείρησε να αναλάβει χρήματα από τον ως άνω λογαριασμό μισθοδοσίας του, διαπίστωσε ότι η εναγομένη είχε χρεώσει τον λογαριασμό του με τις ανεξόφλητες δόσεις του καταναλωτικού του δανείου. Διαπίστωσε δηλαδή ότι δεν υπήρχαν χρήματα στο λογαριασμό για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας του, με συνέπεια να αναγκασθεί να προσφύγει στην βοήθεια του μάρτυρα αποδείξεως πατρός του. Κατόπιν αυτού απηύθυνε προς την εναγομένη την από 14-1-2011 εξώδικη δήλωση του που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 17-1-2011 (βλ. σχ. με αρ. 3824/17-1-2011 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Αλεξάνδρας Εγγλέζου), με την οποία διαμαρτύρεται για την παρακράτηση του μισθού του και καλεί την εναγομένη; να του επιστρέψει το ποσό που παρακράτησε από τον μισθό του και να πάψει στο μέλλον να παρακρατεί από τον λογαριασμό μισθοδοσίας του χρήματα για την εξόφληση των δόσεων του καταναλωτικού του δανείου. Παρά όμως τη διαμαρτυρία του ενάγοντος, η εναγομένη προχώρησε και μετά την κοινοποίηση της εξωδίκου του, στις 31-3-2011 και 29-4-2011 στην παρακράτηση του ποσού των 570,98 και 570,98 € αντίστοιχα, παρότι ο ενάγων της επέδωσε και την από 1-4-2011 αίτηση του, ζητώντας αφενός μεν την επιστροφή των παρακρατηθέντων ποσών, αφετέρου δε την παράλειψη στο μέλλον κάθε παρακράτησης από τον λογαριασμό μισθοδοσίας του. Κατόπιν αυτού ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης την με αρ. 18230/2011 αίτηση του ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 19428/5-7-2011 απόφαση, με την οποία απαγορεύεται στην εναγομένη να προβαίνει σε παράνομες παρακρατήσεις από το λογαριασμό μισθοδοσίας του. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας η εναγόμενη κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες προέβη σε παράνομη αφαίρεση των ποσών που προαναφέρθηκαν και καταλογίστηκαν κατά τα άνω, καθόσον γνώριζε ότι τα εισερχόμενα χρήματα καταβάλλονταν για την μισθοδοσία του ενάγοντος, πράγμα που δεν αρνείται. Αυτό έγινε παρότι γνώριζε ότι εξαιρείται από την εκχώρηση ή τον συμψηφισμό το ποσό του μισθού και ότι η απαγόρευση ισχύει και για κάθε δικαιοπραξία που έχει σαν σκοπό το ίδιο βασικά οικονομικό αποτέλεσμα, όπως και η εξουσιοδότηση ή εντολή για είσπραξη της απαίτησης, για το λόγο που αναλυτικά εκτέθηκε. Ισχυρίζεται βέβαια η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της. ότι δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων ποια ποσά στον εν λόγω λογαριασμό ίου ενάγοντος αποτελούν προϊόν μισθοδοσίας, καθόσον οποιοδήποτε ποσό εισέρχεται σε λογαριασμό που αποκαλείται λογαριασμός αποδοχών δεν αποτελεί μισθό, εφόσον στον λογαριασμό αυτό μπορεί να πιστώνονται και άλλα ποσά, ενώ ακόμη και αν θεωρηθεί ότι πιστώνονται μόνο μισθοί, αυτό ουδόλως συνεπάγεται ότι τα υφιστάμενα ποσά αποτελούν τρέχοντα μισθό που εξαιρείται της κατάσχεσης, αφού μπορεί να αποτελούν συσσωρευμένους μισθούς που έχουν απολέσει τον χαρακτήρα του μισθού και δεν χαρακτηρίζονται ακατάσχετα από το νόμο. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατά νόμο και ουσία, διότι τα ποσά που χρέωσε στον ένδικο λογαριασμό εισέρχονταν κατά τις γνωστές σε όλους ημερομηνίες μισθοδοσίας των δημοτικών υπαλλήλων, στην αιτιολογία αναφερόταν μισθοδοσία, ενώ ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν το γνώριζε όταν για πρώτη φορά χρέωσε τον λογαριασμό τον Νοέμβριο του 2010, αυτό με βεβαιότητα το γνώριζε μετά την κοινοποίηση σ’ αυτή στις 17-1-2011 της από 14-1-2011 εξωδίκου δήλωσης του ενάγοντος και παρόλο αυτά παράνομα και κακόπιστα συνέχιζε να παρακρατεί το προϊόν μισθοδοσίας του ενάγοντος και να μην επιστρέφει σ’ αυτόν τα παρακρατηθέντα ποσά, έπαψε δε να παρακρατεί τον μισθό του μόνο μετά την έκδοση της με αρ. 19428/2011 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Επιπλέον από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως στο ακροατήριο αποδείχθηκε ότι από την άδικη και παράνομη αυτή πράξη της εναγομένης, ο ενάγων δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια, εξαιτίας του ότι ανέμενε και προσδοκούσε, να καλύψει τις επείγουσες οικογενειακές του ανάγκες από τα άνω ποσά και αναστατώθηκε ψυχικά από την ενέργεια της εναγόμενης, αυτό δε είχε ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί η σωματική και ψυχική του υγεία (πάσχει από το αναφερόμενο από τον μάρτυρα πατέρα του στο ακροατήριο αυτοάνοσο νόσημα που λόγω της στενοχώριας σημείωσε έξαρση) και να αναγκάζεται να προστρέχει για την κάλυψη των πλέον απαραιτήτων βιοτικών αναγκών (ακόμη και διατροφής) στην βοήθεια του μάρτυρα αποδείξεως πατέρα του. Λαμβανομένου υπόψη του ύψους των οφειλών του ενάγοντος κατά το επίδικο διάστημα, ότι έχει σύζυγο άνεργη και ανήλικο παιδί με ειδικά προβλήματα, το ποσό που πρέπει να του καταβληθεί για την αιτία αυτή και θεωρείται εύλογο, είναι αυτό των 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Μετά τα παραπάνω και επειδή η αξίωση του ενάγοντος δεν παρίσταται καταχρηστική (281 ΑΚ) όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη που στηρίζει τον ισχυρισμό της στο γεγονός ότι από την υπογραφή της συμβάσεως καταναλωτικού δανείου (Ιούλιος 2009) είχε υποδείξει ο ενάγων το λογαριασμό μισθοδοσίας του για την εξόφληση των δόσεων του δανείου του στην ίδια, καθόσον η απαγόρευση του συμψηφισμού στην 451 ΑΚ δεν κάμπτεται ακόμη και αν προσκρούει η προβολή της στην καλή πίστη ή αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος (Γεωργιάδη-Σταθόπουλου στο άρθρο 451 ΑΚ και 561), πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή σαν και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό 3.788,75 ευρώ, ήτοι (2.288,75 + 1.500), από το οποίο το ποσό των 2.288,75 € (για το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης δεν υπάρχει αίτημα τοκοδοσίας) με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την

επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων, η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος (άρθρο 178 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να κατα βάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (3.788,75), από το οποίο το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (2.288,75) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει σε εκατόν ενενήντα (190) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στη Θεσσαλονίκη, στις 30 Δεκεμβρίου 2014, χωρίς να παραβρίσκονται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους.