Αποζημίωση σε εργατικό ατύχημα: Ερμηνεία των διατάξεων για τις υποχρεώσεις του εργοδότη (Νόμος 4512/2018)

Με το άρθρο 212 του Νόμου 4512/2018 παρέχεται η αυθεντική ερµηνεία της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951, σχετικά με την αποζημίωση που υποχρεούται να καταβάλλει ο εργοδότης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος.

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, µε την προτεινόµενη αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής και την αληθή βούληση του νοµοθέτη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στο µεν ασφαλιστικό φορέα τις δαπάνες που αυτός χορήγησε στον παθόντα από εργατικό ατύχηµα, στον δε παθόντα τη διαφορά ανάµεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζηµίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε κάθε περίπτωση που βεβαιώνεται δικαστικά ότι το εργατικό ατύχηµα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, είτε ως προς αυτό καθεαυτό το αποτέλεσµα του εργατικού ατυχήµατος είτε όµως και ως προς την παραβίαση της κείµενης νοµοθεσίας περί ασφάλειας και υγείας στην εργασία.

Η νέα διάταξη προβλέπει τα εξής:

Η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστεθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών.

Τι αναφέρει η σχετική αιτιολογική έκθεση

Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 6 του ν. 551/1915 (Α΄ 11), όπως κωδικοποιήθηκε εν συνεχεία µε το β.δ. της 24ης.07./25ης.08.1920 (Α΄ 191), ο κύριος επιχείρησης του είδους που καθορίζεται από το άρθρο 2 του νόµου αυτού, υποχρεούται, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας (αντικειµενική ευθύνη) και υπό τις καθοριζόµενες στο νόµο αυτό ειδικότερες προϋποθέσεις, να καταβάλει την προβλεπόµενη στον ίδιο νόµο αποζηµίωση για περιουσιακή ζηµία (άρθρο 3 παρ. 5), στον εργάτη ή υπάλληλό του, που υπέστη βλάβη της υγείας ή της σωµατικής του ακεραιότητας, συνεπεία ατυχήµατος που επήλθε από βίαιο συµβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορµής αυτής, σε περίπτωση δε θανάτου από την ίδια αιτία, στα καθοριζόµενα στο άρθρο 6 του ίδιου νόµου συγγενικά του πρόσωπα.

 Περαιτέρω, σύµφωνα µε τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 60 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), εάν ο παθών εξ εργατικού ατυχήµατος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από την ευθύνη που προκύπτει µε βάση τις ειδικές διατάξεις περί εργατικών ατυχηµάτων, όπως αυτές κωδικοποιήθηκαν µε το β.δ. της 24ης.07./25ης.08.1920 (Α΄ 191).

Τέλος, σύµφωνα µε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όταν το εργατικό ατύχηµα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, αυτός (δεν απαλλάσσεται από τη σχετική ευθύνη, αλλά) οφείλει να καταβάλει, αφενός στο ΙΚΑ τη δαπάνη των παροχών που ο εν λόγω φορέας χορήγησε στον παθόντα και αφετέρου στον παθόντα τη διαφορά ανάµεσα στις παροχές που αυτός έλαβε από το ΙΚΑ και στην αποζηµίωση που δικαιούται βάσει των κοινών διατάξεων του αστικού δικαίου.

Η πρόβλεψη του κανόνα της κατ΄ αρχήν απαλλαγής (µε το άρθρο 60 παρ. 3) του εργοδότη από τη σχετική (αντικειµενική) ευθύνη και της κάλυψης του αντίστοιχου κινδύνου από τον φορέα κοινωνικής ασφάλισης του εργαζοµένου είναι εύλογη, λαµβανοµένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι µέρος των καταβαλλόµενων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών κατατείνει ακριβώς στην κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου επέλευσης ατυχηµάτων κατά την εκτέλεση της εργασίας ή µε αφορµή αυτή. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι η κάλυψη αυτού ακριβώς του ασφαλιστικού κινδύνου, του κινδύνου από εργατικό ατύχηµα (όπως και της κάλυψης του γήρατος, της µητρότητας κ.α.) υπήρξε µεταξύ των βασικών στόχων της ίδιας της ίδρυσης και συγκρότησης του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης.

Εντούτοις, η διατύπωση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) περί εξαίρεσης από την κατ΄ αρχήν απαλλαγή του εργοδότη από τη σχετική ευθύνη σε περίπτωση που το ατύχηµα οφείλεται σε δόλου αυτού, εξεταζόµενη σε συνδυασµό µε εκείνη της παρ. 3 του άρθρου 60 του ίδιου νόµου (η οποία, όπως επισηµάνθηκε, προβλέπει την απαλλαγή του εργοδότη από την, απορρέουσα από τις ειδικές διατάξεις περί εργατικών ατυχηµάτων, αντικειµενική ευθύνη, σε περίπτωση υπαγωγής του παθόντος εργαζόµενου στην ασφάλιση του ΙΚΑ), έχει επί σειρά ετών προκαλέσει σοβαρές ερµηνευτικές αµφισβητήσεις και διχογνωµίες και έχει δηµιουργήσει το έδαφος για την υιοθέτηση ερµηνευτικών εκδοχών, που, κατ΄ αποτέλεσµα, όχι µόνο δεν απηχούν την αληθή βούληση του νοµοθέτη και το σκοπό που θέλησε να εξυπηρετήσει µε την πρόβλεψη της απαλλαγής του εργοδότη από την αντικειµενική ευθύνη σε περιπτώσεις εργατικών ατυχηµάτων, αλλά κείνται, επιπλέον, εκτός των ορίων βασικών συνταγµατικών διατάξεων.

Ειδικότερα, τίθεται το ζήτηµα εάν η εισαγόµενη µε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) εξαίρεση από την απαλλαγή του εργοδότη από τη σχετική ευθύνη και η συνακόλουθη υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει αφενός στον ασφαλιστικό φορέα τη δαπάνη των χορηγούµενων στον παθόντα παροχών και αφετέρου στον ίδιο τον παθόντα τη διαφορά ανάµεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζηµίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, συντρέχει µόνο στην περίπτωση που ο δόλος του εργοδότη καλύπτει και το αποτέλεσµα του εργατικού ατυχήµατος (µόνον, δηλαδή, εφόσον ο εργοδότης θέλησε ή αποδέχθηκε και την ίδια τη βλάβη του παθόντος) ή εάν η έννοια της φράσης «οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του υπ΄ αυτού προστηθέντος προσώπου» καλύπτει και την περίπτωση που το εργατικό ατύχηµα συνδέεται αιτιωδώς µε δόλια παραβίαση, από αυτούς, των διατάξεων νόµων, διαταγµάτων και κανονισµών που προβλέπουν τα υποχρεωτικά µέτρα προστασίας της ασφάλειας και της 77 υγείας στην εργασία.

Η υιοθέτηση της πρώτης εκδοχής οδηγεί στο αποτέλεσµα, ακόµα και εργοδότες που εν γνώσει τους παραβιάζουν τα προβλεπόµενα από το νόµο µέτρα ασφαλείας και συνειδητά εκθέτουν τους εργαζοµένους στους αντίστοιχους σοβαρούς κινδύνους, να µετακυλίουν στο ασφαλιστικό σύστηµα την ευθύνη της παράνοµης αυτής και αντικοινωνικής συµπεριφοράς, η οποία και στάθηκε αιτία -εφόσον τούτο βεβαιώνεται και από τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις- για την επέλευση του εργατικού ατυχήµατος. Κάτι τέτοιο, όµως, κείται εκτός της λογικής της ασφαλιστικής κάλυψης του εργατικού ατυχήµατος, καθώς η καταβολή των σχετικών εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών δεν εξασφαλίζει στον εργοδότη τη δυνατότητα να µην τηρεί τη νοµοθεσία για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, αλλά τον ασφαλίζει από την περίπτωση που, παρά την τήρηση των σχετικών µέτρων ασφαλείας, επέρχεται το ατυχές, βίαιο συµβάν. Σε διαφορετική περίπτωση το ασφαλιστικό σύστηµα επιβαρύνεται µε -σηµαντικές, συνήθως- δαπάνες χορήγησης των σχετικών ασφαλιστικών παροχών στα θύµατα εργατικών ατυχηµάτων ή τους συγγενείς τους, αναλαµβάνοντας το κόστος µιας -ούτως ή άλλως- αξιόποινης (αφού ο νόµος προβλέπει και ποινικές κυρώσεις για τη µη τήρηση των προβλεπόµενων µέτρων ασφαλείας στην εργασία) συµπεριφοράς του εργοδότη.

Παράλληλα, η υιοθέτηση µιας ερµηνευτικής εκδοχής της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 παρ. 2 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) που οδηγεί εµµέσως σε αποκλεισµό της ευθύνης του εργοδότη (ακόµα και ενός εργοδότη που συνειδητά δεν τηρεί τις διατάξεις περί ασφάλειας στην εργασία) για την καταβολή στον παθόντα της διαφοράς ανάµεσα στις χορηγούµενες σε αυτόν παροχές από τον φορέα κοινωνικής ασφάλισης και στην πλήρη αποζηµίωση που αυτός δικαιούται βάσει των διατάξεων του Αστικού Κώδικα, θα αποστερούσε από τον παθόντα εργαζόµενο το δικαίωµα δικαστικής προστασίας (κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγµατος) ως προς την αποκατάσταση της σοβαρής -κατά κανόνα- υλικής ζηµίας που υπέστη από το εργατικό ατύχηµα. Ωστόσο, µία τέτοια ερµηνεία, που θα οδηγούσε στο εξαιρετικά ανεπιεικές αποτέλεσµα του αποκλεισµού της δυνατότητας του παθόντος του εργατικού ατυχήµατος (όπου κατά κανόνα το κόστος της αποκατάστασης της υγείας ή της αντιµετώπισης των συνθηκών που συνεπάγεται µία µόνιµη αναπηρία υπερβαίνει σηµαντικά τις χορηγούµενες από τον ασφαλιστικό φορέα παροχές) να αξιώσει την επιπλέον αυτή αποζηµίωση, που απορρέει από τις κοινές διατάξεις του αστικού δικαίου, έναντι ενός εργοδότη που εν γνώσει του έχει παραβιάσει τις διατάξεις περί προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, δεν είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή από την έννοµη τάξη (άρθρο 5 του Συντάγµατος). Μία τέτοια ερµηνεία, άλλωστε, δεν προκύπτει ούτε από τη συνδυαστική εφαρµογή της ερµηνευόµενης διάταξης µε εκείνη της παρ. 3 του άρθρου 60 του ίδιου νόµου, αφού η τελευταία, όπως επισηµάνθηκε, εισάγει απαλλαγή του εργοδότη, όχι από κάθε ευθύνη, αλλά από την αντικειµενική ευθύνη που προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις περί εργατικών ατυχηµάτων.

Ενόψει των ανωτέρω, µε την προτεινόµενη ρύθµιση αίρεται η σχετική ερµηνευτική αµφισβήτηση και αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) και την αληθή βούληση του νοµοθέτη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στο µεν ασφαλιστικό φορέα τις δαπάνες που αυτός χορήγησε στον παθόντα από εργατικό ατύχηµα, στον δε παθόντα τη διαφορά ανάµεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζηµίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε κάθε περίπτωση. πηγή Lawspot